Οι EWIGKEIT είναι το one-man-project του James Fogarty (ή mr. Fog). Έχοντας ξεκινήσει την περιήγησή τους στην μουσική βιομηχανία μέσω black και death metal μονοπατιών με το “απλοϊκό ’Battle Furies’”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο βιογραφικό που υπάρχει στο site της μπάντας, οι EWIGKEIT έρχονται εν έτει 2005 να μας παρουσιάσουν μία κυκλοφορία κάπως… αδιάφορη. Έχοντας διαβάσει μία σειρά θετικών εντυπώσεων για προηγούμενες δισκογραφικές τους δουλειές (και κατά κύριο λόγο το ”Radio Ixtlan” και μην όντας γνώστης του παρελθόντος και της μουσικής φύσης της μπάντας, πραγματικά δεν ήξερα τί έπρεπε να περιμένω.
Όντας επηρεασμένος (όπως γίνεται ευκόλως κατανοητό από το artwork της κυκλοφορίας) από την θλιβερή καθημερινότητα των πολέμων και των καταστροφών, ο ιθύνων νους πίσω από το όνομα EWIGKEIT καταφέρνει να φτάσει σε ένα μουσικό αποτέλεσμα υπέρ του δέοντος μπάσταρδο. Τίγκα στα synths και με ένα combination ψηφιακού/αναλογικού ήχου που σε σημεία μου έφερε στο μυαλό τους μεγάλους THE KOVENANT, ο James Fogarty καταφέρνει να κουράσει από τα πρώτα λεπτά της κυκλοφορίας και να σε κάνει κάπου στο 5ο track να αναρωτιέσαι “πόσο ακόμα έμεινε;”.
Σε όσους αυτό κάνει εντύπωση, αναγκαίο θεωρώ να επισημάνω τα συστατικά του ”Conspiritus”. Η τελευταία αυτή κυκλοφορία των, μέχρι πρότινος αγνώστων σε εμένα, EWIGKEIT είναι γεμάτη λοιπόν από κακογραμμένα midi τύμπανα, κουραστικά synths με –σε σημεία- techno-dance ηχητική και συνθετική νοοτροπία, επαναλαμβανόμενες κιθάρες, μέτρια μελωδικά φωνητικά, ενώ και κάποια που μου έφεραν στον νου τους δικούς μας DEUS EX MACHINA. Το αστείο της υπόθεσης είναι πως αυτό που ξεχωρίζει μέσα στην όλη μετριότητα της κυκλοφορίας είναι τα καλογραμμένα intros που για άλλη μια φορά σε προδιαθέτουν για πιο THE KOVENANT καταστάσεις.
Σημαντικό κρίνω το να αναφέρω πως οι παραλληλισμοί της μπάντας με ονόματα όπως οι PINK FLOYD και οι KILLING JOKE, όπως και ο χαρακτηρισμός τους ως “thought-provoking ambient rockers” που αναφέρονται στο πίσω μέρος του promo της κυκλοφορίας, ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα μιας που στο άκουσμα της περισσότερο μου έφερε στο μυαλό power metal κυκλοφορίες (και μάλιστα όχι από τις πολύ καλές).
Περνώντας στα –λίγα- θετικά της κυκλοφορίας, υπάρχουν κάποια συμπαθητικά και αξιομνημόνευτα refrain και κάποιες έξυπνες συνθετικές και ηχοληπτικές ιδέες ενώ απίστευτα θετική εντύπωση μου έκανε το live track με τον ατίθασα metal-o-southern χαρακτήρα που υπήρχε στο CD (“How To Conquer The World”) το οποίο μου έφερε λίγο στον νου τον πολύ Trent Reznor.
Εντύπωση μου έκανε η συμμετοχή του John Fryer (DEPECHE MODE, N.I.N, WHITE ZOMBIE, MARILYN MANSON, H.I.M, CRADLE OF FILTH, PARADISE LOST, FEAR FACTORY) ως παραγωγού, στο roster της κυκλοφορίας, μιας που καμία εκ των κυκλοφοριών των ονομάτων που τον ανέδειξαν ως παραγωγό δεν έχει επ’ ουδενή, καμία σχέση (ποιοτικά, μουσικά και ηχητικά) με το τελευταίο του αυτό εγχείρημα.
Στο σύνολό του το “Conspiritus” αποτυγχάνει στο να δημιουργήσει την φουτουριστική, industrial ατμόσφαιρα στην οποία προφανώς αποσκοπεί ο δημιουργός του, καταφέρνοντας σε αρκετά σημεία να γίνει κουραστικό μέσα όμως από ένα trendy ευκολοχώνευτο αποτέλεσμα το οποίο με τίποτα δεν καταφέρνει να σε εκνευρίσει. Είναι τρελοί αυτοί οι Βρεττανοί!
4.5
- Καλλιτέχνης: Ewigkeit