Σύμφωνα με την καθιερωμένη παράδοση των τελευταίων πολλών ετών, η μακρινή χώρα της Σουηδίας αποτελεί τη γενέτειρα της πλειοψηφίας των απανταχού Ευρωπαϊκών ρευμάτων μέχρι και τη πρόσφατη δεκαετία των ‘00ς. Ξεκινώντας από τους REPUGNANT, για να περάσουμε στους CRASHDIET, λοξοκοιτώντας παράλληλα το παρελθόν των WITCHCRAFT, αντιλαμβανόμαστε πως τα άνωθεν παραδείγματα φέρουν ένα -τουλάχιστον- άξιο σχήμα σε λειτουργία προπομπού με τους ακόλουθους να αφομοιώνουν μουσικά χαρακτηριστικά του σε βαθμό που μια άτυπη «σκηνή» μοιάζει να δημιουργείται. Μία από τις περιγραφθείσες τάσεις εδώ αποτελεί και η προώθηση των NWOBHM επιρροών στο χεβυμεταλλικό προσκήνιο, με τους ENFORCER να παραμένουν ως ο επιτυχέστερος εκπρόσωπος αυτών και την όποια έκφανση να λαμβάνει χώρα παραμερίζοντας στοιχεία της συγγενούς, παλαιακής παιδείας.
Όπως λοιπόν τυγχάνει με τους αναφερθέντες ENFORCER, αλλά και τα πατριωτάκια τους ονόματι IN SOLITUDE, οι WITCHGRAVE δεν δίστασαν να εκδηλώσουν την όποια λατρεία σε σκληροτράχηλα -thrash, αυτή τη φορά- πρότυπα μέσω του alter ego μελών τους υπό την ταμπέλα των ANTICHRIST. Φυσικά, η horror εικόνα του εξωφύλλου υπενθυμίζει περισσότερο τη λυσσασμένη έκφανση των REPUGNANT, μα οι επιρροές που φέρουν ακόμη και σε heavy metal ταυτότητα αντιστοιχούν περισσότερο σε πρώιμες μαυρομεταλλικές καταβολές με τις VΕΝΟΜικές διαθέσεις να εμπλουτίζουν τη περιστασιακή PRIEST riffολογία και τις -αρκούντως χορταστικές- MAIDENικές δισολίες. Η μικρή διάρκεια του δίσκου υποβοηθά ασφαλώς την όποια ροή, αλλά και τη ποιότητα καθαυτή καθώς στα 32 μόλις λεπτά τρεχούμενης διάρκειας δεν απομένει χώρος για fillers και περιττά riffαρίσματα.
Εν κατακλείδι, το ντεμπούτο των WITCHGRAVE τίθεται με περισσή άνεση στα απολαυστικότερα της φετινής χρονιάς, παρά τις αδυναμίες σε θέματα παραγωγής που αφαιρούν σημαντικό μέρος της κόψης του “The Devil’s Night”. Οι κιθάρες μοιάζουν εντυπώνονται με -συγκριτικά- λιγότερη τραχύτητα και προσέγγιση που στρέφεται περισσότερο σε NWOBHM πρότυπα, χωρίς να παρουσιάζουν παράλληλα τη βρώμικη punk υφή που ανέδειξε πληθώρα ιστορικών σχημάτων. Από την άλλη πλευρά, ασφαλώς, παρότι ουδέποτε υπήρξα λάτρης της VENOM περιόδου, ομολογώ πως απήλαυσα ιδιαιτέρως τις Cron-ικές αναδρομές του πολυτάλαντου Joakim Norberg σε σημείο που ένα χαμόγελο τέρψης σκιαγραφόταν σταδιακά, ενόσω φάνταζε ως άλλος, νεαρός καραφλοκόρακας στο stand του μικροφώνου. Ως προτεινόμενη πρώτη επαφή μπορείτε να θεωρήσετε το υπερcatchy “The Last Supper” με τη δυνατή του υποψηφιότητα για καλύτερο metal riff της χρονιάς, αν και ως δίσκος μάλλον απογειώνεται γενικώς από την αρχή της δεύτερης πλευράς και ύστερα.
{youtube}RYYjz4V7TG4{/youtube}