Τους συμπατριώτες μας Need τους ήξερα ως όνομα, αλλά δεν είχα ακούσει τη μουσική τους. Οφείλω λοιπόν εξαρχής να πω ευχαριστώ και να δώσω το credit στον φίλο μου τον Κώστα που με ‘έπρηξε’ να τους ακούσω και έφτασε να μου κάνει δώρο το cd! Τόσο σίγουρος ότι θα είναι καλό. Τελικά είχε δίκιο! Σε σημείο που να νιώθω άσχημα που προέβαλα αντιστάσεις…
Ας τα πάρουμε απ’ την αρχή. Οι Need δημιουργήθηκαν το 2003 και το “Orvam” είναι ο τρίτος δίσκος που κυκλοφορούν, καθώς προηγήθηκαν τα “The Wisdom Machine” (2006) και “Siamese God” (2009). Το “Orvam” τυπικά ανήκει στο progressive metal, με την ευρύτερη έννοια, αλλά για λόγους που θα εξηγήσω παρακάτω θεωρώ ότι απευθύνεται σε ένα πολύ μεγαλύτερο ακροατήριο.
Με τα πρώτα λεπτά του “Lifeknot” που ανοίγει το άλμπουμ, γίνεται αντιληπτό ότι η μπάντα αποτελείται από πολύ καλούς μουσικούς. Η έμφασή τους όμως δεν είναι στην επίδειξη τεχνικής, αλλά στη χρησιμοποίησή της για να κάνουν το (εκάστοτε) τραγούδι καλύτερο και πιο ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα, η παραγωγή (η οποία είναι εξαιρετική) είναι έτσι στημένη ώστε να ισορροπεί ιδανικά το progressive και το metal, με μια μικρή κλίση προς το δεύτερο. Τα δύο παραπάνω χαρακτηριστικά κάνουν τα κομμάτια να ‘ρέουν’ πιο εύκολα, αφού δεν υπάρχουν τα πολύ μεγάλα οργανικά μέρη που συναντά κανείς σε παρόμοιους δίσκους.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του “Orvam”, οι αναφορές στις επιρροές των δημιουργών είναι πολλές. Από το κλασικό Dream Theater-ικό progressive metal, μέχρι σημεία με χαμηλοκουρδισμένες κιθάρες και riffing που θυμίζουν Black Label Society και Nevermore, ενώ διάσπαρτα σημεία Rush (στα οργανικά μέρη) και Deep Purple (στα πλήκτρα) κάνουν την εμφάνιση τους. Η εν γένει θεατρικότητα του δίσκου γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στο ιντερλούδιο “Hotel Oniro”, αλλά κυρίως στην υποβλητική αφήγηση του ηθοποιού Ακύλλα Καραζήση που κλείνει το ομώνυμο (και το άλμπουμ). Ο δε -πολύ καλός- Jon V (φωνή), ενώ βγάζει μπόλικη «αμερικανίλα» (Hetfield, Zakk Wylde κλπ), σε κάποια μελωδικά σημεία εμένα προσωπικά μου θύμισε Tate και Daniel Gildenlow. Πέρα από όλα τα παραπάνω όμως, η μπάντα έχει έντονη την προσωπική σφραγίδα στο τελικό σύνολο. Οι δε συνθέσεις είναι πολύ δουλεμένες μέχρι τη λεπτομέρεια και παρόλη τη μεγάλη διάρκεια δεν κουράζουν σε κανένα σημείο.
Εν κατακλείδι, το “Orvam” είναι ένα μωσαϊκό ήχων και συναισθημάτων που πρέπει οπωσδήποτε να ακούσετε. Ο χαρακτηρισμός progressive χρησιμοποιείται για να περιγράψει το ανοικτόμυαλο του εγχειρήματος και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτρέψει τους μη συμπαθούντες το είδος. Συνολικά κορυφαία προσπάθεια και από τώρα υποψήφια για δίσκος της χρονιάς.
{youtube}ouJ89fY6JFE{/youtube}