metal.team

Πραγματικά αυτό που μου έχει κάνει εντύπωση φέτος, είναι το πλήθος των κυκλοφοριών που εντάσσονται στην κατηγορία “πολυαναμενόμενο”. Βλέπετε τα νέα albums των IMMORTAL, PARADISE LOST και MEGADETH δικαιωματικά ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Το ‘‘Quantos Possunt Ad Satanitatem Trahunt’’ δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να αποτελεί εξαίρεση, λόγω όλων των παραλειπομένων γεγονότων που το συνοδεύουν. Λίγο η δικαστική διαμάχη του mastermind Infernus με τους Ghaal και King για το όνομα της μπάντας, λίγο η αποχώρηση των δύο τελευταίων μετά τη νίκη της δίκης από τον Infernus και λίγο το γεγονός πως ο ίδιος κύριος είχε να συνθέσει μουσική για το group από το 1999 και τα sessions του “Incipit Satan”, συνέθεταν ένα θολό puzzle όσον αφορά την ποιότητα και τη φύση του περιεχομένου του καινούργιου album.

Εισαγωγή τέλος!!! Πάμε στο δια ταύτα. Η πρώτη ακρόαση δεν με ικανοποίησε καθόλου για δύο λόγους, οι οποίοι θα αναφερθούν στη συνέχεια. Αφού άκουσα και ξανάκουσα το album, πλέον μπορώ να πω πως το υλικό του είναι πολύ καλό. Μέσα εκεί, ο fan των Νορβηγών και εν γένει του black metal, μπορεί να βρει πολλά στοιχεία από το παρελθόν των GORGOROTH , όπως στοιχειωμένες μελωδίες, αργά και επικά περάσματα, black/thrash στοιχεία, riffs σιδηρόδρομους και τον Pest να κάνει ερμηνείες που νομίζεις πως βγήκαν κατευθείαν από τις παλιές καλές μέρες της μπάντας. Ακόμα και δύο μελωδίες που μπορούν να σας φέρουν στο μυαλό τους BURZUM (εισαγωγή του “Rebirth”) και τους IMMORTAL (τέλος του “Satan-Prometheus”), ακούγονται άκρως πωρωτικές.

Και τώρα ήρθε η στιγμή όπου αρχίζετε το κράξιμο και με κατηγορείτε πως μετά από όλα τα προαναφερθέντα, πως γίνεται να μην είναι το album, τουλάχιστον κορυφαίο. Κι όμως γίνεται… Οι κύριοι Infernus και Tomas Asklund, οι οποίοι αμφότεροι βρέθηκαν πίσω από την ‘‘κονσόλα’’, έντυσαν το album με μια μοντέρνα και καθαρή παραγωγή, όπου όλα τα όργανα γίνονται εύκολα αντιληπτά, αλλά μπορεί να αποδειχτεί δίκοπο μαχαίρι για τέτοιου είδους κυκλοφορίες. Βάση τελικού αποτελέσματος, θεωρώ πως όλο το υλικό αδικείται. Τα δύο στοιχεία που προανέφερα, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την παραγωγή και είναι οι κιθάρες χωρίς νεύρο και ο εντελώς ψεύτικος και πλαστικός ήχος των drums, όπου τα triggers σου σπάνε τα νεύρα καθ’ όλη τη διάρκεια του δίσκου.

Είναι πραγματικά μεγάλο κρίμα που ένα τόσο ποιοτικό album αδικείται από τον ήχο του, αλλά όποιος αποφασίσει να προσπεράσει αυτό το “σκόπελο”, θα ευχαριστηθεί πέρα για πέρα ένα δίσκο με κορυφαίες στιγμές Νορβηγικού, παραδοσιακού black metal. Εγώ ήδη το παράγγειλα…

7

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured