metal.team











Όταν καλείσαι να κάνεις αφιέρωμα στους άρχοντες του μελωδικού death metal, CARCASS, παρουσιάζοντας το καλύτερό τους album, η ψυχρή λογική που σε κυριεύει σε πρώτη φάση, σου υπαγορεύει μία και μόνο επιλογή που δεν είναι άλλη από τον ογκόλιθο, που κυκλοφόρησε το γκρούπ το 1993, το “Heartwork”. Η επιλογή αυτή βέβαια θα ήταν και η προφανής, μιας και με την κυκλοφορία αυτού του album, οι CARCASS απογειώθηκαν σε εμπορικό και καλλιτεχνικό επίπεδο, καθώς και καθιερώθηκαν σαν μία μεγάλη δύναμη στο μουσικό στερέωμα, αλλά και στις συνειδήσεις των οπαδών της metal μουσικής. Επειδή όμως όλα όσα προαναφέρθησαν δεν έγιναν εντελώς ξαφνικά, αλλά προηγήθηκαν διάφορες καταστάσεις και γεγονότα, στο αφιέρωμα αυτό θα διαβάσετε για τον προκάτοχο του “Heartwork”, εξαιτίας του οποίου η ροή των πραγμάτων διαμορφώθηκε έτσι όπως την γνωρίζουμε σήμερα και δεν είναι άλλο από το “Necriticism-Descanting The Insalubrious”, του 1991.


Οι CARCASS μέχρι το 1991 και την στιγμή της κυκλοφορίας του “Necriticism...”, είχαν προλάβει να φέρουν τα πάνω κάτω στην death metal σκήνη, όχι τόσο με την μουσική τους, η οποία μέχρι τότε μπορεί να ήταν πολύ καλή, αλλά δεν παρουσίαζε κάτι το πρωτοποριακό. Αυτό που είχε προκαλέσει αίσθηση ήταν η θέματολογία των στίχων τους, στις πρώτες δύο τους κυκλοφορίες, που ναι μεν ακολουθούσε το splatter μοτίβο που συνήθιζαν τα γκρούπ του ιδιώματος να χρησιμοποιούν, αλλά σε ένα άλλο επίπεδο από αυτό των γνωστών zombie/ gore καταστάσεων. Οι τρείς νεαροί από το Liverpool, είχαν την φαεινή ιδέα να χρησιμοποιήσουν όρους από ένα επιστημονικό λεξικό ιατροδικαστικού περιεχομένου, που μόλις είχαν αγοράσει, με αποτέλεσμα να ψαρώσει το σύμπαν και σε συνδυασμό με το οπτικό υλικό που χρησιμοποιούσαν στα album τους και το οποίο συμβάδιζε με την θεματολογία των στίχων, κατάφεραν να χτίσουν τον μύθο και το status του γκρούπ, στα περιορισμένα όμως όρια του underground. Μόλις κατάλαβαν ότι ήταν έτοιμοι για την υπέρβαση, προσέλαβαν έναν άγνωστο μέχρι τότε Σουηδό, εν ονόματι Michael Amott, σαν δεύτερο κιθαρίστα και μπήκαν στα Amazon Studios, για να ηχογραφήσουν τον τρίτο τους δίσκο, που δεν είναι άλλος από το “Necriticism...”.


Ο δίσκος κυκλοφορεί τον Οκτώβριο του 1991 και το αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από κορυφαίο. Η κίνηση του γκρούπ να προσλάβει δεύτερο κιθαρίστα αποδεικνύεται σοφή, μιας και η χημεία που ακούγεται να υπάρχει, κατά την διάρκεια των κομματιών, χαρίζει στο album μια ιδιόμορφη μοναδικότητα, που πολλά γκρούπ θα σκότωναν για να την διαθέτουν, έστω και στο 1% επί του συνόλου. Με μια πιο προσεκτική ματιά στη μουσική μπορούμε να παρατηρήσουμε στοιχεία από πολλά παρακλάδια του metal, όπως το death, το thrash, το doom ή το grind, όλα παντρεμένα μεταξύ τους με περισσή μαεστρία και φιλτραρισμένα κάτω από το φάσμα του μέχρι τότε ύφους του γκρούπ. Τα γρήγορα και τεχνικά riffs, συναντούν τα βιρτουόζικα solos, κάνουν παρέα στα groovy σημεία και όλα μαζί περιβάλλουν με (στ)οργή τα grind περάσματα. Το “Necriticism...” δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μεγάλο χωνευτήρι, όπου όλα του τα συστατικά βρίσκονται σε χειρουργικής ακρίβειας αναλογίες και θέσεις μέσα στη δομή των κομματιών, κάνοντας το album να ακούγεται τόσο φρέσκο, όσο και να μην θυμίζει τίποτα που να έχει κυκλοφορήσει προηγουμένως. Χωρίς υπερβολή μνημειώδες.


Στον στιχουργικό τομέα, το κουαρτέτο πλέον, διαφοροποιείται αισθητά σε σχέση με το παρελθόν, χωρίς να μεταβάλλει όμως την κεντρική ιδέα πίσω από τους στίχους. Με άλλα λόγια, έχουμε στίχους που σοκάρουν, αλλά πλέον είναι γραμμένοι κάτω από ένα πρίσμα φλεγματικού, κυνικού, μαύρου χιούμορ, που προδίδει στεγνά την καταγωγή των, χορτοφάγων κατά τα άλλα, μελών του γκρούπ (...εξαιρείται ο Σουηδός εννοείται). Έτσι έχουμε στίχους γεμάτους από ιατροδικαστικές ορολογίες που προτείνουν πως να χρησιμοποιηθούν ανθρώπινα υπολείμματα σαν λίπασμα (Inpropagation), πως να φτιαχθεί κόλλα από ανθρώπινο λίπος (Incarnated Solvent Abuse), πως να φτιαχθούν χορδές κιθάρας πάλι από ανθρώπινα υπολείμματα (Carneous Cacoffiny), πως μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν φαγητό για κατοικίδια ζώα, υπολείμματα νεκρών ανθρώπων (Pedigree Butchery) ή τι μπορεί να συμβεί μέσα σε ένα χειρουργείο, όταν του ιατρικού τίμ ηγείται ένας πρωτάρης γιατρός (Forensic Clinicism). Γενικώς, απ’οτι αντιλαμβάνεται εύκολα κάποιος, η στιχουργικώς περιρρεόυσα ατμόσφαιρα, παραπέμπει σε χαμό στο ίσιωμα.


Οι CARCASS δυστυχώς διαλύθηκαν το έτος 1995, λόγω δυσάρεστων καταστάσεων που δημιουργήθηκαν στις τάξεις του συγκροτήματος, και είχαν τις πηγές τους στον άσχημο τρόπο με τον οποίο μεταχειρίστηκαν το γκρούπ οι δισκογραφικές του εταιρίες. Μετά την διάλυση του γκρούπ, τα μέλη τους ακολούθησαν ξεχωριστές μουσικές διαδρομές, με τον Michael Amott να ιδρύει και να προσφέρει μουσικά μέσω των Spiritual Beggars και Arch Enemy. Ο μεν Bill Steer ίδρυσε τους Firebird, ενώ οι δε Jeff Walker και Ken Owen σχημάτισαν τους Blackstar. Αξίζει να σημειωθεί η σοβαρη περιπέτεια υγείας που πέρασε το 1999 ο Ken Owen, ο οποίος λόγω ενός εγκεφαλικού ανευρίσματος, υπέστει εγκεφαλική αιμορραγία, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε κώμα για 10 μήνες, πριν υποβληθεί σε καθοριστικής σημασίας για τη ζωή του, χειρουργική επέμβαση. Η επέμβαση κρίθηκε επιτυχής, αλλά είχε μεγάλες παρενέργειες, μιας και ο Ken Owen δεν μπορούσε να περπατήσει και ταλαιπωρούνταν από απώλεια μνήμης. Μετά από πέντε χρόνια έχει σχεδόν ανακάμψει ολοκληρωτικά. Οι CARCASS εν έτει 2008, έχουν επανενωθεί και οργώνουν τα καλοκαιρινά festivals, χωρίς τον Ken Owen επί σκηνής, για ευνόητους λόγους, περνώντας και από την χώρα μας, δίνοντάς μας την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ένα θρυλικο συγκρότημα από κοντά, σε μια ιστορική στιγμή για το ίδιο.


Line-up: Jeff Walker (bass, vocals) * Bill Steer (guitars, vocals) * Michael Amott (guitars) * Ken Owen (drums, vocals)


Discography: Reek Of Putrefaction (1988) * Symphonies Of Sickness (1989) * Necriticism-Descanting The Insalubrious (1991) * Heartwork (1993) * Swansong (1995)

Θανάσης Μπόγρης

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured