metal.team

Σταυρώναμε τα δάχτυλά μας οι περισσότεροι όταν μάθαμε για την διόλου ευκαταφρόνητη σύνθεση του Rockwave 2001. Τρία συγκροτήματα κορυφής και διαγαλαξιακού βεληνεκούς θα μας περίμεναν την «μεταλλική ημέρα», ενώ όπως περιμέναμε και διαπιστώσαμε, οι παραφωνίες που ακούνε στα ονόματα Rotting Christ (ήμαρτον) και Cradle of Filth δεν μας χαλάσανε το κέφι.

Ας τα πάρουμε από την αρχή. Η προσέλευση των 10.000 (μάλλον περισσότεροι μετά τα δίαφορα «ντου» που έγιναν) που θα παρακολουθούσαν το festival ξεκίνησε τόσο νωρίς που έπιασε στον ύπνο τους οργανωτές που είχαν ορίσει τις 5 μμ. ως την ώρα που ανοίγουν οι πόρτες. Και γύρω στις 5.05 στην σκηνή ανέβηκαν οι Less than Human για τους οποίους δεν μπορώ να γράψω τίποτα, καθώς ούτε είχα ξανακούσει τίποτα και ούτε άκουσα λόγω διαφόρων προ-συναυλιακών δραστηριοτήτων. Αν κρίνω από τις αντιδράσεις του κόσμου και από το τελευταίο κομμάτι, μάλλον καλά τα πήγαν.

Σειρά είχε το «καμάρι» (ουφ) του ελληνικού metal και κορυφαίος εκπρόσωπος της χώρας στο εξωτερικό. Για να προλάβω τις όποιες παρεξηγήσεις, δεν έχω γράψει ποτέ έστω και ένα θετικό σχόλιο για black metal καταστάσεις και ούτε πρόκεται να το κάνω τώρα, παρόλο που η μουσική του εν λόγω συγκροτήματος έχει μια ποικιλομορφία και αυτό φάνηκε από το setlist. Για να πούμε τα πράγματα στρωτά και όχι μασημένα, το σχήμα αυτό εκπροσωπεί πλήρως τη μιζέρια της ελληνικής σκηνής στο εξωτερικό και η επιλογή του ονόματός του και μόνο αποτελεί ντροπή για την Ελλάδα. Και αν αρκετοί δεν ασπάζονται αυτή την άποψη, ευτυχώς λίγοι έδειξαν να τους υποστηρίζουν όπως φάνηκε από τη αστεία συμμετοχή του κοινού.

Κάπου εδώ άρχισαν να ανεβαίνουν οι παλμοί με τη σκέψη και μόνο ότι το σανίδι θα υποδεχόταν τους μεγάλους Savatage. Αλήθεια, πόσο συχνά βλέπουμε τόσο ψυχωμένες ερμηνείες; Το συγκρότημα έχει το ταλέντο να χτυπάει περισσότερο τη συναισθηματική πλευρά του ακροατή παρά τη ζωώδη (βλ. προηγούμενο και επόμενο συγκρότημα) πράγμα που συγκαταλέγει τις εκτελέσεις τους στο κόσμο της μουσικής ως τέχνη και όχι ως εκτόνωση.

Ένα best-of αποτελεί πάντα μια σίγουρη λύση για ένα σχήμα σε ρόλο support και στην περίπτωση των Savatage οδήγησε σε ντελίριο ενθουσιασμού από ένα κοινό που ζούσε το κάθε κομμάτι. “Sirens”, “Strange wings” (καταστάσεις στα πρόθυρα της λιποθυμίας) “Of rage an war”, “Commissar”, “Edge of thorns”, “Gutter bullet” (η εικόνα του αρχικού riff με Caffery, Frost, Middleton, Jiniya να χοροπηδάνε ρυθμικά έχει πλέον μείνει χαραγμένη στη μνήμη πολλών), “Wake of Magellan” (καταστάσεις πέραν της λιποθυμίας), “Believe” (συγκινητικός ο πρόλογος από τον Jon Oliva ο οποίος το αφιέρωσε στον αδερφό του και ανέλαβε τα φωνητικά), “Chance”, “Hall of the mountain king”(ποιός είμαι-που βρίσκομαι). Τώρα που το σκέφτομαι, οι Savatage ήταν 10/10. Δεν μπορούσαν να ήταν καλύτεροι. Τι παραπάνω να ζητήσει κανείς; Τίποτα το σπουδαίο ο καινούργιος τραγουδιστής, αλλά όταν έχεις τον αυτοκράτορα Jon Oliva να τραγουδάει ντουέτο ή και μόνος του, τότε απλά καταφέρνεις να βραχνιάσεις σε χρόνο μηδέν.

Φοβερός πραγματικά ο ηγέτης του σχήματος, έκλεψε φυσικά τη παράσταση για τις απίστευτες γριμάτσες που έκανε πίσω από τα Korg αλλά και για τον τρόπο που δείχνει ότι ζει και αναπνέει για το σχήμα. Κρίμα που είναι μάλλον υποτιμημένο συγκρότημα.

Τί μάλλον; Σίγουρα είναι όταν κάποιοι έξυπνοι τους βάζουν κάτω από το συγκρότημα που συνδυάζει ήχους πλυντηρίου ρούχων, «κομπρεσέρ» και turboprop της Ολυμπιακής και καταφέρνει να πουλάει δίσκους, και μάλιστα πολλούς. Η παρακμή και η εξαθλίωση φαίνεται ότι δεν έχει όρια ούτε στο heavy metal, ενώ αν είχε, αυτοί οι καραγκιόζηδες και πρώτο και καλύτερο Χατζιαβάτη τον Dani Filth, τα έχουν ξεπεράσει. Κάναμε τη βόλτα μας στα διάφορα stands, όσο πιο μακρυά γινότανε από τη σκηνή του αίσχους και το μόνο που ακουγότανε ήταν ο σφαιράτος drummer και ο φευγάτος Dani. Κιθάρες αραιά και μόνο αν πλησίαζες τη σκηνή, όχι για άλλο λόγο, απλά για διαπιστώσεις τη ξεφτίλα του να ανεβάζουν strip girls στη σκηνή. Ουστ! Φαιδροί, αστοιχείωτοι, καταστροφείς της εικόνας του ποιοτικού metal, αλήτες, σατανιστές, πορνοανώμαλοι, πρεζόνια. Αδειάστε μας τη γωνιά. Πάλι καλά που ο κόσμος δείχνει να καταλαβαίνει και τους φιλοδώρησε με περίπου 40 μπουκάλια με τραγικά πάντως ποσοστά ευστοχίας καθώς μόνο 2 βρήκαν στόχο.

Ωραίααααα! Ξεμπερδέψαμε πλέον και η επιχείρηση «ντού μπροστά για Megadeth» περνάει από τη θεωρία στη πράξη. Το “Dread and the fugitive mind” οδηγεί το κοινό σε ένα απίστευτο-ακόμα και για ελληνικά δεδομένα-moshing το οποίο οδήγησε πλήθος κόσμου στο χώμα και τους υπόλοιπους σε πελάγη ευτυχίας. Είναι κολοσσοί οι Megadeth. Και φαίνεται και από τη συμπεριφορά επί σκηνής. Λίγο μας τα χάλασε ο ήχος καθώς το μπάσο του Ellefson ήταν από τα τα πιο βαριά που έχω ακούσει ποτέ, ενώ σε συνδυασμό με τα βαρβάτα drums συχνά κάλυπτε τα πάντα. Καθαρός μεν ο ήχος, αλλά με λάθος μίξη.

Μασάμε; Εννοείται πως όχι, γι’αυτό και στο “Peace sells” το moshing έφτασε σε επίπεδα παρεξηγήσεως ενώ το ξύλο που έπεσε άφησε σημάδια-ψυχικά και σωματικά. Κόλαση στη κυριολεξία επικρατούσε, ειδικότερα μπροστά στη σκηνή, ενώ όταν άναψε μια φωτοβολίδα, τα βλέμματα του μελών της μπάντας ήταν για πολλά γέλια. Τρόμαξαν οι άνθρωποι με τα μυαλά που κουβαλάμε και αντάλλασαν αμήχανα εώς φοβισμένα βλέμματα ενώ παίζανε. Τί παίζανε; Εδώ που τα λέμε, λίγο περίεργο setlist. “Symphony of destruction”, “Trust”, Sweating bullets”, “In my darkest hour”, “Moto psycho”, αλλά έλειψαν μερικές κλασσικές στιγμές. Μπορεί και να είναι η ιδέα μου διότι ο κόσμος δεν χαμπάριασε και ο πανζουρλισμός συνεχίστηκε μέχρι τελικής πτώσεως.

Highlight και η “flying W” κιθάρα του Mustaine, για να παίξει το....Δε θυμάμαι. Λίγα πράγματα θυμάμαι. Αυτό που θα θυμάμαι είναι ότι οι Megadeth είναι σχήμα μεγατόνων. Αυτό είναι το σωστό metal.

Και είναι μερικά σχήματα που μπορούν να χρεωθούν μέχρι και την ανακάλυψη αυτού του «σωστού metal». Είναι μερικά σχήματα των οποίων το όνομα και μόνο προκαλεί δέος. Φανταστείτε λοιπόν τί γίνεται όταν ένα τέτοιο σχήμα σκάει μύτη για πρώτη φορά στην Ελλάδα, εστώ χωρίς τον original frontman του. “Judas Priest live” και τα μυαλά στα κάγκελα. “Metal gods”, “Heading out to the highway”, “Blood stained”, “Touch of evil” (χεχεχεχεχεχεχε) έτσι για ζέσταμα.

