metal.team





















‘Οταν έχουμε να κάνουμε με hard rock συγκρότημα το οποίο θεωρητικά υπάρχει 35 χρόνια, ενώ η πρώτη του κυκλοφορία τοποθετείται το 1972, όταν το ίδιο αυτό συγκρότημα έχει βάλει ένα αρκετά μεγάλο «λιθαράκι» στο οικοδόμημα του heavy metal (λέγε με “Blackout” 1982), όταν έχει παίξει μπροστά σε 200 και 300 χιλιάδες κόσμο σε πρώην Σοβιετική Ένωση (εν μέσω ψυχρού πολέμου) και Nότια Aμερική (Rock in Rio 1985) αντίστοιχα, όταν ...όταν ...όταν ...και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.

Όταν λοιπόν έχουν συμβεί όλα αυτά και πολλά, μα πολλά άλλα, το όνομα του συγκεκριμένου συγκροτήματος προκαλεί δέος και θαυμασμό. Γιατί όπως και να έχει, η ιστορία γράφεται και δεν διαγράφεται. Τα διάφορα καραγκιοζιλίκια των Scorpions τη δεκαετία του 90 δεν είναι ικανά να σκεπάσουν τις μέρες δόξας αλλά και προσφοράς στη μουσική.

Αυτά που είδαμε στο Σ.Ε.Φ τη Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2001 επιβεβαίωσαν την ακόλουθη άποψη του υπογράφοντος (και όχι μόνο): Οι Scorpions δεν είναι ένα συγκρότημα. Άλλοι ήταν οι Scorpions Michael Schenker, άλλοι του Uli John Roth, άλλοι το mega-συγκρότημα των mid-80’s και άλλοι οι φλωρο-κουλτουριάρηδες των 90’s. Η εκδοχή που οι σοβαροί οπαδοί θέλουν να θυμούνται είναι εκείνη των 80’s που φυσικά ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 70, με φανερή την επίδραση των M.Schenker και Roth.

Οι πιο παρατηριτικοί από τα περίπου 5-6000 άτομα που παρεβρέθησαν, με τη είσοδο τους στο στάδιο θα πρόσεξαν την γυμνή από ενισχυτές σκηνή και τα διάφορα ταμπούρλα, ντέφια, ξυλόφωνα, πίπιγκες, γκάιντες, μπουζούκια, μπαγλαμάδες, ακορντεόν, άρπες, τούμπες, τρομπόνια, κλαρίνα κλπ. Όχι ακριβώς έτσι, αλλά η πιο rock μερίδα του κοινού μάλλον ανησύχησε βλέποντας ακουστικές κιθάρες να περιφέρονται στο soundcheck ανάμεσα στο hammond και στα ταμπούρλα-ντέφια και έχοντας στο νου τις ελλειπείς πληροφορίες σχετικά με το αν θα ήταν unplugged το show ή όχι.





















“Loving you Sunday morning” με μισή ώρα καθυστέρηση, ντού κοντά στη σκηνή και ποικίλες αντιδράσεις. Μεταλλάδες χτυπιόντουσαν, κοριτσάκια κλαιγόντουσαν, φωτοβολίδες καιγόντουσαν, φλωράκια απλώς τραγουδούσαν, «βαριοί και ασήκωτοι» απλώς κοιτούσαν, όλοι πάντως γλεντοκοπούσαν. Καπάκι “Bad boys running wild”. Ολέεεεε. Φουλ ηλεκτρικές οι τέσσερις πρώτες εκτελέσεις και πολύ σωστά για να ανάψει λίγο ο κόσμος.

Στη μέση του “The zoo” o εξαιρετικά φλύαρος Klaus Meine καλωσορίζει τους διάφορους οργανοπαίχτες καθώς και τρείς κότες με τα “ooooooo” και τα “aaaaahhhh” τους. Όλοι μαζί είχαν ένα καθήκον για τη συνέχεια: να προσβάλουν την ιστορία των Scorpions απλώς και μόνο για να διατηρήσουν το ξεφτιλέ-εμπορικό τους χαρακτήρα. Mας ξενέρωσαν παίζοντας τα “When live kills love”, “You and I” και να προσέβαλαν και εμάς και τους εαυτόυς τους τους ίδιους "εκτελώντας" το “Rhythm of love” και ευνουχίζοντας το “Holiday”. Ειδικά το δεύτερο παρουσιάζει πλήρως την παρακμή της μάπας “Acoustica” καθώς κατάφεραν να το μετατρέψουν σε χαβανέζικο τραγουδάκι. Τέτοια διαστρέβλωση ρυθμού δεν έχει ξαναγίνει.

