Η αναγγελία της επαναδραστηριοποίησης των RUNNING WILD με γέμισε χαρά, αν και πρέπει να ομολογήσω ότι δεν είχε να κάνει τόσο με την επικείμενη κυκλοφορία τους, όσο με τις αυξημένες πιθανότητες που μια επανένωση δημιουργούσε ώστε να δω επιτέλους μια από τις αγαπημένες μου μπάντες ζωντανά. Το γεγονός ότι οι δύο τελευταίοι δίσκοι τους (αν και για αυτό ευθύνεται κυρίως το “The Brotherhood”) είχαν υπερβεί κατά πολύ τις προσδοκίες που οι προηγούμενες δουλειές τους μου είχαν αφήσει, δυνάμωσαν και την πεποίθησή μου για έναν τουλάχιστον καλό δίσκο.
Όλες αυτές οι σκέψεις έκαναν περίπατο όταν πρωτόβαλα το “Shadowmaker” το οποίο με βρήκε με το πέρας του πρώτου κομματιού να ελέγχω εάν έβαλα το σωστό συγκρότημα να ακούσω. Σε πρώτη φάση η απογοήτευση έρχεται με την αλλαγή μουσικής ρότας, όπου τρομάζεις να βρεις όλα αυτά τα στοιχεία που σε έκαναν να αγαπήσεις εξ’ αρχής αυτό το συγκρότημα. Τραγούδια άνευρα, άτονα που φλερτάρουν επικίνδυνα με ανώδυνα χαζοροκάκια και θα μπορούσαν άνετα να προέρχονται από μια ποζερομπάντα (και μόνο που βλέπεις κομμάτι με τίτλο “Me And The Boys” αρκεί για να γνωρίζεις εκ των προτέρων τι θα ακούσεις). Και αν κάποιος αναρωτηθεί ευλόγως εάν αυτή η αλλαγή μουσικής κατεύθυνσης αρκεί για την πλήρη απογοήτευση που συνοδεύει αυτόν το δίσκο, η απάντηση έρχεται αβίαστα: Θα μπορούσε, αλλά δεν σταματάμε εδώ, αφού ακόμα και όταν ξεπεράσεις αυτή την αλλαγή στον ήχο, συνειδητοποιείς ότι τα τραγούδια στερούνται οποιασδήποτε έμπνευσης. Ακόμα και στο “Riding the Tide”, ίσως το καλύτερο κομμάτι του δίσκου, όπου απεγνωσμένα προσπαθεί ο Rolf να πατήσει πάνω στη πλούσια πειρατική παράδοσή τους, συναντάμε ένα κομμάτι που ακόμα και στις πιο μέτριες κυκλοφορίες τους θα είχε ρόλο κομπάρσου.