Με τον προηγούμενο, πρώτο τους δίσκο, οι HYBORIAN STEEL έγιναν το νέο μεγάλο χαρτί που έχει να επιδείξει η Ιταλία (ναι, παρά το μπέρδεμα που έχει δημιουργηθεί, περί Ιταλών πρόκειται). Αναμενόμενο λοιπόν, προσμονή και προσδοκίες για τον δεύτερο δίσκο τους να είναι αυξημένες.
Εννοείται πως δεν αποκλίνει μουσικά από τον πολεμοχαρή δρόμο που τράβηξαν με το ντεμπούτο τους και συνεχίζει με την ίδια ευκολία να τσακίζει κόκκαλα. Η μόνη εικόνα που σου έρχεται στο μυαλό ακούγοντας τον δίσκο, είναι ένας μεγαλόσωμος βάρβαρος, περιπλανώμενος στην Υπερβορεία, παρέα με το ακουιλόνιο ατσάλι να θερίζει κεφάλια ερπετόμορφων υποτακτικών του Σετ. Μα τον Κρόμ, μη που πείτε ότι ακόμα να καταλάβετε ότι η θεματολογική προσέγγιση του γνωστότερου ήρωα που δημιούργησε η πένα του τεράστιου Robert Howard συνεχίζεται, πλάθοντας το ιδανικότερο υπόβαθρο για μια βάρβαρη φωνή με σύμμαχο riff κοφτερότερα και από σπαθί σφυρηλατημένο από τον καλύτερο νάνο οπλοποιό. Δεν είμαι ο μεγαλύτερος οπαδός των διασκευών, όμως είναι γεγονός ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, το συγκρότημα που τις κάνει πραγματοποιεί και μια άτυπη δήλωση ταυτότητας. Όταν λοιπόν στον πρώτο δίσκο διασκευάζουν HEAVY LOAD και τώρα CIRITH UNGOL, και μάλιστα όχι από τα γνωστότερα κομμάτια τους, τότε δεν είναι δυνατόν να μην κερδίσουν την εκτίμησή μου.
Είναι γεγονός ότι μέχρι ένα σημείο είμαι φετιχιστής ντεμπουτάκιας και επίσης μου είναι αδύνατο να μη μπω σε διαδικασία σύγκρισης κάθε νέου δίσκου με τα παλιότερα ενός συγκροτήματος. Ναι, το “An Age Undreamt Of…” είναι καλύτερο, όχι λόγω της υπόστασής του ως ντεμπούτο, αλλά απλά επειδή περιέχει καλύτερα κομμάτια. Παρ’ όλα αυτά το “Blood, Steel, and Glory” συστήνεται ανεπιφύλακτα σε όλους τους πολεμοχαρείς metallers, που καλούνται να παραβλέψουν την άδικη σύγκριση με έναν από τους καλύτερους δίσκους των τελευταίων ετών.