Οι Arckanum έφτασαν αισίως στην όγδοη full-length κυκλοφορία τους, δεύτερη υπό την αιγίδα της Season of Mist. Αν μου έλεγες πίσω στα early 00's (όταν έπεσε στα χέρια μου το παλιό Fran Marder) πως ο γερο-Shamaatae θα συνέχιζε να φτύνει δίσκους μέχρι το 2013 θα γελούσα χαιρέκακα. Θα στοιχημάτιζα πως σε μια δεκαετία θα έχει αποσυρθεί κάπου στο λαπωνικό δάσος, για πλήρη εναρμόνιση με το σαμανικό προφίλ που καλλιεργεί από τα early 90's. Ευτυχώς για εμάς ο Σουηδός με έβγαλε ψεύτη, επιδεικνύοντας καλοκουρδισμένη συνέπεια από το 2008 και μετά, όσον αφορά τη συχνότητα της παραγωγής του (5 δίσκους σε 6 χρόνια).
Αν έχει αλλάξει κάτι στον Shamaatae με την πάροδο των χρόνων είναι η σταδιακή αποκόλληση από τη σιδηροδρομική μονολιθικότητα των 3 πρώτων άλμπουμ. Αυτό φάνηκε πρώτη φορά στο split με τους Svartsyn του 2004, το οποίο κατ' εμέ παραμένει η υψηλότερη στιγμή στην πορεία του. Από το “Antikosmos” κι έπειτα έχει σταθεροποιήσει κάπως τον πάντα προσωπικό ήχο του, δημιουργώντας ένα μωσαϊκό κυκλοφοριών, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται το καταπληκτικό “ÞÞÞÞÞÞÞÞÞÞÞ” του 2008. Η περσόνα του Shamaatae παραμένει όσο γραφική και εμβληματική πρέπει, με συνοδοιπόρους την αχαρακτήριστη μάσκα και το τσεκούρι.
Το φετινό “Fenris Kindir” στιχουργικά καταπιάνεται με το λύκο Fenrir και τη γενιά του. Θέμα ο Λύκος λοιπόν, κάτι που δεν είναι πρωτόγνωρο στο black metal (θυμήσου το “Nattens Madrigal” των Ulver, τη μεγαλύτερη ελεγεία του είδους μας στο πνεύμα του νυχτερινού κυνηγού). Μια πιο ενδελεχής ανάλυση της γραφής του Shamaatae προϋποθέτει γνώση αρχαίων ισλανδικών, τα οποία χρησιμοποιεί πλέον ο Σουηδός για τη μετάδοση του μηνύματός του.
Στο μουσικό μέρος, η one man band ξέρει να συνδυάζει την παγανιστική ατμόσφαιρα (βρωμάει ομιχλώδες δάσος όλο το έργο του) με τη συναυλιακή σχεδόν ανάταση, ακροβατεί μεταξύ παγωμένης μυσταγωγίας και επιμαυρομεταλλωμένων heavy riffs (σε σημεία ο δίσκος θυμίζει post-Volcano εποχές των Satyricon, χωρίς όμως να έχει σχέση με την κατάντια του Satyr). Οι κιθαριστικές δομές εδώ είναι κάπως πιο χαοτικές σε σχέση με τις πρόσφατες προηγούμενες κυκλοφορίες, σα να θέλει να εκφράσει ο Shamaatae την αδάμαστη τοτεμική ψυχή του λύκου μέσω ελεγχόμενου χάους. Σε πολλά σημεία υπάρχουν 2-3 στρώματα κιθάρας, τα οποία με την πρώτη ακρόαση μπορεί να φανούν ασύνδετα. Αυτό ισχύει και για τον δίσκο στο σύνολό του. Δεν είναι κυκλοφορία που θα σε κερδίσει με μια πεταχτή ακρόαση, ιδίως αν δεν είσαι μυημένος στους Arckanum. Το “Fenris Kindir” είναι ένα δημιούργημα που μεγαλώνει μέσα σου με την επανάληψη, κατά προτίμηση ακούγοντάς το από την αρχή μέχρι το τέλος. Δεν υπάρχουν stand-out κομμάτια, η αφομοίωσή του βασίζεται στη σύμπραξη με τη ροή που επέλεξε ο δημιουργός.
Τα ambient στοιχεία έχουν την τιμητική τους, περισσότερο από άλλες φορές, με αποκορύφωμα το τρομαχτικό “Vargøld”, τελετουργική καρδιά της κυκλοφορίας. Τοποθετημένο εντέχνως στο κέντρο του δίσκου, το κομμάτι αποπνέει τη μαγεία των πολύ παλιών Necromantia (υπάρχει ως bonus η διασκευή στο “Lycanthropia”), ενώ σε κάποιους θα κρούσει και Beherit καμπανάκια. Samples φυσικών ήχων, μια ανησυχητική δόνηση πανταχού παρούσα, και η φωνή του κτήνους να βρυχάται πίσω από το θύμα, ο Shamaatae ως η ηχητική προσωποποίηση του εξωφύλλου.
Τα τύμπανα σε σημεία απογειώνονται σε ανοδικό καλπασμό (η έναρξη του “Tungls Tjúgari” χαρακτηριστικό παράδειγμα), με το σάλπισμα του μπάσου να τα οδηγεί σε μια επέλαση που μόνο κολασμένο headbanging μπορεί να προκαλέσει στον ακροατή. Από τα μαλλιά σε πιάνει και ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύει ο Σουηδός, γνωστός σε όσους τον ξέρουν. Πορωτικό φτύσιμο των στίχων με καθαρότητα άρθρωσης πάντα, και καίρια χρήση echo, σε συνεπαίρνει και τώρα όπως και τότε που ούρλιαζε "Άγιος ο Μπάφομετ". Τέλος, το βιολί δε θα ντραπεί να εμφανιστεί σε κάποια από τα ήρεμα σημεία, πρωταγωνιστώντας και προσδίδοντας στο δασικό συναίσθημα που μπολιάζει το σύνολο, όπως για παράδειγμα στο instrumental “Hamrami”, το οποίο θυμίζει τη μελαγχολία του Vikernes.
Ο Shamaatae βαδίζει αισίως στην τρίτη δεκαετία του μοναχικού μονοπατιού του, μακριά από κάθε έννοια εμπορικότητας ή έστω επιθυμίας για ευρεία αναγνώριση. Πιστός στις επιλογές του, τελετάρχης μιας παράξενης χαογνωστικής θρησκείας της υπαίθρου, ατενίζει από απόσταση τη μαυρομεταλλική σκηνή, αγέρωχος μέσα στην πανοπλία της γραφικότητάς του. Όσοι ακολουθούμε τα βήματά του όλα αυτά τα χρόνια, δεν έχουμε απογοητευτεί ποτέ. Εν αντιθέσει, κάθε καινούρια κυκλοφορία θα χτυπήσει ευχάριστα νοσταλγικές χορδές, ενίοτε θα εκπλαγούμε από το μέγεθος της αφοσίωσης του στο έργο και από τη δημιουργική σπίθα που τον χαρακτηρίζει. Βγάλτε το λυκοτόμαρο από το σεντούκι, ακούστε τα ουρλιαχτά του Φένριρ καθώς σπάει τις αλυσίδες αιώνων, και χαθείτε μέσα στα αραχνιασμένα δάση των αρχέγονων ενστίκτων.