Οι HAVOK μας έρχονται από τις Η.Π.Α. και ευελπιστούν ότι θα μας απασχολήσουν με το πρώτο τους full-length album, το οποίο είναι και το ντεμπούτο τους στην Candlelight Records. Οφείλω να ομολογήσω πως τελείωσα την ακρόαση του “Burn” με αρκετά ερωτηματικά και πολύ δυσκολία.
Το πρώτο που παρατήρησα στον δίσκο ήταν το εξώφυλλο του group. Καταστροφολογικό, όπως θα έπρεπε να είναι για ένα συγκρότημα του είδους, αλλά ταυτόχρονα σαν ξεθωριασμένο από τον ήλιο και cliché. Βέβαια δεν μπορείς να κρίνεις τίποτα από την εξωτερική εμφάνιση εάν δεν κοιτάξεις βαθειά στο εσωτερικό του. Ακούγοντας λοιπόν με πολύ προσοχή τον δίσκο δεν μπορώ να πω ότι έμεινα και πολύ ικανοποιημένος από το σύνολο, όχι μόνο του δίσκου, αλλά και από σχεδόν κάθε κομματιού ξεχωριστά. Το “Burn” ξεκινάει με ένα εισαγωγικό κομμάτι ονόματι “Wreckquiem”, ακουστικό με καθαρές κιθάρες κάτι που μου θύμισε πολύ την εισαγωγή του “Battery” από το “Master Of Puppets” των METALLICA, με κάποια δυσαρμονία στο τελείωμα του. Παρόλες τις ομοιότητες με έναν τέτοιο δίσκο, δεν περίμενα όλα τα κομμάτια να έχουν δύο και τρεις εισαγωγές με κιθαριστικές μελωδίες που τα drums και το μπάσο να τις συνοδεύουν με οποιοδήποτε τρόπο μπορούν σε κάθε μια επανάληψη, και δυστυχώς οι επαναλήψεις ξεπερνούν τις δύο για κάθε riff. Το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας των HAVOK να ακουστούν οι μελωδίες που επινόησαν με κάθε διαφορετικό τρόπο είναι να κουράζουν τον ακροατή, να αργούν υπερβολικά να ακουστούν οι όποιοι λιγοστοί και μη συνεκτικοί στίχοι που υπάρχουν. Με απλά λόγια μεταξύ δυο κουπλέ στίχων έχουμε σχεδόν ακούσει όλο το τραγούδι από την αρχή και σε κάποια κομμάτια δύο και τρία σόλο.
Τα φωνητικά του David Sanchez (κιθάρα/ φωνητικά) με προβλημάτισαν και μπέρδεψαν ταυτόχρονα, αφού σε κομμάτια όπως το “Morbid Symmetry” μου έδωσε την αίσθηση ότι την ώρα που επινοούσε τους στίχους είχε σαν στόχο να τραγουδήσει σαν τον James Hetfield, ενώ σε άλλα όμως κομμάτια όπως το “Scabs of truth”, το “Ivory tower”, “Melting the mountain” και “Category of the dead” ήθελε το αποτέλεσμα να είναι κάτι μεταξύ Tom Araya (SLAYER) και Marcel “Schmier” Schirmer (DESTRUCTION). Φυσικά τα ρυθμικά θυμίζουν πολύ τα παραπάνω συγκροτήματα με μια τζούρα από TESTAMENT επίσης, αν και θα ήταν προτιμότερο να μην τα ανακατέψουν όλα μαζί επιδιώκοντας να ‘‘μοιάσουν’’ στα είδωλά τους. Τα παραπάνω κομμάτια καταφέρνουν να ξεχωρίσουν από τα υπόλοιπα, ενώ το τελευταίο κομμάτι, το “Afterburner” θα το χαρακτήριζα σαν το διαμαντάκι του δίσκου, που χρυσώνει το δόντι του ακροατή και σε κάνει να σκέφτεσαι το γιατί τα υπόλοιπα κομμάτια να είναι τόσο κουραστικά.
Συνολικά για το δίσκο θέλω να το τονίσω το γεγονός της μεγάλης ασυμμετρίας μεταξύ της δομής των κομματιών αφού τις καλές μελωδίες που έχουν τις χρησιμοποιούν για να εντυπωσιάσουν με την ταχύτητα και ικανότητα των δακτύλων τους και όχι για να γράψουν ένα δίσκο που θα εντυπωσιάσει το κοινό του thrash . Πράγματι με τόσους ρυθμούς που έχει το “Burn” θα μπορούσα να πω με επιφύλαξη ότι θα μπορούσαν να είχαν φτιάξει δύο πολύ καλύτερους δίσκους από αυτή την μετριότητα. Με δύο λέξεις θα τον χαρακτήριζα και πάλι ως κουραστικό και ανώριμο αν και γενικά αξίζει η προσπάθεια ακρόασης του έστω και μια φορά με μια καλή ψυχολογική προετοιμασία πριν.
6
- Καλλιτέχνης: HAVOK