...Αυτό είναι το κακό με τους επί γενικών καθηκόντων προσληφθείς υπαλλήλους/συντάκτες μουσικών περιοδικών. Μέσα σε όλη την σαβούρα κυκλοφοριών των μουσικών τους γούστων που είναι υποχρεωμένοι να υφίστανται, αναγκάζονται πολλές φορές να έρθουν και ενώπιον μη προσφιλών σε αυτούς μουσικών τάσεων. Στην περίπτωση των NICODEMUS, ο υπογράφων είναι λοιπόν υποχρεωμένος να διατηρήσει μια διακριτική στάση, μην όντας οπαδός του μουσικού τους ύφους.
Με τον Christopher Morris λοιπόν (ιδιοκτήτη της δισκογραφικής Dark Throne Music) σε ρόλο Geddy Lee (μπάσο, φωνή, πλήκτρα), οι NICODEMUS δημιουργούν ένα μπαστάρδεμα όχι ευχάριστο στο αυτί, πράγμα που μάλλον εξηγεί και την κυκλοφορία του CD τους κάτω από το Ελληνικό recording label που ακούει στο όνομα Sonic Age Records. Ας τα πάρουμε από την αρχή.
Αυτό που συναντά κανείς στο “Vanity Is A Virtue” (τρίτη σε σειρά κυκλοφορία της μπάντας) είναι μια μελαγχολική progressive κατάσταση με κάποια οrient σημεία (τα οποία σε κάποιες φάσεις μόλις και μετά βίας μπόρεσα να ξεχωρίσω από αυτά των νυχτερινών κέντρων της Eθνικής οδού), αρκετά περίεργα tempos που πατάνε όμως πάνω σε άλλα πιο απλά, συνοδευόμενα από μελωδικά φωνητικά των οποίων τα πατήματα και οι γραμμές φέρνουν αρκετά σε DREAM THEATER (όπως και το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής), σε κάποια σημεία περισσότερο σε Maynard James Keenan (όπως και κάποια μουσικά σημεία σε A PERFECT CIRCLE) και σε κάποια άλλα σε KING DIAMOND -από τον οποίον μάλιστα θα μπορούσες να πεις πως η μπάντα έχει δανειστεί τόσο την riff-composing νοοτροπία όσο και αυτή των διαρκών αλλαγών. Οι δικασoκαταστάσεις, κοφτές ή και διαρκείας -όπως επιβάλλει η νοοτροπία του Ευρωπαϊκού Power metal ήχου- είναι δεδομένες ενώ υπάρχουν και κάποια πιο γρήγορα ή και πληκτρ-ο-ορχηστρικά black metal σημεία στο ύφος των DIMMU BORGIR. Τα πλήκτρα αν εξαιρέσεις τις στιγμές της παρουσίας τους στο background θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι κάπως “κακοβαλμένα” ενώ οι ήχοι των synths που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι καθ’ όλη την διάρκεια του CD κάπως παιδικοί.
Η παραγωγή είναι κάπως μέτρια λόγω περισσότερο του ότι τόσο τα μελωδικά όσο και τα Six Feet Under-like brutal και τα ελαφρώς σκισμένα φωνητικά που κάνουν πότε πότε την εμφάνισή τους είναι πολύ μπροστά σε σχέση με το σύνολο όπως άλλωστε και τα πλήκτρα.
Σε όσους όλα τα παραπάνω δεν δίνουν την αίσθηση του μπασταρδέματος που περιέγραψα στην εναρκτήρια παράγραφό του κειμένου, αρκεί να πω πως την εμφάνισή τους κάνουν και κάποιες jazz στιγμές, ενώ κάποια σημεία –πιθανά λόγω των πλήκτρων- μου έφεραν στο μυαλό ακόμα και τους THE KOVENANT.
Στο σύνολο τους οι NICODEMUS μου έδωσαν την αίσθηση της επιτηδευμένα sophisticated αλλά άρτια καταρτισμένης τεχνικά μπάντας και θα μπορούσα εξαντλώντας το πλήρες της αυστηρότητάς μου να τους χαρακτηρίσω λίγο ανέμπνευστους και σε αρκετές φάσεις κουραστικούς. Φυσικά καλές στιγμές και ιδέες δεν λείπουν αλλά δυστυχώς χάνονται μέσα στην σχετική μετριότητα του συνόλου.
Η αγορά του CD προτείνεται επί τω πλείστον σε μουσικούς –λόγω της άρτιας τεχνικής κατάρτισης των οργανοπαικτών την οποία και ανέφερα προηγουμένως- και σε άτομα με όρεξη για μουσική μελέτη της εν λόγω κυκλοφορίας όσο κι αν αυτή προέρχεται από μια άγνωστη σχετικά μπάντα. Καλοπερασάκηδες και συναυλιακοί καλύτερα ας την αποφύγουν …
5.5
- Καλλιτέχνης: Nicodemus