Η ετυμηγορία σε μία μόνο φράση. ‘’Τεμάχισε το στη μέση, καν’ το EP και πάρε το 10άρι’’. Τόσο απλά μπορεί να εκφραστεί ετούτη εδώ η κριτική για το νέο album των ANTHRAX με τίτλο ‘’Worship Music’’. Επειδή όμως μιλάμε για τους ANTHRAX, ένα συγκρότημα που ακροβατεί χρόνια μεταξύ thrash και heavy metal με την ίδια επιτυχία και στις δύο άκρες του σχοινιού, θα ήταν άδικο να παραθέσω απλά το συμπέρασμα χωρίς εξήγηση. Και μιας και η αδικία είναι κάτι που απεχθάνομαι, θα προπονήσω λίγο ακόμα τα δάχτυλά μου ταλαιπωρώντας το συνηθισμένο σε υπερωρίες πληκτρολόγιό μου.
Θα χωρίσουμε το δίσκο σε δύο μέρη. Το πρώτο από την αρχή του και μέχρι το ‘’I’m Alive’’ και το δεύτερο από εκεί μέχρι το τέλος. Το ατμοσφαιρικό intro αλά ‘’Holy Diver’’ σε προδιαθέτει για θορυβώδη εισαγωγή και ο Scott Ian και η παρέα του δεν σε απογοητεύουν. Το ένα μετά το άλλο τα τέσσερα πρώτα κομμάτια σε πετάνε στο πάτωμα με knock down, μόνο και μόνο για να το ξανακάνουν όταν σηκωθείς. Συνθέσεις που έχουμε να δούμε από το ‘’Among The Living’’, εμπνευσμένες από τις πιο δημιουργικές τους στιγμές, κοφτά και αρχιδάτα riff και ένας Belladonna αναγεννημένος και έτοιμος να προσφέρει στον ακροατή υπέροχα κομμάτια ντυμένα με τον χαρακτηριστικό μανδύα της φωνής του. Ως εκείνο το σημείο το album είναι άριστο και χαίρομαι κάθε δευτερόλεπτο του, με highlight το μοναδικό και μελλοντικό hit ‘’Fight ‘Em ‘Til You Can’t’’ που θα μπορούσε άνετα να ανήκει σε κάποια από τις παλαιότερες και κλασικότερες κυκλοφορίες του συγκροτήματος. Ωραία ως εδώ και το 10 στη βαθμολογία είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά νιώθεις ότι ακούς κάτι άλλο, κάποιον άλλο δίσκο ενός μέτριου group που απλά ταλαιπωρεί τα αυτιά σου και σπαταλά τον πολύτιμο χρόνο σου. Ανούσια filler intros και ακόμα πιο ανούσια κομμάτια δεσπόζουν στο μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου σκέλους, με αποτέλεσμα να χάνεται η διάθεση και η πώρωση που έχει δημιουργηθεί από πριν. Και τελειώνει ακόμα πιο κουραστικά με το ‘’Revolution Screams’’ και ένα τεράστιο κενό ήχου σχεδόν 5 λεπτών στο τέλος του κομματιού. Όσοι καταφέρουν να αντέξουν σε αυτό το κενό δεν παίρνουν τίποτα άλλο από μια μάλλον μέτρια διασκευή–hidden track στο ‘’New Noise’’ των REFUSED. Μοναδικό διασωθέν το ‘’Judas Priest’’, ίσως και λόγω ονόματος, που είναι το μονόφθαλμο κομμάτι ανάμεσα στα θεότυφλα του δεύτερου μισού του album.
Πραγματικά δεν καταλαβαίνω προς τι όλη αυτή η αλλαγή μέσα σε ένα και μόνο δίσκο. Από την αποθέωση στα τάρταρα σε λίγα μόλις λεπτά και τα συναισθήματα στο τέλος ανάμεικτα. Αυτά βέβαια είναι απόψεις του γράφοντος και κάποιων ακόμα που ρωτήθηκαν περί του θέματος και συμφώνησαν. Καθένας σχηματίζει την δική του κριτική που μπορεί και να είναι εντελώς αντιδιαμετρική. Προσωπικά θα κρατήσω μόνο το πρώτο μισό στο μυαλό μου, όμως επειδή η κριτική αφορά ολόκληρο το album θα βαθμολογηθεί αναλόγως…