Σαν πολύ καιρό περίμεναν οι Blind Guardian για να κυκλοφορήσουν το νέο δίσκο τους, A Night At The Opera. Από τη μία η (δυσανάλογη για την αξία του) εμπορική επιτυχία του προκατόχου του που σήμανε εκτεταμένη περιοδεία, και από την άλλη η απόπειρα Demons&Wizards κράτησαν τη μπάντα μακριά από το (ιδιόκτητο) studio. Εν πάσει περιπτώσει, εδώ είμαστε, με το δισκάκι να παίζει στο στεροφωνικό ή να περιμένει στο δισκοπωλείο. Το ερώτημα είναι αν πρέπει να περιμένει για πολύ ακόμα στο ράφι.
Έχουμε και λέμε λοιπόν. Κατ’αρχήν, ο (δανεισμένος από Queen) τίτλος είναι αρκετά αντιπροσωπευτικός. Όχι για το στιχουργικό περιεχόμενο, αλλά για το μουσικό. Περισσότερα από ποτέ χορωδιακά φωνητικά, και αίσθηση ότι πρόκεται για ένα εξαιρετικά δεμένο album. Είναι σαφές ότι ο δίσκος επιδιώκει να ακούγεται ώς ένα αυτούσιο έργο, και όχι ως συλλογή κομματιών. Είναι δύσκολο να κάτσει να ακούσει κανείς ορισμένα μόνο κομμάτια. Το ένα φέρνει το άλλο, και τελικά περνούν και τα 67 λεπτά διάρκειας. Ο δίσκος κυριολεκτικά ξυπνάει τη φαντασία, αλλά υπνωτίζει κιόλας. Με άλλα λόγια, απορροφά τον ακροατή.
Σε λίγα σημεία τραβάει τη προσοχή κάτι. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι βαρετός, αλλά ότι είναι εντυπωσιακά ομοιογενής, έτσι ώστε να μην αφήνει το ακροατή να πει «μου αρέσει αυτό, δεν μου αρέσει εκείνο». Αντιμετωπίζοντάς το ως «έργο», ο ακροατής κερδίζει τα μέγιστα από το δίσκο.
Το επόμενο βήμα είναι να «ξεψαχνίσει» κανείς το δίσκο. Βασικό πλεονέκτημα ότι δεν υπάρχουν πολές επαναλήψεις. Υπάρχουν όσες αρκούν για να δώσουν ταυτότητα και «ρεφρέν» στο κάθε κομμάτι, αλλά η ποικιλομορφία και οι διάφορες ιδέες που ξεπετάγονται είναι άξιες αναφοράς. Τα γεμάτα 5 λεπτά που διαρκεί καθ’ελάχιστο το κάθε κομμάτι αφήνουν χώρο για συνθέσεις και πειραματισμούς.
Από το ιδιαίτερα χορωδιακό εναρκτήριο κομμάτι “Precious Jerusalem”, στο μάλλον μονότονου ύφους “Battlefield”, και από το βαρύ και απαραίτητο μέσα στο δίσκο “Under the ice”, στο εντυπωσιακά δουλεμένο “Sadly sings destiny” (ο τίτλος μαρτυρά τα αρκετά κλασσικά metal στοιχεία), ο ακροατής ήδη έχει εκτιμήσει το δίσκο, αλλά διατηρεί τις αμφιβολίες για το αν θα ακούσει λίγο επιθετικότητα ακόμα. Τα διάφορα keyboards και χορωδιακά effects ως υπόκρουση στερούν κάποια από την τραχύτητα.
Το “Maiden and the minstrel knight” είναι ένα αργού ρυθμού κομμάτι, χωρίς να είναι ούτε βαρύ αλλά ούτε και μπαλάντα, και αναμένεται καλής αποδοχής ζωντανά λόγω της επιβλητικής ατμόσφαιράς του. Αφού δε, τελειώνει το κυρίως μέρος, ξεσπάει ελαφρώς το κομμάτι, αλλά το κόβουν απότομα. Πολύ κακώς. Είχε πολύ ψωμί ακόμα.
Ακόμα ψάχνουμε την τραχύτητα. Μια δίψα γεννιέται για περισσότερα μεμονομένα Hansi Kursch φωνητικά. Η απίστευτα εκφραστική αυτή φωνή έπρεπε να αναδεικνύεται περισσότερο και να μην συνοδεύεται σε κάθε δεύτερη στροφή από χορωδία. Η κίνηση να ακούγεται σε σημεία η ίδια του η φωνή τρείς και τέσσερις φορές ηχογραφημένη για να προσδώσει ακόμα περισσότερα χορωδιακά χαρακτηριστικά είναι εξίσου αποτυχημένη όσο και στο πρόσφατο Iced Earth. Ο πιο επιτυχημένος συνδυασμός φωνιτικών πάντως γίνεται χαλαρά στο “Wait for an answer” το οποίο είναι απλά μαγευτικό. Από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου.
Δοκιμασμένες λύσεις στα όργανα στο “The soulforged”, αλλά τελικά το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Υπάρχει και μια «ψευδό-κραυγή» του Kursch που ξυπνάει τα «μεταλλικά» ένστικτα του ακροατή. Το μέρη με lead guitar είναι εξαιρετικά επιτυχημένα, ενώ δίνεται η εντύπωση ότι η διάρκεια του κομματιού είναι πολύ μεγαλυτερη από τη πραγματική. Όχι επειδή γίνεται βαρετό, αλλά επειδή έχει τόσες ιδέες δεμένες που μοιάζει να ξετυλίγεται συνεχώς.
Ακόμα υπάρχει όμως μια δίψα για head-banging. Δίψα που εν μέρει ικανοποιείται στο “Age of false innocence”, από το οποίο όμως λείπει ένα riff να υποστηρίξει το «ρεφρέν». Η διακριτική δουλειά του Andre Olbrich στις κιθάρες σημαίνει δύο πράγματα. Ότι όποιος την προσέξει, πραγματικά υποκλίνεται και τον κατατάσει πολύ ψηλά στους σύγχρονους metal συνθέτες αλλά και εκτελεστές. Αλλά και ότι ακριβώς είναι ένα click πιο διακριτική απ’ότι πρέπει. Έχουν τις μελωδικές γραμμές, και αντί να τις αναδείξουν κιθαριστικά, «εμπορικοποιούν» το δίσκο με τις πολυφωνίες, τα effects και τα «εκατομμύρια» κανάλια που χρησιμοποίησαν στην ηχογράφηση.
Ελαφρώς πρόχειρο power metal κρύβει το “Punishment divine”, αλλά μέσα σε ένα τόσο διαφορετικό δίσκο, χρειάζεται και λίγο «διπλοπεταλία» και «τραχύτητα» που ψάχναμε. Και μια και αναφέρθηκε η «διπλοπεταλιά», ας γραφτεί ότι ο drummer Thomas Stauch, αν και άψογος στα μέχρι τώρα καθήκοντά του όντας ταχύτατος και σταθερός, μοιάζει να περιορίζει το σχήμα. Χωρίς υπερβολή, λίγο περισσότερη φαντασία (που δεν σημαίνει σε καμμία περίπτωση χαμηλότερες ταχύτητες) θα έφερνε το δίσκο σε άλλα επίπεδα. Θυμιθείτε τί έκαναν οι Angra στο απίστευτο “Holy Land”. Ξέρετε, ο τρόπος να προσεγγίσει ένα power metal σχήμα πιο progressive μονοπάτια ξεκινάει από το ρυθμό. Και το ξέρουν αυτό οι Γερμανοί και κάνουν απόπειρες στο Night At The Opera, απλά κάπου δεν τολμούν περισσότερο.
Φυλάνε πάντως την έκπληξη για το τέλος. Έχει γραφτεί αρκετές φορές σε αυτές εδώ τις σελίδες ότι η μεγάλη διάρκεια καθιστά τα metal κομμάτια «έπη». Στα 14 λετπά του “And then there was silence” γίνεται το ανάποδο. Ένα έπος γίνεται metal κομμάτι. Έπος με τη έννοια ότι είναι εντυπωσιακό, επιβλητικό, γεμάτο εκπλήξεις, και σε συνδυασμό με την ανάγνωση των στίχων, πάει αλλού τον ακροατή. Metal κομμάτι γιατί έχει όλα τα χαρακτηριστικά των Blind Guardian. Και πάλι ισχύει η παρατήρηση περί χορωδιακών «εφέ» και διακριτικής κιθάρας, αλλά κάπου μένουν στην άκρη αυτά.
Fantasy metal. Αν μή τί άλλο, έτσι πρέπει να χαρακτηρίζεται ένας δίσκος που στιχουργικά καταπιάνεται με τις 40 μέρες του Χριστού στην έρημο, με τη Κασσάνδρα, με το Τρωικό Πόλεμο, αλλά και με το Γαλιλαίο, με το Nitchze, καθώς και με προσωπικά και φιλοσοφικά ζητήματα. Και καταφέρνει να ακούγεται και έτσι. Να δικαιολογεί τους στίχους δηλαδή. Αν είχε αυτό στο μυαλό του το σχήμα και ο Charlie Bauerfield (παραγωγή) τότε ο δίσκος έχει πετύχει τους στόχους του. Απλά αφήνει μια «τζούρα» metal απ’έξω. Προσωπικά μιλώντας, το καλύτερο album για οδήγημα που έχω ακούσει εδώ και πολύ καιρό...Και ό,τι καταλαβαίνετε από αυτό...Απλά για αποφυγή παρεξηγήσεων, κοιτάξτε το βαθμό.
8
- Καλλιτέχνης: Blind Guardian