metal.team

Ακούγοντας το δεύτερο μέρος της «μεταλλικής όπερας» με το όνομα Avantasia, μπορεί κανεις να γράψει πολλά. Πριν όμως γίνει αυτό, η πρώτη σκέψη έχει να κάνει με την ταυτότητα του δίσκου. Γερμανικό power metal, εν έτει 2002. Ο δίσκος κατατάσσεται σε ένα ιδίωμα το οποίο τείνει να γίνει γραφικό. Αν το καλοσκεφτείτε, οι Γερμανοί μουσικοί παίζουν με τον ίδιο τρόπο εδώ και σχεδόν 15 χρόνια. Το progressive είναι εκ φύσεως προοδευτικό και πολύπλοκο. Το αμερικάνικο heavy έχει φλερτάρει κατά καιρούς με το progressive, το thrash, το death, ή και όλα μαζϊ (π.χ. Nevermore). Η Σουηδική σκηνή είναι τελείως απρόβλεπτη (βλ. In Flames, Opeth). Μέχρι και οι Άγγλοι, ακόμα και αν έχουν ξεφτιλιστεί κατά πολύ, τουλάχιστον έχουν αλλάξει. Η μόνη σκηνή που που επιμένει «γερμανικά» είναι η...Γερμανική. Εκτός από εξαιρέσεις δίσκων (π.χ. το τελευταίο Blind Guardian, μερικά των Rage), τα συγκροτήματα επιμένουν στη γνωστή «διμποτίλα» και το γενικότερο προβλέψιμο στήσιμο των κομματιών. Λογικά, αυτή η γερμανική αφοσίωση αποδίδει εμπορικά, τουλάχιστον για τα μεγάλα ονόματα, γι’αυτό και δεν βλέπουμε καινοτομίες. Και από τη στιγμή που οι Γερμανοί δεν καινοτομούν, τη διαφορά ανάμεσα σε καλό και κακό δίσκο την κάνουν ουσιαστικά τα «ρεφρέν» και 1-2 solos.

Τί σχέση έχουν όλα αυτά με το Avantasia 2; Έχουν άμεση, διότι ο δίσκος περιέχει συμμετοχές από την αφρόκρεμα της Γερμανικής σκηνής καθώς και άλλους μουσικούς που μοιράζονται την ίδια φιλοσοφία. Και αντικατοπτρίζει την στενοκεφαλιά, αν θέλετε, που τους χαρακτηρίζει, ή που τους επιβάλει ο εγκέφαλος πίσω από όλη την υπόθεση, Tobias Sammet. Ο παραπάνω τραγουδιστής παίζει ενδιαφέρον power metal με τους Edguy, και πράγματι έχει ένα κάποιο ταλέντο στην σύνθεση μελωδιών. Το θέμα είναι ότι δεν εκμεταλεύεται το project Avantasia να πειραματιστεί. Παίρνει μια αρμάδα μουσικών με περγαμηνές και πηγαίνει από το σίγουρο μονοπάτι, αντί να τους αφήσει να εκφράσουν ενδεχομένως τις όποιες ανησυχίες τους.

Έστω λοιπόν, ότι ξεπερνάμε το γεγονός ότι ο δίσκος δεν ξεφεύγει από τα καθιερωμένα. Έτσι και αλλιώς, δεν ήταν υποχρέωση των Avantasians να αλλάξουν τη ροή του Γερμανικού power metal. Επί της ουσίας, πάρτε για παράδειγμα το εναρκτήριο “The seven angels”, το οποίο τραβάει τη προσοχή. Και μόνο η αλληλουχία στα φωνητικά των Tobias Sammet, Oliver Hartmann, Michael Kiske, Rob Rock, David DeFeis, Andre Matos στα 14 λεπτά διάρκειας είναι αρκετή. Το αποτέλεσμα, αν και επιβλητικό σε σημεία, δεν είναι όσο εντυπωσιακό φαίνεται στα χαρτιά. Ο χρόνος συμμετοχής των παραπάνω είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Ακόμα και ο Timo Tolkki που υποτίθεται ότι συνεισφέρει κιθαριστικά, δεν παρέχει παρά ένα (καλό ομολογουμένως) solo σε 14 λεπτά. Σαν κομμάτι πάντως δικαιολογεί πλήρως τον τίτλο “metal opera” και είναι το καλύτερο δείγμα από το album. Επίσης, αναδεικνύει τις ικανότητες ενός παρεξηγημένου κιθαρίστα. Ο λόγος για τον Henjo Richter των Gamma Ray, ο οποίος ξεδιπλώνει ιδέες που πιθανόν κρυβόντουσαν τόσο καιρό πίσω από τον Kai Hansen. Ας σημειωθεί ότι μπάσο στο δίσκο παίζει ο Markus Grosskopf.

Ένα κομμάτι που πραγματικά ξεχωρίζει στο δίσκο είναι το επονομαζόμενο “The final sacrifice”. Αυτό συμβαίνει επειδή το σχήμα παίζει πολύ κοντά στο αμερικάνικο power metal, και συνιστά πειραματισμό. Εκπληκτικά riffs, όμορφo ξεδίπλωμα των drums από τον Alex Holzwarth (Sieges Even) και εντυπωσιακή ερμηνεία από τον Sammet ο οποίος μπαίνει σε ξένα χωράφια αλλάζοντας ελαφρώς την τεχνική του. Το βασικότερο όμως είναι η εκτενής σχετικά συμμετοχή του David DeFeis, ο οποίος φαίρνει το κομμάτι στα μέτρα των Virgin Steele και εν τέλει ακούμε κάτι σαν τους Manowar να παίζουν γρήγορα.

Άλλη αξιόλογη στιγμή που ξεφεύγει από τα Γερμανικά καθιερωμένα είναι το “Memory”, στο οποίο τα φωνητικά αναλαμβάνει κατά μεγάλο μέρος ο Ralf Zdjarstek και κερδίζει τον ακροατή με τη χαρακτηριστική χροιά του. Φυσικά, ο βασικός λόγος που το κομμάτι αξίζει, είναι τα κιθαριστικά μέρη του Richter, τα οποία όποτε κάνουν την εμφάνισή τους (και κλείνουν το μάτι προς την αμερικάνικη σκηνή), κερδίζουν τις εντυπώσεις. Δυχτυχώς, σε κομμάτια όπως το “No return”, οι κιθάρες φιμώνονται στο «ρεφρέν», και το αποτέλεσμα είναι το λεγόμενο «στρουμφο-μέταλ». Στο δε “In quest for”, εκτός από τις κιθάρες, απουσιάζουν κυριολεκτικά όλα τα καθιερωμένα όργανα, και ο φίλος μας ο Tobias παραθέτει ένα νανούρισμα, συνοδεία πιάνου. Η έτερη μπαλάντα, “Anywhere”, στέκεται με περισσότερη αξιοπρέπεια και η παρουσία της δικαιολογείται από τη φύση των στίχων, οι οποίοι απαιτούν σκαμπανεβάσματα στην ένταση της μουσικής.

Υπάρχουν και τρία τυπικά power κομμάτια, με τίτλους “The looking glass”, “Neverland” και “Chalice of agony” από τα οποία το πρώτο είναι το βαρύτερο αλλά τρίτο είναι μάλλον το καλύτερο. Ο δίσκος κλείνει με τη συμμετοχή του Eric Singer στα drums (ο οποίος δεν παίζει τίποτα σπουδαίο πάντως) καθώς και του Timo Tolkki στο δεύτερο από τα..δύο solos που δίνει στο δίσκο. Το κομμάτι ταιριάζει για κλείσιμο όπερας, έργου, δίσκου κλπ, αλλά τίποτα περισσότερο.

Αν σας φαίνονται παράξενοι οι τίτλοι, είναι διότι αναφέρονται στην εξέλιξη της ιστορίας που κρύβεται πίσω από την Avantasia. Εν ολίγοις, πρόκεται για παραμυθάκι της Χαλιμάς, το οποίο δεν θα αναλυθεί σε αυτές τις σελίδες. Το εξώφυλλο δίνει το στίγμα για το στιχουργικό περιεχόμενο...Σημειωτέον ότι το βιβλιαράκι περιέχει όλη την ιστορία του δευτέρου μέρους της «μεταλλικής όπερας».

Ποιός ο λόγος ύπαρξης της παρέας του Tobias Sammet; Δύσκολο να απαντήσει κανείς αντικειμενικά. Και αυτό διότι το πρώτο αίσθημα που δίνει ο δίσκος στον ακροατή, είναι εκείνο της απογοήτευσης. Απογοήτευση που διαβάζει τα ονόματα των συμμετέχοντων και εν συνεχεία διαπιστώνει ότι πρόκεται για αυστηρά προσωπικό project του Tobias Sammet που χρησιμοποιεί τα εν λόγω ονόματα ως «κράχτες». Βέβαια ύστερα αντιλαμβάνεται ότι είναι κάπως αυστηρή αυτή η σκέψη, καθώς οι συμμετέχοντες είναι απλά guest μουσικοί, και όχι κάποια συμμαχία με σκοπό να σώσει το power metal. Μια σκέψη έτσι, μια αλλιώς, πήγε περίπατο η αντικειμενικότητα.

Για να μην μακρυγορούμε, πρόκειται για δίσκο τον οποίο μπορεί να «θάψει» ο υπερ-απαιτητικός, αλλά ο οπαδός της σκληρής μουσικής θα δεί ότι δεν πρόκειται για αρπαχτή και θα τον δει με καλό μάτι. Μια παρέα από κορυφαίους μουσικούς μαζεύτηκε και παίζει power metal το οποίο συγκριτικά με άλλες «καταστροφές» που κυκλοφορούν, ξαφνιάζει με τις διάφορες συμμετοχές που πετάγονται από του πουθενά ενώ σαφώς διακατέχεται από έμπνευση, δεδομένου ότι πρόκειται για συνθετική δουλειά ενός-δύο ανθρώπων. Απαιτεί αρκετά ακούσματα, ώστε να εξασκηθεί το αυτί του ακροατή και να ξεχωρίζει πότε τραγουδάει ποιός. Μόλις γίνει αυτό, ο δίσκος απορροφάει και ο ακροατής βρίσκεται με τους στίχους στο χέρι και ζει το παραμύθι...




7

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured