“Πραγματικά δεν μπορώ να πιστέψω πως αυτήν την στιγμή ακούω την ίδια μπάντα με αυτήν της οποίας το ντεμπούτο είχα μείνει απλά έκθαμβος και της οποίας το δεύτερο σε χρονολογική σειρά masterpiece είχα υποσυνείδητα κατατάξει στην πρώτη θέση του προσωπικού μου top-10 καλύτερων κυκλοφοριών για το έτος 2003”… αυτή ήταν και η πρώτη σκέψη που πραγματικά διαπέρασε το μυαλό μου στην παρθενική ακρόαση του “Wolf’s Return”.
Έχοντας στο παρελθόν κάνει μια συνέντευξη με τον mainman (βασικό συνθέτη/κιθαρίστα, vocalist) της μπάντας, JB (κατά κόσμον Janne Christoferson, vocalist και των SPIRITUAL BEGGARS), μου είχε εκτός των άλλων εκμυστηρευτεί πως βασικά του ακούσματα αποτελούσαν πάντοτε μπάντες της epic σκηνής (συγκεκριμένα MANOWAR και BATHORY). Παρ’όλα αυτά όμως και όσο κι αν πίσω από την southern riff-ολογία και το απίστευτο groove του self titled ντεμπούτου των GRAND MAGUS υπήρχε μια γενικότερη επική νοοτροπία, όσο κι αν το βαρύ κι ασήκωτο κλίμα του αριστουργηματικού ”Monument” υπέθαλπτε ουσιαστικά μία ανατριχιαστικά διακριτική επικούρα και μία essence true αισθητικής και διάθεσης, κανείς σίγουρα δεν μπορούσε να φανταστεί πως το πολυαναμενόμενο (κατ’ εμέ) “Wolf’s Return” θα ηχούσε κάπως έτσι. Πώς έτσι;…
Η περίπτωση της τρίτης σε σειρά (μη αναλογιζόμενου του split με SPIRITUAL BEGGARS υπό την ταμπέλα της Southern Lord) κυκλοφορίας του trio από την παγωμένη Σουηδία είναι μάλλον ιδιαιτέρως ιδιάζουσα. Το -κακά τα ψέματα- metal-άδικο σε σημεία, αλλά τόσο groove-άτο heavy rock, epic αισθητικής των προηγούμενων δύο κυκλοφοριών έχει λοιπόν δώσει την θέση του σε έναν αμιγώς πλέον epic metal ήχο.
Μιλώντας σαν fan του παρελθόντος της μπάντας λοιπόν, μπορώ να δηλώσω επιεικώς απογοητευμένος μιας που αυτό που συνάντησα ερχόμενος ενώπιον της θλιβερής πραγματικότητας που κρυβόταν πίσω από το απίστευτα cult και καλαίσθητο front cover του “Wolf’s Return”, ήταν χλιαρές και ανούσιες μελωδίες, μπουκωμένα όσο και μονότονα riffs, δίκαση (όχι υψηλών ταχυτήτων) σε αφθονία, παιδικά (όχι από τεχνικής άποψης) κιθαριστικά solos, τα γνωστά κρατημένα φωνητικά του JB, όπως πάντα τίγκα στο γρέζι, το vibrato, και το ζόρισμα κατά την διάρκεια των ανεβασμάτων (στοιχεία τα οποία και του πηγαίνουν απίστευτα), ελαφρά παραμορφωμένο μπάσσο, χαμηλές σχετικά ταχύτητες και μία παραγωγή υπέρ του δέοντος ικανοποιητική. Σύνολο; Μέτριο ή αν μη τι άλλο όχι εφάμιλλο της τόσο παραγωγικής ποιοτικά προηγηθείσας περιόδου της μπάντας. Περιττό θεωρώ το να αναφέρω το πόσο με χάλασαν κάποιες Tolkien-ιακές, δήθεν αιθεριακές στιγμές που πραγματικά έμοιαζαν βγαλμένες από το soundtrack της γνωστής κινηματογραφικής τριλογίας του σκηνοθέτη Peter Jackson. Κλείνοντας όσον αφορά το μουσικό μέρος, οι μοναδικές ίσως στιγμές που φιλότιμα προσπαθούν να ανταποκριθούν στο μεγαλείο του παρελθόντος της μπάντας (και επ’ ουδενή φυσικά να το ανταγωνιστούν) είναι το 1 λεπτού και 35 δευτερολέπτων “Hamnd” και το main riff του επόμενου “Ashes”.
Όντας απογοητευμένος από την χαμηλή ποιότητα και την σε σημεία κιτς αισθητική (τα λεγόμενά μου επιβεβαιώνει η θέα του οπισθόφυλλου του CD) του περί ου ο λόγος ακούσματος, δυστυχώς δεν μπόρεσα να καταλάβω αν υπάρχει συσχετισμός της διλογίας κομματιών (“Wolf’s Return I”, “Wolf’s Return II”) και των τόσων intros (3 τον αριθμό) με κάποιο στιχουργικό concept και πραγματικά μετά το πέρας της ακρόασης έπαψε να με ενδιαφέρει το αν κάτι τέτοιο όντως συνέβαινε.
Κλείνοντας αισθάνομαι υποχρεωμένος να υπογραμμίσω τα παρακάτω: Για έναν fan του παρελθόντος της μπάντας, όπως ο υπογράφων, το νόμισμα δεν έχει δεύτερη όψη και σίγουρα το μέλλον του CD διαγράφεται, αν μη τι άλλο, σκονισμένο και σε ράφι. Ένας οπαδός του epic ήχου καλό θα ήταν να το τσεκάρει, ενώ τέλος ως πρώτη γνωριμία με τους MAGUS καλό θα ήταν να προτιμηθεί κάποιος από τους τόσο αξιόλογους προκατόχους του “Wolf’s Return” αντί αυτού.
3 (άκρως υποκειμενικά)
- Καλλιτέχνης: Grand Magus