Έτσι στο πολύ χαλαρό μας έστειλαν για βρούβες. Στο ακόμα πιο χαλαρό μας έχωσαν ένα “Victim of changes” (είχαμε και επεισόδειο σχεδόν λιποθυμίας από επίτιμο μέλος του avopolis.metal), ενώ όταν μας λυπήθηκαν μας πέταξαν ένα “Diamonds and rust” για να σταματήσουμε να χοροπηδάμε τουλάχιστον.

Μια στιγμή. Άνω τελεία. Τί γράφω αυτή τη στιγμή. Ένα κείμενο που αφορά στην εμφάνιση των Judas Priest στην Ελλάδα. Των Judas Priest. Ναι, των Judas Priest. Ενός σχήματος που υπάρχει 25 γεμάτα χρόνια και έχει παίξει σε festivals όπου ο κόσμος μετριέται σε εξαψήφια νούμερα που δεν αρχίζουν από 1. Ενός σχήματος που τα έδωσε όλα όμως και στην Ελλαδίτσα μας και...που είχαμε μείνει; Πάνω που είχαμε ηρεμήσει (που λέει ο λόγος) “What’s my name?”. Ε, ρε γλέντια. Αυτά τα άτιμα το solos. Και καπάκι (αν θυμάμαι καλά) “It’s the Greeeeeeeeeen Manalishiiiiiii, with the two-pronged crown”. Κάπου χωμένα το άψογο “One on one” και το μπουκωμένο και μάλλον βαρετό θα έλεγα “Machine man” από τον αναμενόμενο δίσκο, Demolition.

Κάποια στιγμή κάτι λέει για κάποιους lawbreakers και 2-3 δευτερόλεπτα μετά, το έδαφος κάτω από τα πόδια έχει χαθεί. Ίσως τα πιο γρήγορα 2 λεπτά που έχω ζήσει. Είμαστε φοβεροί εμείς οι Έλληνες στις συναυλίες (και φοβερά μετροόφρωνες). Πα-νι-κός. “You’ve got another thing coming” και το headbanging παίρνει διαστάσεις επιδημίας, ενώ ο Tipton την έχει καταβρεί και κάνει σα μικρό παιδί. Εντυπωσιακοί επί σκηνής οι «Τσούντας Πράιστ», όπως είπε φωστήρας στον Αντ1 στις ειδήσεις λίγο πριν το festival.

Εντυωσιακοί λόγω ηλικίας καταρχήν, που φανερώνει για άλλη μια φορά ότι το ποιοτικό heavy metal είναι ένα ελιξήριο που κρατάει τους πάντες παιδιά. Και εντυπωσιακοί λόγω αψεγέδιαστων εκτελέσεων και συμπεριφοράς που συνδυάζει επαγγελματισμό και ψύχωση με τη μουσική.“Living after midnight” και η συναυλία είναι πλέον ένα party. Τρομερό κομμάτι ως γνωστόν και όλοι ήταν με ένα χαμόγελο καρφωμένο και τραγουδούσαν και χοροπηδάγανε. Ωραία πράγματα. Πολύ ωραία.

Τώρα με τα encores η μνήμη μου μάλλον με απατάει, καθώς εκείνη τη στιγμή ήμουν σεληνιασμένος. Το “United” παίξανε σίγουρα πάντως, ενώ εμείς...τα παίξαμε με “Electric Eye”(το ξέσπασμα μετά το playback “Hellion” γράφτηκε στην ιστορία) και “hell bent, hell bent for leather”.Επιβλητικές, με όλη τη σημασία της λέξεως, φιγούρες ιδίως οι «παλιοί» που «φωνάζουν» από μακριά ότι είναι εκ των πατεράδων του σκληρού ήχου. Αλλά και ο “Ripper” Owens φαίνεται να έχει πιάσει το ρόλο του και αναδεικνύεται σε ηγετική μορφή, όχι μόνο λόγω κινήσεων στη σκηνή, αλλά και λόγω φωνής.

Φωνή που δεν ακουγόταν βέβαια όταν άρχισε το “Painkiller”. Τί να πρωτοακούσει κανείς σε αυτό το πανδαιμόνιο. Οι προβολείς στραμμένοι στον Scott Travis (ο οποίος διπλομπότησε ακόμα και το “Victim of changes”) που δείνει το έναυσμα με τα φοβερά του drums ενώ ο Ripper παρατάει τη Harley και παρασύρει το κοινό στο παραδοσιακό ελληνικό βρωμόξυλο. Και του χρόνου παιδιά!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured