Παράξενο κεφάλαιο της μεταλλικής μουσικής οι Iced Earth, ειδικότερα από μια ελληνική οπτική γωνία. Εξαιρετικά δημοφιλείς στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά τα πιασάρικα riffs και τις μελωδίες του Dark Saga. Άγνωστοι εώς ανύπαρκτοι σε άλλες χώρες, όπως οι Η.Π.Α. από τις οποίες προέρχονται. Για να ευλογήσουμε τα γένια μας να πούμε ότι οι Έλληνες είναι ιδιαίτερα ψαγμένοι σε ότι αφορά πραγματικά ποιοτικά συγκροτήματα. Και οι Iced Earth είναι ένα από αυτά. Πάντως παρά τα αρκετά χρόνια δισκογραφικής παρουσίας, το «μπάμ» δεν έχει γίνει για το σχήμα. Παρά τον εξαιρετικό ήχο και παίξιμο (σήματα κατατεθέντα) του Jon Schaffer, παρά το σαφές συνθετικό ταλέντο του, παρά τη ξεχωριστή και πολυμορφική φωνή του Mat Barlow, παρά τη σωρεία σοβαρών δίσκων, οι οποίοι θεωρούνται τουλάχιστον πλήρεις καθώς κουβαλούν ότι περιμένει κανείς σε ένα γνήσιο heavy metal δίσκο. Δεν είναι λογικό θα πείτε. Μέχρι ένα σημείο δεν είναι πράγματι. Και το γεγονός ότι παρουσιάζουν μια αντιεμπορική εικόνα δεν μπορεί από μόνο του να χρεωθεί την underground πραγματικότητα της μπάντας. Άρα τί φταίει; Από μουσικής πλευράς όχι πολλά πράγματα. Τίποτα δε φταίει, αλλά και τίποτα δεν έχει κάνει την επανάσταση. Είναι αλήθεια ότι το Alive in Athens περίμενα να κάνει θόρυβο διεθνώς, καθώς είναι ένας τριπλός δίσκος ο οποίος πολύ απλά δεν κάνει πουθενά κοιλιά, όλα τα κομμάτια στέκονται επάξια και βγάζουν προς τα έξω τη καλύτερη πλευρά του συγκροτήματος. Όχι θόρυβος, αλλά ούτε ψίθυρος δεν ακούστηκε. Και δυστυχώς μάλλον δεν πρόκεται να ακουστεί ούτε με το Horror Show.
Έτσι όπως τα γράφω βγαίνει προς τα έξω η εικόνα «εμείς τους ξέρουμε, τους εκτιμάμε, αλλά ελπίζουμε και να γίνουν μεγάλοι διεθνώς». Ναι μεν, αλλά ας εξετάσουμε αν ο συγκεκριμένος δίσκος ικανοποιεί τουλάχιστον εμάς τους «γνώστες». Είτε σας αρέσει είτε όχι, απλά και ξάστερα τα πρώτα 5 κομμάτια είναι από μέτρια εώς τραγικά και τρισάθλια. Το “Wolf” κάνει την χειρότερη δυνατή εντύπωση ανοίγωντας το δίσκο, σπάζοντάς τα νεύρα μας με το drum machine του. Έλεος πια. Αφου ο νεοφερμένος Richard Christy υποτίθεται ότι κάτι ξέρει, γιατί τέτοια μπουκώματα και μονόπλευρη ατμόφαιρα; Αυτό είναι το τραγικό και τρισάθλιο. Το “Damien” ξεγελάει τον ακροατή με τη μεγάλη του διάρκεια και περά από τους τραβηγμένους στίχους απογοητεύει με το refrain-ψαλμωδία του. Κάτι πάει να κάνει το “Jack” (The Ripper) αλλά καταντάει βαρετό, ενώ η μπαλάντα “Ghost of Freedom” είναι μελωδική και όλα ωραία και καλά, αλλά λείπει εκείνο το heavy crunch του “Watching over me” για παράδειγμα. Αρκετά πρωτότυπο και ανατολίζων αρχικά το “Im-Ho-Tep (The Pharaoh’s curse)” αλλά τίποτα περισσότερο.
Η κατάσταση αλλάζει άρδην με το κορυφαίο “Jekyll and Hyde” το οποίο πλημμυρίζει από συνθετική μαεστρία, εναλλαγές, δουλεμένα όργανα, έξυπνα φωνητικά. Εισαγωγούλα και μετά ξέσπασμα με τον παλιό καλό Barlow παρέα με πολυφωνίες. Ειδικότερα για το φωνητικά, ο δίσκος χάνει κάποιους πόντους με πειραματισμούς. Στα πρώτα τραγούδια πίσω από τον Barlow ακούγεται είτε η ίδια του η φωνή, είτε κάποια ομαδικά φωνητικά τα οποία μειώνουν τη διαύγεια της μουσικής. Στο δε “Damien” τα φωνητικά είναι υπερβολικά ψηλά συνεχώς και απογοητεύουν. Αντίθετα, στο “Jekyll and Hyde” ακούμε ότι πρέπει να ακούμε, ενώ κάποια φωνητικά του Schaffer με υψηλή στάθμη στη μίξη αποτελούν μια ευχάριστη έκπληξη.
Εκπληκτικό το riff του “Dragon’s Child” και μαζί με τις συγχρονισμένες διπλομποτίες ξυπνούν συναυλιακά ένστικτα στον ακροατή. Δεν ταιριάζει με το μουσικό χαρακτήρα του δίσκου καθώς παραπέμπει περικά χρόνια πίσω, αλλά δεν παύει να είναι από τα καλύτερα του δίσκου. Οι επιλέγοντες την limited edition θα έχουν τη ευκαιρία να παρακολουθήσουν μαθήματα drums από τον Christy, καθώς εκεί εντοπίζεται η ειδοπειός διαφορά της διασκευής στο “Transylvania”. Η οποία πάντως, είναι μια μάλλον εμπορική κίνηση ώς επιλογή, ενώ κάποια στιγμή κουράζει με τα αλλαγμένα solos.
Εξαιρετικό κομμάτι το “Frankenstein” με εμπνευσμένα lead guitar μέρη, ενώ οι στίχοι είναι περιεκτικότατοι. Βαρύ και ταυτόχρονα γρήγορο με προσεγμένα και όχι μονότονα drums καταλαμβάνει μια από τις πρώτες θέσεις. Γενικότερα, η κίνηση να βασιστεί ο δίσκος σε ιστορίες τρόμου είναι μάλλον ευφυής, ενώ το artwork (πλην του παραδοσιακά κωμικοτραγικού εξώφυλλου) συνεισφέρει σε μια σωστή παρουσίαση του όλου concept. Concept που περιλαμβάνει και “Dracula” το οποίο μέχρι τα 3μισι λεπτά δίνει ρέστα με τον Barlow να τα πηγαίνει καλά με το ψηλά φωνητικά αντίθετα με άλλα κομμάτια. Στα 3μισι λετπά δυστυχώς αποκαλύπτεται ένα γελοίο πραγματικά πολυφωνικό refrain τύφλα στο διπλοπέταλο που κρεμμάει τον ακροατή.
Ευτυχώς, η αποζημίωση ακούει στο όνομα “The Phantom of the Opera Ghost” και πολύ απλά είναι μια από τις 5 καλύτερες στιγμές στην ιστορία των Iced Earth. Χωρίς υπερβολή. Αριστούργημα με όλη την σημασία της λέξεως. Βέβαια ο βασικός λόγος είναι το ντουέτο Mat Barlow-Yunhui Percifield (κορεάτικης καταγωγής-καμμιά σχέση με metal) ένα από τα καλύτερα που έχουμε ακούσει στο metal. Ο Schaffer έχτισε ένα οικοδόμημα δαιδαλώδες αλλά ταυτόχρονα εύκολα προσβάσιμο. Και το έχτισε με τέτοιο τρόπο που τα διπλά φωνητικά προκαλούν ντελίριο στον ακροατή. Μελωδικές και σκληρές κιθάρες εναλλάσονται και αντίστοιχα εναλλάσονται και τα φωνητικά ενώ οι ρυθμοί αυξομειώνονται. 8 λεπτά απίστευτων ερμηνειών, τρομερών εκτελέσεων και μελωδιών που αποσβολώνουν όποιον έχει την τύχη να τα ακούσει με προσοχή. Γεγονός έιναι ότι η εκτίμηση μου για τον Barlow ανέβηκε σε δισθεώρητα πλέον ύψη ειδικά ύστερα από το “No this can’t be, I’d rather you die than spoil my dream, myself I’ll kill, if I can’t have you, no one will”. Ασσύληπτη ερμηνεία.
Το κομμάτι είναι δύσκολο να περιγραφεί και ταυτόχρονα ανούσιο να γίνει κάτι τέτοιο καθώς τέτοιες στιγμές ούτως ή άλλως γράφονται με χρυσά γράμματα στη ιστορία του heavy metal. Του heavy metal που παλεύει, μεταλλάσεται, εξελίσεται, και προσφέρει και διαμάντια κατά διαστήματα ώστε να κάνει περήφανους όσους ακούν τη μαγεία αυτής της μουσική, πίσω από τους ενισχυτές και τα διπλοπέταλα.
Επί της ουσίας, μόλις τελειώσει το album ένα πράγμα σκέφτεται κανείς: κρίμα που τόσο ταλέντο πάει χαμένο. Είναι αλήθεια ότι το συγκρότημα ξεχυλίζει από ταλέντο, το οποίο όμως αφ’ενός δεν προωθεί όπως πρέπει, και αφ’ετέρου καταφέρνει να το καλύψει με κρυάδες του τύπου “Wolf” και μετριότητες όπως τα “Jack” “Im-Ho-Tep”. Κρίμα, κρίμα και χίλιες φορές κρίμα γιατί κομμάτια όπως “Jekyll&Hyde”, “Dragon’s Child”, “Frankenstein” και ανυπέρβλητα έπη (λέγε με “Phantom of the Opera Ghost”) θα μπορούσαν να δικαιώσουν τους κόπους του σχήματος. Γιατί σίγουρα ήταν τρομερά κοπιαστική η δημιουργία (πέρα από τους μπελάδες με τον DiGiorgio, του οποίου το μπάσο περνάει απαρατήρητο) ενός πραγματικά γεμάτου κατά τα άλλα δίσκου (με παραγωγή-Morris, Schaffer-που υπεράνω κριτικής και χρόνια μπροστά από πολλούς άλλους χλιδάτους παραγωγούς), ο οποίος παίρνει τον παρακάτω βαθμό επείδη δεν επιτρέπονται «ξενερώματα» που προαναφέρθηκαν και επειδή, όπως και να το κάνουμε, είμαστε αυστηροί όταν έχουμε υψηλές απαιτήσεις περιμένουμε το κάτι παραπάνω που θα εκτοξεύσει το συγκρότημα. Και θα το περιμένουμε ακόμα...
7
- Καλλιτέχνης: Iced Earth