metal.team

‘Οταν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο παροξισμός με το punk άρχιζε να ξεφτίζει στην Αγγλία, ήταν η σειρά συγκροτημάτων όπως οι Saxon, Def Leppard, Iron Maiden και Diamond Head να γράψουν ιστορία. Διότι το κίνημα του New Wave of British Heavy Metal μόνο ως ιστορικό μπορεί να χαρακτηριστεί, δεδομένων των δεκάδων κυκλοφοριών απίστευτης ποιότητας και διαχρονικότητας, οι οποίες συγκρινόμενες με ότι φρέσκο βγάζει πλέον οι Αγγλία μόνο λύπη προκαλούν. Το ότι ορισμένοι γεννηθήκαμε 15 χρόνια αργότερα απ’όσο έπρεπε (από μουσικής πλευράς) επαληθεύεται όταν κανείς ακούει δίσκους όπως το Wheels of Steel.


Μια παρέα από το Barnsley (κοντά στο Sheffield) αποτελούμενη από τους Biff Byford, Graham Oliver, Paul Quinn, Steve Dawson και Pete Gill αποφασίζει να «βγεί στη πιάτσα» γύρω στο 1977. Το ασύληπτης έμπευσης και ποιητικής ωδής όνομα Son Of A Bitch που τους συνόδευε στην αρχή δεν είχε την απήχηση που αναμενόταν και έτσι τη θέση του πήρε το Saxon. Το μάλλον αδύναμο ομώνυμο ντεμπούτο τους του 1979, χαντακώθηκε ακόμα περισσότερο από τη χλιαρή παραγωγή. Παρ’όλα αυτά, το συγκρότημα ευτήχησε να περιοδεύσει με Nazareth και Motorhead την αμέσως επόμενη χρονιά. Ο «θείος Lemmy» μάλλον τους έβαλε στη θέση τους και το αποτέλεσμα ήταν το Wheels of steel, ένας γνήσιος heavy metal δίσκος, καταδικασμένος να αντιμετωπίζεται ως κλασσικός.


Τα φωνητικά του Byford είναι το πρώτο που προσέχει κανείς από το “Motorcycle man”. Στη συνέχεια ο ακροατής δεν ξέρει από που να κρυφτεί. Από το rhythm section και τις φοβερά καθαρές γραμμές στο μπάσσο; Από τον καταιγισμό riffs; Από τα solos που δένουν τόσο ωραία με το συναυλιακό refrain; Σε πιο ήπιους τόνους αλλά με περισσότερη μελωδία το “Stand up and be counted” με τους δύο κιθαρίστες να μεγαλουργούν ενώ η άψογη, για το ύφος της μουσικής των Saxon, παραγωγή συνεισφέρει τα μέγιστα.


Τώρα για το “747 (Strangers in the night)” η αλήθεια είναι ότι έχουν γραφτεί και ειπωθεί τόσα και τόσα που ότι και να γράψουμε στο in memory μάλλον θα είναι πλεονασμός. Γιατί απλούστατα μιλάμε για ένα διαμάντι το οποίο συγκετελέγεται στις κορυφαίες στιγμές του NVOBHM. Ξεκινώντας από το βασικό riff και τελειώνοντας χωρίς πολλές φιλοσοφίες στην ατμοσφαιρικότητα στο refrain το μόνο που μπορεί να πεί κανείς είναι «μπράβο» και στη συνέχεια να αφεθεί στη μαγεία. Είμαι λίγο ρομαντικός, αλλά χρειάζεται και αυτό όταν αναφερόμαστε σε σύνθεση 20 ετών, με προοπτικές να ακούγεται για άλλα 120 ώς κλασσικό δείγμα μουσικής της δεκαετίας ’80.


