Ή αλλιώς συναισθήματα συμπυκνωμένα σε μια σταγόνα μουσικής ιδιοφυΐας, ικανά να σε ψυχολογήσουν και να σε κάνουν κομμάτια δοθείσας της ευκαιρίας. Η αγάπη για τη ζωή, ο έρωτας, η απώλεια, η απογοήτευση, η ελπίδα, το αναπόφευκτο… Αντιστάσεις να κάμπτονται με την ακρόαση μιας αρχικής μελωδίας…
Συγχωρέστε το γραφικό του ξεκινήματος, μα γράφοντας το κείμενο υπό τις νότες των CRIPPLED BLACK PHOENIX δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Δε μιλάμε για τα συναισθήματα που πασχίζουν να σε κάνουν να τα νιώσεις οι όλο και περισσότερες μπάντες που ξεπροβάλλουν σαν μανιτάρια εκεί που κείται το ασθμαίνον post rock. Για του λόγου το αληθές –και για να αποφευχθούν ανακρίβειες που εύκολα θα δημιουργήσει το διαδίκτυο- οι εν λόγω κύριοι δεν παίζουν πια σε καμία περίπτωση post rock. Καλύπτουν ένα κενό στη μουσική δισκογραφία που δεν είχαμε πάρει χαμπάρι μέχρι που μας το παρέδωσαν. Η φλοϋδική ατμόσφαιρα βγάζει μάτι –δόξα τω θεώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η προσωπική σφραγίδα της μπάντας το ίδιο. Η παραγωγή είναι άπταιστη, δένοντας άψογα τα πλήκτρα και το τσέλο με τις άλλοτε καθαρές και άλλοτε παραμορφωμένες κιθάρες. Και σε όλα αυτά μαζί θα προστεθούν τα ταξιδιάρικα φωνητικά που και που, με μελαγχολικά ρεφραίν και σπαραξικάρδιες ερμηνείες.
Η αλήθεια είναι ότι η κανονική κυκλοφορία των CRIPPLED BLACK PHOENIX για το 2009 είναι το “200 Tons Of Bad Luck”, στην ουσία μια επιλογή από τα κομμάτια του “The Resurrectionists” και του “Night Raider”, τα οποία διατίθενται σε περιορισμένες εκδόσεις. Σκόπιμα όμως, η κριτική έγινε πάνω στα τελευταία, καθότι θα ήταν κρίμα και άδικο να απολέσουμε έστω και ένα δευτερόλεπτο από το υπέροχο αυτό υλικό (δίχως ίχνος υπερβολής!), αλλά και επειδή η ίδια η μπάντα δήλωσε ότι τα κομμάτια που έγραψε προορίζονται να ακούγονται όπως ακριβώς βρίσκονται στη διπλή αυτή κυκλοφορία.
Το “The Resurrectionists” είναι ο πιο song-oriented και εντέλει ο πιο βατός από τους δύο δίσκους. Το εναρκτήριο “Burnt Reynolds” θα το ζήλευε ακόμα και ο ίδιος ο Roger Waters. Το “Rise up and fight” θα μπορούσαμε να πούμε υπό μία –διαστρεβλωμένη- έννοια ότι είναι το χιτάκι του δίσκου. Μάλιστα το συγκεκριμένο κομμάτι η μπάντα το αφιέρωσε στα παιδιά που είχαν βγει στους δρόμους της Αθήνας τον περασμένο Δεκέμβρη! Τι να πει κανείς για το ερεβώδες “Song for the loved”, με τα ανατριχιαστικά λόγια στην αρχή του. Because if you’re loved you’ll always be young. Τι να πει κανείς για το ηλεκτρισμένο και πομπώδες “444”, με τις ανατολίτικες μελωδίες από πίσω. Τι να πρωτοπεί κανείς για οποιοδήποτε κομμάτι εκεί μέσα. Η αρτιστική τελειότητα αυτής της μπάντας μοιάζει αστείρευτη –και βρισκόμαστε ακόμα στα μισά.
To “Night Raider” είναι πιο στρυφνό και ‘soundtrack-ικό’. Με άλλα λόγια απαιτεί ακροάσεις ολόκληρου του δίσκου με μια ρουφηξιά. Το μήνυμα μας το στέλνει το αρχικό 19λεπτο "Time of Ye Life/Born for Nothing/Paranoid Arm of Narcoleptic Empire", το οποίο εξελίσσεται με οργανική δομή, ψυχεδελικές μελωδίες, μελαγχολικούς ρυθμούς και δεήσεις προς τους PINK FLOYD. Κάπου στη μέση του δίσκου αρχίζουμε να εισπνέουμε αναπάντεχες τζούρες από Tom Waits. Το γλυκό “A Lack Of Common Sense” μοιάζει να περιθάλπει ραγισμένες καρδιές μα και να τους δίνει θάρρος με το ξέσπασμά του. Ο δίσκος θα κλείσει με τις μελωδίες στο πιάνο του “I Am Free, Today I Perished” κάπως έτσι. Σαν κάθαρση. Kι εμείς να αναμένουμε τη δεύτερη εμφάνισή τους επί ελληνικού εδάφους. Το Σεπτέμβρη…
10
- Καλλιτέχνης: CRIPPLED BLACK PHOENIX