Κατάφεραν να εισπράξουν και κάμποσα «γιούχα» όταν αφιέρωσαν το “Send me an angel” στους αμερικάνους. Χίλιες φορές να συμπαραστεκόμαστε στη μάχη εναντίον τέτοιων χτυπημάτων και να τα καταδικάζουμε. Αλλά το να τα χρησιμοποιούμε με τόσο γλειώδη τρόπο για να αυτοπροβληθούμε είναι απαράδεκτο. Και αυτό έκαναν εν μέρει οι «Σκορπιοί» με τα διάφορα “God bless America”. Ειδικότερα ο νέος drummer James Kottak (γεννηθείς στο San Fransisco) αντιμετωπίστηκε με χλευασμό όταν έλεγε τα διάφορα, ανάμεσα στο «μεταλλικό» και «διπλομποτίστικο» drum solo του. Βέβαια, ακραίες και οι αντιδράσεις του κοινού, καθώς μέχρι ένα σημείο το σχήμα είχε δίκιο. Απλά ο τρόπος έκφρασης ήταν πράγματι τραβηγμένος. Γενικότερα ο Meine φάνηκε πολύ φλύαρος και αρκετά υποκριτής. Σκηνική παρουσία Scorpions για τα μπάζα. Όλο “you know this and you know that and…we love you”.





















Πώπω γκρίνια. Και θα ήταν ένα review μόνο γκρίνια. Αλλά επειδή τόσα χρόνια στο κουρμπέτι ξέρουν τί τους γίνεται, ξαναγυρίσαν το set σε ηλεκτρικό και επανέφεραν τις ισοροπίες. Αρκετά τζούφιο ακούστηκε το “Tease me, please me”, τα πράγματα στη θέση τους με το “Big city nights”. Το κοινό τραγουδάει σε σωστούς ρυθμούς και όχι κλαψιάρικους. Κόλαση και ατελείωτο headbanging στο “Blackout”. Ο Rudolf Schenker μοιάζει ο απόλυτος κυρίαρχος. Και φυσικά, μεταλλική έκσταση στο “Coming home” όπου η ατμόσφαιρα ήταν πλέον καθαρά heavy metal. Όλα στο κόκκινο. Επιτέλους. Μας τσίμπησαν οι σκορπιοί.

Η συνέχεια περιλάμβανε μια ακουστική εκδοχή του “Still loving you” όπου πέρα από την αναμενόμενη έλλειψη όγκου στον ήχο, διαπιστώσαμε ότι ο 53χρονος Meine δεν τραγουδάει όπως παλιά. Ξερό το chorus, με το “youuu” να μην τραβιέται όπως πρέπει, αλλά να πετσοκόβεται. Κρίμα. Συνέχεια με το “Wind of change” (σ.σ.: η σπαστική φωνή της 16χρονης «κνήτισας» που στρίγγλιζε δίπλα μου έκανε ακόμα πιο βασανιστική την ακρόση του κομματιού που αγαπήθηκε αρχικά, αλλά μισήθηκε στη συνέχεια από πολλούς -και για πολλούς λόγους) και φάνταζε εφιαλτικό να τελειώσει η συναυλία με μια ισχυρή δόση ξεπουλήματος.

Αλλά όχι. “We are not going away unless we rock you like a hurricane”, ή κάτι τέτοιο ξεφώνησε ο Meine και ο κόσμος στη αρένα (που λέει ο λόγος) του Σ.Ε.Φ. έσκασε σαν ηφαίστειο. Φοβερές καταστάσεις και γενικότερος πανζουρλισμός με πρωτοστάτες όσους φορούσαν μεταλλικά κοντομάνικα άλλα όχι μόνο. Χαμός. Χαρτάκια από την οροφή, φώτα, καπνογόνα, σπρωξίματα, headbanging, τραγούδι, χοροπηδητό, όλα μαζί συνέθεσαν το αποκορύφωμα της βραδιάς. Όλα τα λεφτά.

Φέυγοντας από το show με το ακριβό εισιτήριο (10000 και 14000 ...έλεος!) αλλά με την υπερτίμια διάρκεια (2 ώρες και 15 λεπτά), έχουμε συνειδητοποιήσει ότι το σχήμα (ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση του Francis Buchloz από τη θέση του μπασίστα) έχει ξεπουληθεί αλλά δεν παύει να είναι ζωντανό μνημείο της rock, hard rock και ίσως metal μουσικής. Αν σεβόταν λίγο περισσότερο τον εαυτό του αλλά και τους σκεπτόμενους οπαδούς του....

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured