Τελικά αποδείχθηκε ότι η ειδική εμφάνιση των Opeth τέσσερις μέρες πριν μόνο σαν 'ζεσταματάκι' μπορεί να χαρακτηριστεί μπροστά σε όσα εκτυλίχτηκαν το βράδυ της 29ης Σεπτεμβρίου στο London Scala. Εκείνο το βράδυ λοιπόν, η ευρωπαική περιοδεία των Nevermore με support τους Arch Enemy θα πέρναγε από Λονδίνο. Και επειδή στην Αγγλία οι Σουηδοί πουλάνε αρκετά παραπάνω από τους Αμερικάνους, στην συγκεκριμένη συναυλία, οι ρόλοι headline-support είχαν αντιστραφεί. Που λέει ο λόγος δηλαδή, διότι όσο και αν προσπάθησαν οι Arch Enemy, η εμφάνιση των Nevermore (και με θαμμένα τύμπανα και ξενό kit) ήταν αυτό που λέμε 'εκτυφλωτική'.
Αφού ακούσαμε τα 'Appettite for Destruction' και 'Back in Black' στιβαγμένοι μπροστά μπροστά ψάχνοντας την ευκαιρία να 'βρούμε κάγκελο', το κορυφαίο metal συγκρότημα του σήμερα, οι Nevermore δηλαδή, μας τίναξε τα μυαλά στον αέρα. Οι μνήμες από την διπλή εμφάνιση στο Ρόδον το Μάρτιο του 2001 δεν λέγανε να ξεθωριάσουν τόσο καιρό, και μια επιπλέον 'ανανέωση' ήταν ό,τι έπρεπε.
Για τους γνώστες του σχήματος, μια απλή ανάγνωση του setlist είναι αρκετή για να αντικατοπτρίσει τα όσα απίστευτα έλαβαν χώρα στη μία ώρα που βρέθηκαν στη σκηνή ο Warrel Dane και η παρέα του...Παρέα, που εκτός του άρχοντα των riffs Jeff Loomis, του Van Williams και του Jim Sheppard, περιλάμβανε και τον Steve Smyth των Testament στη δεύτερη κιθάρα. Βαθιά ανάσα: "Engines of hate", "Inside four walls", "Never purify", "Lost", "Narcosynthesis", "Ambivalence", "Enemies of reality", "The river dragon has come", "Seven tongues of God" και "Sound of silence". Όπως καταλαβαίνετε εσείς οι γνώστες, το σχήμα εξαπέλησε πραγματική επίθεση, επιλέγοντας τα πιο συναυλιακά και χύμα κομμάτια του, αφήνοντας έξω οτιδήπωτε mid-tempo ή μπαλάντα. Πραγματικά η επιλογή των κομματιών ήταν αψεγάδιαστη και εφόσον συνοδεύτηκε και από εξίσου άπιαστες εκτελέσεις και στουντιακό κιθαριστικό ήχο, καθίσταται σαφές ότι οι Nevermore πήραν κεφάλια. Κεφάλια πήραν φυσικά και οι δεκάδες οπαδοί οι οποίοι ύστερα από προσκλήσεις του Dane, ανέβαιναν στη σκηνή και εν συνεχεία βούταγαν προς το κοινό. Η διαδρομή από την ελεγεία στο thrash είναι πολύ μικρή όταν έχεις έναν ψυχάκια σαν τον Dane στο μικρόφωνο.
Για τους μη γνώστες του σχήματος, για εκείνους που οι τίτλοι των παραπάνω κομματιών δεν λένε τίποτα, για εκείνους που θεωρούν τους Nevermore δύσπεπτους, ας σημειωθεί απλά ότι τίποτα το πραγματικά ριζοσπαστικό στην ιστορία της μουσικής δεν ήταν ποτέ εύπεπτο. Και δώστε βάση στην έννοια 'πραγματικά ριζοσπαστικό', για να διαπιστώσετε ότι ακόμα και ορισμένα μεγαθήρια της μεταλλικής ιστορίας κάθε άλλο παρά ριζοσπαστικά ήταν. Συνεπώς έχουμε να κάνουμε με κάτι το σπάνιο. Σπάνιο, διότι πόσες φορές έχετε πραγματικά νιώσει ριζοσπαστική μουσική να ξυπνάει ανεξερεύνητα συναισθήματα μέσα σας. Συναισθήματα εκρηκτικά αλλά ταυτόχρονα απολύτως ανθρώπινα (όχι ζωώδη δηλαδή), τα οποία είναι ελεγχόμενα και απελευθερώνονται μόνο όταν ο Dane 'πετάει' αρμονίες πάνω στα ιδιοφυή riffs του Loomis που με τη σειρά του βασίζονται σε μια εξαιρετικά ευέλικτη πλατφόρμα από τους Williams και Sheppard.
![]() |
Χαμογελάγαμε σαν χαζοί αφότου οι τύποι από το Seattle άφησαν τη σκηνή. Χαμογελάγαμε σκεφτόμενοι τη έκφραση στο πρόσωπο του Kelly Gray (ex-Queensryche) στο studio κατά την παραγωγή του 'Enemies of Reality'. Και σκεφτόμενοι ότι δεν μας έμενε παρά μια τελειωτική βολή από ένα άλλο συγκρότημα του οποίου η ταυτότητα αναγνωρίζεται πολύ μα πολύ εύκολα. Το ενδιάμεσο διάλειμμά ήταν κουραστικό, αλλά όταν οι Arch Enemy πάτησαν το σανίδι του Scala, όλα πήραν το σωστό δρόμο. Κατ'αρχήν ο ήχος ήταν άψογος, καλύτερος από τους Nevermore στα τύμπανα, ενώ η μίξη των κιθάρων με την φωνή της Angela Gossow ήταν άψογη, δημιουργώντας ένα παχύ στρώμα επιθετικότητας πάνω από τα κεφάλια μας. Έγινε σαφές ότι οι Iced Earth κοροίδευαν το κόσμο με το ήχο-κονσερβοκούτι που είχαν παρουσιάσει στο Scala τον Ιανουάριο του 2002, και ότι δεν ήταν θέμα του venue.
![]() |
Όπως και στην περίπτωση του Mikael Akerfeldt, έτσι και εδώ, η Angela Gossow είναι απολαυστική όταν "τραγουδάει" ζωντανά. Φαντάζει απίστευτό πως ένας μικροσκοπικός άνθρωπος γυναικείου φύλλου βγάζει τόση ενέργεια και οργή. Εντάξει, είναι τελείως αφύσικο για μια γυναίκα, αλλά ποιός λέει ότι η καλλιτεχνική έκφραση προέρχεται πάντα από ισορροπημένα άτομα. Η ουσία είναι ότι οι Arch Enemy βρίσκονται στη κορυφή του ευρωπαικού death metal, όχι μόνο λόγω ιδιαιτερότητας των φωνητικών, αλλά και λόγω της all-star φύσης της μπάντας, που επιδρά τόσο στο συνθετικό, όσο και στο εκτελεστικό τομέα. Αν εξαιρέσουμε τα προβλήματα με το Rickenbacker του Sharlee D'Angelo, το live κύλησε ρολόι. Μαζί κυλούσε και ιδρώτας από ένα κοινό που ήρθε αντιμέτωπο με τα: "Silent wars", "Heart of darkness", "We will rise", "Bury me an angel", "Savage messiah", "Immortal", "Dead eyes see no future", "Behind the smile", "Bridge of destiny", "Enemy within", "Dead bury their dead", και το "Ravenous" ως encore. H κατάσταση φώναζε ότι το σχήμα δεν είχε προβάρει για headline εμφανίσεις, γι'αυτό και δεν έπαιξε σημαντικά παραπάνω από τους Nevermore. Αίσθηση προκάλεσε η επιλογή αρκετών κομματιών από την (μέτρια) προ-Gossow περίοδο του σχήματος.
![]() |
Εν κατακλειδι, το δίδυμο Amott είναι πραγματικά άπαιχτο και η προσωπική εκτίμηση του γράφοντος είναι ότι στον Mike Ammott ταιριάζει πολύ περισσότερο η προσέγγιση των Arch Enemy από εκείνη των Spiritual Beggars. Kαι ο συνδυασμός με το "σουηδικό" drumming του Daniel Erlandsson αυξάνει την επιθετικότητα αλλά ταυτόχρονα αφήνει και χώρο στις κιθάρες. Αν και βέβαια, αν είναι κάτι που τραβάει τη προσοχή και εντυπωσιάζει, είναι το πάντρεμα με τα –απίστευτης προέλευσης- φωνητικά.
Οι Nevermore και oι Arch Enemy ανήκουν στην αφρόκρεμα του σύγχρονου σκληρού ήχου. Και το απέδειξαν έμπρακτα. Αν και για να υπάρχει απόλυτη ειλικρίνεια, οι Nevermore φαίνονται να παίζουν στην δική τους κατηγορία...Εδώ και καιρό...