metal.team

Για όσους δεν γνωρίζουν, πέραν του ντεμπούτου τους, οι GOREFEST δεν έχουν μουσικά να κάνουν τίποτα με τον όλο gore χαρακτήρα που δηλώνει το όνομά τους. Τα λεγόμενά μου επιβεβαιώνουν οι ακροάσεις των 2 προκατόχων του “La Muerte” (“Chapter 13” και “Soul Survivor”), οπού η μπάντα είχε καταφέρει να ξεφύγει σχεδόν ολοκληρωτικά από τις death metal φόρμες του δισκογραφικού παρελθόντος της, μετατρέποντας το rock’n’roll groove της που συναντάμε στην early discography της, σε νοοτροπία συνθέσεων. Το “La Muerte” αποτελεί το reunion album της μπάντας και μία προσπάθεια επιστροφής στις “δόξες του παρελθόντος” της.

Το πρώτο που συμπεραίνει κανείς με την ακρόαση του καινούριου αυτού δισκογραφικού εγχειρήματος των GOREFEST είναι μία μέτρια παραγωγή στην οριογραμμή του black metal, 5-6 αταίριαστα κιθαριστικά solos εδώ κι εκεί, λίγο “ξύσιμο” και πολλά μπουκώματα στα έγχορδα, και μέτρια “κανιβαλλίσια” φωνητικά από τον frontman/vocalist/μπασίστα της μπάντας. Η συνολική εικόνα του album όμως είναι μάλλον καλύτερη από ό,τι μπορεί κανείς να συμπεράνει από αυτές τις πρώτες σειρές του κειμένου. H συνέχεια της ακρόασής του αποκαλύπτει στα αυτιά μας αρκετά αξιόλογα riffs και κομμάτια τα οποία όμως αποτελούν μόνο ένα μικρό κομμάτι του συνόλου.

Εκτελεστικά, οι GOREFEST δεν έχουν –ούτε και είχαν στο κοντινό παρελθόν- κανένα πρόβλημα αφού τόσο οι groove-άτες ala-MESHUGGAH -ή μη- όσο και οι πιο γρήγορες στιγμές του δίσκου είναι δεμένες και συμπαγείς μέχρι εκεί που δεν πάει. Τα death metal riffs που συναντάμε είναι στην πλειοψηφία τους αξιόλογα, τα πατήματα της φωνής είναι τα ιδανικά για τον τωρινό ήχο της μπάντας δίνοντας μια ξεχωριστή αίσθηση του groove στο μουσικό σύνολο, ενώ το drumming είναι μάλλον το μεγαλύτερο ατού των Ολλανδών. Το πρόβλημα εντοπίζεται σαφέστατα αλλού, μιας που κάποια από τα κομμάτια της κυκλοφορίας ακούγονται σαν συνθέσεις του ποδαριού συγχωνεύοντας το γενικότερο μελαγχολικό και βιομηχανικό κλίμα που επικρατεί στο σύνολο του ακούσματος του “La Muerte” με γλυκανάλατες μελωδιούλες, mid-tempo σημεία με distorted “μιλητά” φωνητικά και ό,τι άλλο αταίριαστο αναφέρεται στην δεύτερη παράγραφο του παρόντος κειμένου. Μία μόνο αναφορά πιστεύω είναι επαρκής για το ότι η μπάντα επιστρέφει στην νοοτροπία της στιχουργικά στρατεύσιμης τέχνης παρουσιάζοντας έναν αρκετά πολιτικοποιημένο στίχο μέσα στα όρια που κάτι τέτοιο επιτρέπεται από τα cliche του –τόσο- ακραίου ήχου.

Στο σύνολό του, ο δίσκος θα στεκόταν ίσως σαν παρθενική κυκλοφορία μιας καινούριας μπάντας, όμως για τους παλαίμαχους και πρωτοπόρους της Ολλανδικής death metal σκηνής, GOREFEST είναι απλά κάτω των δυνατοτήτων τους όπως αυτές φαίνονται σε ΟΛΕΣ σχεδόν τις προηγούμενες δουλειές τους. Δυνατές στιγμές αποτελούν κατά κύριο λόγο το δεύτερο μισό του δίσκου έχοντας όμως κι αυτό τα τρωτά του σημεία.

Για πολλούς απ’ όσους απογοητεύτηκαν με τα 2 δισκογραφικά κύκνεια άσματα της –ας πούμε- πρώτης περιόδου της μπάντας, το “La Muerte” είναι ίσως μία πανηγυρική “επιστροφή στα παλιά”. Για εμένα που γούσταρα το “Chapter 13” όσο και τα παλιότερά τους, το “La Muerte” είναι απλά μέτριο και μάλλον θα το σκεφτώ για να διαθέσω λεφτά για την όποια επόμενη δουλειά τους.


7

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured