Δεν είμαι, ούτε το παίζω ψυχολόγος κανενός είδους, απλά αυτός ο δίσκος μου δίνει άλλη μια ευκαιρία να τονίσω τη σημασία της χαρούμενης μουσικής. Και θεωρώ μαγκιά των Silent Force το γεγονός ότι κάνουν το δίσκο χαρούμενο χρησιμοποιώντας την οδό των σκαμπανεβασμάτων μέσα σε ένα κομμάτι. Το μακροβούτι που σε βγάζει μετά στην επιφάνεια είναι ίσως η ουσία της μουσικής ολόκληρης…
Χαρούμενος δεν σημαίνει χαζοχαρούμενος φυσικά. Και το όλο θέμα σοβαρεύει μόλις σας συστήσω τους Silent Force. Βασικά είναι το σχήμα που πλαισιώνει τον υπέρτατο D.C. Cooper. Την πιο υποτιμημένη φωνή που έβγαλε το heavy metal. Την πρώην φωνή των Royal Hunt που έχει σίγουρα στοιχειώσει κατά καιρούς πολύ κόσμο, και που τώρα επιδίδεται σε power metal εξάρσεις. Ανεξαρτήτως μουσικού ύφους που ακολουθεί, ο D.C. Cooper έχει το μοναδικό χάρισμα να αγγίζει τον ακροατή όσο λίγοι, όντας πολύ ζεστός και τόσο μοναδικός σε χροιά και ήχο που όποιος δεν τον εκτιμά (και πολύ περισσότερο, κατανοεί), τότε μάλλον έχει πρόβλημα είτε στο αυτί είτε βαθύτερα. Δεν χωράει υποκειμενικότητα με τον D.C. Cooper όπως και δεν χωράει με τους Dickinson, Tate, Dio, Halford και 2-3 άλλους.
Τις κιθάρες αναλαμβάνει ο πρώην Primal Fear, Alex Beyrodt, και κάπου εκεί τελειώνουν οι γνωστές παρουσίες σε ένα σχήμα που αισίως κυκλοφορεί τη τρίτη δουλειά του. Και είναι χαλαρά η κορυφαία, γι’αυτό και τους «μάζεψε» η Sanctuary. Γερμανικό power metal, με «γεμάτες» κιθάρες και όχι ένα ακόρντο ανά 3 γραμμές στίχων, καθώς και σημαντική παρουσία πλήκτρων που σε σημεία προσθέτει πανέμορφα ορχηστρικά σημεία με βιολιά και τα ρέστα. Η Royal Hunt αισθητική κάνει μόνο διακριτικά την παρουσία της, και εν τέλει το σχήμα έχει τη δική του προσωπικότητα, αν και όταν δεν τραγουδάει ο D.C. Cooper θα μπορούσαν να είναι οποιοιδήποτε άλλοι Γερμανοί. Έλα όμως που τραγουδάει συνεχώς, υπάρχουν και πολλά πολυφωνικά σημεία…
Από τις 12 συνθέσεις, ξεχωρίζουν τέσσερις αν και κάθε φορά που το ακούω όλο και κάπου αλλού κολλάω. Το “No One Lives Forever” δεν είναι το τυπικό «δίκασο» power κομμάτι, αλλά έχει έντονο rock’n’roll χαρακτήρα και αποτελεί το single του δίσκου, δικαιολογημένα καθώς έχει ένα ρεφρέν «άντε γειά». Ξεχώρισα επίσης το εξυψωτικό “Once Again” και καπάκι το “Master Of My Destiny”. Η απόδοση του D.C. Cooper είναι εκείνη που κλέβει τη παράσταση, ειδικά με το χαρακτηριστικό σταδιακό ανέβασμα οκτάβας ανά επανάληψη του εκάστοτε ρεφρέν ή και μέσα στην ίδια πρόταση, όπως συμβαίνει το “Iron Hand”.
Ας το θέσω απόλυτα, όπως έκανα και για την αξία του D.C. Cooper: το “Worlds Apart” είναι ό,τι καλύτερο έχει κυκλοφορήσει το χώρο του Ευρωπαϊκού power metal εδώ και πολλά χρόνια. Συνοψίζοντας τους λόγους, αυτοί είναι η συγκλονιστική ερμηνεία του D.C. Cooper και το χρωμάτισμα ενός power metal καλουπιού με στοιχεία από Royal Hunt στο fast-forward καθώς και με έξυπνες παρεμβάσεις από keyboards (βλ. συμφωνικά εφέ). Δεν είναι progressive-power metal σε καμία περίπτωση. Δεν είναι ριζοσπαστικό. Είναι ο επαναπροσδιορισμός του Ευρωπαϊκού power metal.
9
- Καλλιτέχνης: Silent Force