Φανταστείτε έναν πυρηνικό πόλεμο σε πρώτη φάση. Αμέσως μετά φανταστείτε τις μέρες που ακολουθούν και όλο τον όλεθρο και πανικό που επικρατεί. Μέσα σε όλα αυτά κάπου εμφανίζεται ένας θυμωμένος χαρακτήρας που θέλει να καταστρέψει τα πάντα στο διάβα του. Ονομάζεται “Voivod”, είναι λόρδος βαμπίρ και ρουφά τη δύναμη των ανθρώπων γύρω του, αντί για αίμα, που ρουφούν τα κοινά βαμπίρ. Στη συνέχεια αλλάζει την ονομασία του σε “Korgull” και αφού καταστρέψει τα πάντα πάνω στην Γη, μετακομίζει στο διάστημα και μέσα στο εργαστήριό του, με την βοήθεια ενός επιταχυντή μορίων, καταφέρνει να δημιουργήσει έναν μικρο-γαλαξία, στον οποίο εισχωρεί σαν ψυχική οντότητα.
![]() |
Αλλόκοτο έτσι; Λοιπόν αυτή είναι η θεματική έννοια των πρώτων τεσσάρων albums των Καναδών πρωτοπόρων metallers, VOIVOD, η οποία γεννήθηκε στο μυαλό του Michel Langevin (aka “Away”), drummer της μπάντας. Σε πρώτη φάση, αυτή η ιστορία μπορεί να φαντάζει κατά κάποιον τρόπο γκροτέσκα και ασύνδετη, αλλά αν μελετηθεί σε βάθος έχει πολλές κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις που προβοκάρουν και προτρέπουν τον ακροατή να προβληματιστεί. Έτσι, ένα τόσο ενδιαφέρον concept, επιβάλλεται να ντυθεί με ανάλογης σημασίας μουσική επένδυση. Ο κιθαρίστας Denis D’Amour, ο οποίος φέρει την προσωνυμία “Piggy”, αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας αυτήν την αποστολή. Οι Jean-Yves Thériault (aka “Blacky”) στο μπάσο και Denis Bélanger (aka “Snake”) στα φωνητικά, συμπληρώνουν το κουαρτέτο και το ταξίδι στα άστρα αρχίζει.
Ο αρχιτέκτονας της μουσικής των VOIVOD, ξεκίνησε να ασχολείται με την μουσική σε μικρή ηλικία, μαθαίνοντας να παίζει κλασσικό βιολί. Κάπου στην εφηβεία όμως ήρθαν και εντάχθηκαν στα ακούσματα του οι Motorhead και οι Venom, που έκαναν “παρέα” στους Pink Floyd, Rush, King Crimson και σε εκείνο το σημείο ήρθαν τα πάνω κάτω. Ο έφηβος Denis πλέον ασχολιόταν με την εξάχορδη “ερωμένη” του και ξεκίνησε η εξέλιξή του σαν συνθέτης της μουσικής των VOIVOD.
![]() |
Χαοτικός, θορυβώδης και άναρχος ο χαρακτήρας της μουσικής του, όπως παρουσιάστηκε στα 2 πρώτα άλμπουμ των VOIVOD (“War and Pain” και “Rrröööaaarrr”), λατρεύτηκε από τους σκληροπυρηνικούς υποστηρικτές ενός μουσικού παρακλαδιού του metal, του thrash metal, που είχε αναπτυχθεί στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80. Οι VOIVOD δεν κατάφεραν να κάνουν εντύπωση μέχρι εκείνη τη στιγμή στο ευρύτερο metal κοινό, μιας και οι περισσότεροι μουσικοκριτικοί της εποχής, δεν μπορούσαν να συλλάβουν αυτό το οποίο άκουγαν, και τους κόλλησαν τη στάμπα της “κουλής” μπάντας.
Επειδή όμως οι καιροί έχουν γυρίσματα, το 1987 οι VOIVOD, κυκλοφόρησαν το 3ο τους άλμπουμ, “Killing Technology”, στο οποίο η μουσική του Denis D’Amour είναι πιο ώριμη από ποτέ, σε συνθετικό και εκτελεστικό επίπεδο, με τα πρώτα space/ progressive στοιχεία, που αχνοφαίνονται, να δένουν δυσαρμονικά με τον “λαλημένο” thrash χαρακτήρα της μπάντας. Τότε ήταν που απέσπασαν θετικές κριτικές από τους ίδιους ανθρώπους που τους έθαβαν 2 χρόνια πριν. Η δημοτικότητα του group αυξήθηκε, όπως και οι πωλήσεις των δίσκων του, η μουσική βιομηχανία δεν τους έβλεπε πλέον τόσο καχύποπτα και το MTV σταμάτησε να τους αγνοεί. Όλα ήταν πλέον έτοιμα για το μεγάλο βήμα...
...που άκουγε στο όνομα “Dimension Hatröss”, και έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία, τον Ιούνιο του 1988. Η ιδιοφυής προσέγγιση του Denis στην συγγραφή της μουσικής, ήταν πρωτοφανής. Τα κομμάτια ήταν γεμάτα από μέρη, στα οποία κυριαρχούσαν οι παράφωνες συγχορδίες, καθώς και πολλές άβολες στο άκουσμα ελάσσονες κλίμακες. Τα μέρη αυτά ήταν στοιχειωμένα με το πνεύμα των Van Der Graaf Generator και των King Crimson, και ποτισμένα με το “χάσιμο” των Hawkwind και των πρώιμων Pink Floyd. Το puzzle συμπληρωνόταν από την φοβερή ερμηνεία του Denis Bélanger και την απίστευτη, για την εποχή, παραγωγή του άλμπουμ.
Το Καναδικό κουαρτέτο φτάνει στο απόγειο της καριέρας του και η πολυεθνική MCA, σπεύδει να τους εντάξει στο δυναμικό της και μέσω αυτής να κυκλοφορήσουν άλλο ένα άλμπουμ αντάξιο της φήμης τους. Το “Nothingface” του 1989 δείχνει ένα διαφορετικό τρόπο πρόσωπο του D’Amour, ο οποίος συνδυάζει την κληρονομιά του ’70s prog-rock, με post-punk και industrial επιρροές, σε κομμάτια που διακρίνονται για τον έντονο πειραματικό τους χαρακτήρα.
Στο ίδιο περίπου μοτίβο, αλλά χωρίς να αγγίζουν την ποιότητα των προκατόχων τους, κινήθηκαν και τα επόμενα δύο άλμπουμ των VOIVOD, τα “Angel Rat” και “The Outer Limits”, με την διαφορά πως μια πιο jazz αύρα τα διακατείχε. Κάπου εκεί, γύρω στο 1991-93, οι αποχωρήσεις μελών ξεκινούν, με τους “Blacky” και “Snake”, να χωρίζουν τους δρόμους τους με τα υπόλοιπα δύο μέλη του group. Μικρό το κακό, θα μπορούσε να πει κάποιος, μιας και ο συνθέτης της μουσικής (“Piggy”) και ο στιχουργός (“Away”), παρέμεναν στο συγκρότημα.
Δυστυχώς οι προστριβές ήταν αυτές που στοίχισαν στην ποιότητα των προηγούμενων δύο δίσκων ενώ οι ανακατατάξεις ήταν υπεύθυνες για το χλιαρό επόμενο album, το “Negatron”, το οποίο ήταν και το πρώτο με τον Eric Forrest, να αναλαμβάνει και τις δύο θέσεις, σε φωνητικά και μπάσο, που είχαν χηρέψει. Λιγότερο πειραματικό, αλλά συνάμα πιο επιθετικό από τα προηγούμενα, το “Negatron” ήταν προϊόν jamming στο στούντιο και αποτελούσε τον προπομπό του επόμενου “χτυπήματος”, το οποίο έφερε το όνομα “Phobos”. Ποιοτικά ήταν το καλύτερο άλμπουμ που είχε επιδείξει η μπάντα τα τελευταία χρόνια, με την μουσική του Denis D’Amour, να είναι πλέον πιο ψυχεδελική, heavy και εφιαλτική, πλησιάζοντας επικίνδυνα την πεμπτουσία του “Dimension Hatröss”.
Λόγω ενός ατυχήματος, ο Eric, αδυνατούσε να ακολουθήσει την υπόλοιπη μπάντα και είχε έρθει πλέον η ώρα για κάποιες σοβαρές αλλαγές στην σύνθεση του γκρουπ. Το ημερολόγιο έδειχνε το σωτήριον έτος 2002, όταν και ανακοινώθηκε ότι ο “Snake” επιστρέφει στο συγκρότημα, λαμβάνοντας και πάλι θέση πίσω από το μικρόφωνο των VOIVOD. Ένα χρόνο αργότερα, συμπληρώθηκε και η άδεια θέση του μπασίστα, από τον Jason Newsted (aka “Jasonic”), ο οποίος είχε πρόσφατα αποχωρήσει από τους METALLICA.
Μια νέα ελπιδοφόρος εποχή για τους VOIVOD φαινόταν να ξεκινά. Το ομώνυμο άλμπουμ του γκρουπ, “Voivod” κυκλοφορεί και αποτελεί το τέλος του concept του “Away”, με τον λόρδο βαμπίρ, Voivod, να πολεμά τον θεό του, πριν αναπαυθεί αιώνια. Η μουσική του άλμπουμ δεν περιέχει πολλούς πειραματισμούς, είναι άμεση, και ποιοτικώς κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα.
|
Το συγκρότημα μετά από κάποιες ζωντανές εμφανίσεις, μπαίνει σχεδόν αμέσως στο studio, και πιο συγκεκριμένα στο τέλος της άνοιξης του 2005, προκειμένου να ετοιμάσει το επόμενο άλμπουμ, το οποίο θα ονομάζεται “Katorz”, που είναι μια εναλλακτική γραφή της λέξης ‘quatorze’, που σημαίνει 14 στα Γαλλικά, μιας και αυτό θα είναι ο 14ος δίσκος των VOIVOD. Δυστυχώς όμως η μοίρα είχε άλλη άποψη. Στις αρχές του καλοκαιριού, διαγνώστηκε πως ο Denis D’Amour έπασχε από καρκίνο του εντέρου, ο οποίος βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο. Δύο μήνες αργότερα, την Παρασκευή 26 Αυγούστου 2005, ο “Piggy” άφησε την τελευταία του πνοή, και αφού είχε πέσει σε κόμμα 24 ώρες πριν, στην μονάδα εντατικής θεραπείας, σε νοσοκομείο του Montreal. Κηδεύτηκε στην γενέτειρά του, Jonquiere του Quebec, σε ηλικία 45 ετών.
Ο Denis πριν ‘‘φύγει’’, άφησε πίσω του, μεγάλο αριθμό ηχογραφημένων μερών στον προσωπικό του υπολογιστή και εξουσιοδότησε τους υπόλοιπους στο συγκρότημα να κυκλοφορήσουν το υλικό αυτό σε άλμπουμ. Έτσι οι VOIVOD συνεχίζουν να υφίστανται προς το παρόν, αλλά όπως είναι προφανές έχουν ημερομηνία λήξης, και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς μιας και το γκρουπ, όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, δεν μπορούν να ζήσουν επί μακρόν εάν τα πιο ζωτικά τους όργανα λείπουν. To album αυτό τελικά κυκλοφορεί, με τον τίτλο “Infini” και φαντάζει ως το πιο ιδανικό τέλος αυτής της όμορφης μουσικής ιστορίας.
![]() |
Ο εκλιπών υπήρξε ίσως ο πιο ρηξικέλευθος και ριζοσπαστικός κιθαρίστας στον metal γαλαξία, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια μουσική κληρονομιά, που επηρέασε πολλές, ακραίες κυρίως, metal μπάντες. Πλέον είναι κάπου ψηλά στα αστέρια, και παρέα με τον λόρδο “Voivod” να του λέει ιστορίες για τις περιπέτειες του στο διάστημα, θα καταστρώνει το metal του μέλλοντος, όπως έκανε και όταν πάταγε στη Γ
R.I.P. PIGGY
Κείμενο: Θανάσης Μπόγρης