Σειρά έχει το κομμάτι που φέρει το τίτλο του δίσκου και αποτελεί ένα παράδειγμα για το πόσο λεπτή μπορεί να είναι η ισσοροπία ανάμεσα στο hard rock και το heavy metal. Όσο για το “Freeway mad” το rock’n’roll feeling παντρεύεται με μεταλλικά solos και το προσεγμένο drumming και τελικά το κομμάτι μπορεί μέχρι και να χορευτεί! “See the light shining” μας λένε οι Saxon, “see our heads banging” εισπράττουν ως απάντηση από τους ακροατές, και υπεύθυνη είναι η άριστη κιθαριστική δουλειά και οι διπλομποτιές. Στα συν η εναλλαγή στα 2μισι λεπτά, με το Byford να βάζει τη σφραγίδα του.


«Φουριόζικο» το “Street fighting gang”, σύμφωνα και με τους στίχους του, ενώ το όγδοο “Suzie hold on” ξεχωρίζει στο δίσκο με την υπέροχη μελωδία του. Το μπάσο στην αρχή με την κιθάρα να μπαίνει δημιουργεί ένα σπάνιο αίσθημα ευφορίας και τα λιγότερο μεταλλικά φωνητικά ταιριάζουν γάντι. Το ταλέντο των κιθαριστών είναι εμφανές και οι Saxon έρχονται στη πρώτη σειρά συγκροτημάτων, έτσι απλά. Το refrain, τα lead guitar μέρη, το συναυλιακό «φόρτωμα» λίγο πριν τα τέσσετα λετπά, όλα μαζί και το καθένα χωριστά εντυπωσιάζουν.


“Machine gun” και κάπως απότομα, αλλά όπως ταιριάζει σε ένα δίσκο χαρακτηριστικό εκπρόσωπο του NWOBHM, κλείνει το Wheels of Steel, και το πως έκαναν όνομα οι Saxon είναι το τελευταίο που αναρωτιέται κανείς.


Μέχρι τα 1984 περίπου, η πορεία του σχήματος ήταν μεγαλειώδης, με δίσκους όπως Strong Arm of the Law, Denim and leather καθώς και τα μερικώς αμφισβητούμενα Power and the Glory και Crusader. Περιοδείες, live albums αλλά και ανταγωνισμός με δύο βρετανικά σχήματα που είχαν καταφέρει να εισβάλλουν στη καθοριστική αγορά της Αμερικής: τους Def Leppard και τους Iron Maiden. Αντίθετα με τα δύο αυτά σχήματα, οι Saxon θεωρησαν ότι έπρεπε να γίνουν πιο εμπορικοί για να διακριθούν σε νέο κοινό και έτσι παρουσίασαν μια σειρά από αδύναμα albums. Το 1985 αποχώρησε το Steve Dawson και το σχήμα βρέθηκε σε συνθετικό αδιέξοδο. Η Αμερικάνικη αγορά έλεγε «όχι» και μόνο όταν αποφάσισαν να στραφούν σε αυτό που ξέρουν καλύτερα, δικαιώθηκαν. Το Dogs of War του 1995 είναι εξαιρετικό αλλά σημαδεύτηκε από την αποχώρηση του κιθαρίστα Graham Oliver. Μάλιστα οι Dawson, Oliver και Gill (είχε φύγει για τους Motorhead το 1982) επαναστράτευσαν τους Son of a Bitch χωρίς να παρουσιάσουν κάτι ιδιαίτερο πάντως. Το Metalhead του 1999 ακολούθησε τα χνάρια του Dogs of war και η πρώτη Αμερικάνικη περιοδεία για το σχήμα ήταν γεγονός ύστερα από 12 περίπου χρόνια.


Ένα συγκρότημα που παρασύρθηκε και αστόχησε στο θέμα «διασημότητα» και δυστυχώς «έχασε το τρένο». Σχεδόν 50άρηδες οι Byford και Quinn συνεχίζουν ακάθεκτοι απ’ότι φαίνεται, αλλά έχουν και στη πλάτη τους δίσκους σαν το Wheels of Steel για να θυμίζουν στους πάντες το θρύλο του Βρετανικού metal όπως διαμορφώθηκε πριν από 20 χρόνια, και όπως συνεχίζει να κάνει αισθητή τη παρουσία του σήμερα.




Line up (1980): Biff Byford (φωνητικά), Graham Oliver (κιθάρα), Paul Quinn (κιθάρα), Steve Dawson (μπάσο), Pete Gill (drums).



 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured