«Πολύ αμερικάνικο thrash, προσαρμοσμένο στη σύγχρονη εποχή, σαφώς περισσότερα στοιχεία απο Σουηδικό death σε σχέση με τον πρώτο δίσκο και σκόρπιες πρέζες από Florida». Κάτι σαν και αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα μόλις τελείωσαν τα 37 λεπτά της πρώτης ακρόασης του νέου δίσκου “The Haunted made me do it”. Οι αλλεπάληλες ακροάσεις ώστε αυτό που θα διαβάσετε να είναι όσο το δυνατόν πιο πλήρες δεν άλλαξαν πολύ την γενική εικόνα.
Από τα τρία πρώτα κομμάτια η ταυτότητα του δίσκου αποκαλύπτεται. Το “Dark Intensions” απότελεί μια instrumental εισαγωγή του δίσκου και το γεγονός ότι ο κύριος Patrick Jensen έχει το χάρισμα να παράγει «παγοθραυστικά» riffs γίνεται άμεσα αντιληπτό. Κάτι μου θύμισε από παλιούς Metallica, αλλά μέχρι να θυμιθώ τί ακριβώς η κιθάρα του “Bury your dead” μου αποσπά αμέσως τη προσοχή. Μαζί και η γνωριμία με τον νέο τραγουδιστή Marco Aro, ο οποίος βέβαια κάθε άλλο παρά τραγουδάει. Ουρλιάζει, γρυλίζει, μουγκρίζει και γενικά κάνει ότι μπορεί για να μας πάρουν με τις λεμονόκουπες όσοι μη-metalheads διαβάσουν τη κριτική.
Το θέμα είναι ότι το album απευθήνεται σε συγκεκριμένο κοινό, το οποίο θα την καταβρεί με τις μελωδίες στο “Trespass” που ακολουθεί. Το κομμάτι αυτό κρύβει μέσα του την προηγούμενγ θητεία μελών του σχήματος στους At the gates. Το αποτέλεσμα θυμίζει έντονα In Flames, με κάπως πιο «μπάσα» φωνητικά. Μέσα σε οκτώ λεπτά (τρία πρώτα κομμάτια) φαίνεται ότι το σχήμα αποφάσισε να μην βασιστεί τόσο στην αγάπη του για τους Slayer, αλλά και να παρουσιάσει κομμάτια που φανερώνουν τη προέλευση του (Σουηδία). Η πλάστιγγα γέρνει υπέρ του σύγχρονου thrash ήχου, αλλά η ποικιλία και οι εναλλαγές καθ’όλη τη διάρκεια του δίσκου είναι αξιοσημείωτες.
Στο τέταρτο “Leech” η αρχή μου έφερε στο νου τα εγκυκλοπεδικά ακούσματα που έχω από Swordmaster (αναφέρονται και στα special thanks) και Amon Amarth. Ξεκινάει με υπερηχητικά beats (drum machine?) αλλά οι αργόσυρτες μελωδικές κιθάρες στη συνέχεια συνιστούν ένα μελωδικό εν μέρει κομμάτι. Το μεγαλύτερο κομμάτι του δίσκου πάντως δεν είναι και το καλύτερο.
Πολύ καλύτερο είναι το “Hollow ground” στη συνέχεια, που παίρνει μπρός α λά Σουηδικά, και το άριστο riff στη συνέχεια μαζί με «ξυρισμένα» φωνητικά προδιαθέτουν θετικά τον ακροατή. Η έκπληξη έρχεται λίγα δευτερόλεπτα αργότερα όταν τα βάρβαρα φωνητικά εναλλάσονται με καθαρά αλλά και πιθανόν computerized. Τέλειο πραγματικά αποτέλεσμα, με heavy ήχο και επιρροές από Dark Tranquility και In Flames.
Στη συνέχεια έχουμε ένα κομματάκι διάρκειας ενάμισι λεπτού που αν μιλούσε θα έλεγε «αρκετά με τη Σουηδία, πάρτε λίγο Tom Araya”. Αν κάποιος μου έλεγε ότι είναι μια διασκευή σε ακυκλοφόρητο κομμάτι των Slayer θα τον πίστευα. Αφήνουμε το “Revelation” σειρά έχει το “The world burns”. Συνεχείς αντί συνεχών εναλλαγές riffs, thrash-ίζει στην αρχή και στη συνέχεια γέρνει προς At the gates, και πάλι από τη αρχή. Σίγουρα το πιο αντιπροσωπευτικό κομμάτι του δίσκου, έχει ουσιαστικά μέσα του απολύτως όλα τα στοιχεία του νέου δίσκου των Haunted. Στα δυόμισι λεπτά έχουμε μια ευχάριστη παύση και το κομμάτι αναδεικνύεται μάλλον το καλύτερο στο cd.
100% thrash στη συνέχεια, το “Human Debris” θυμίζει μέχρι και Slipknot μέχρι τη έυστοχη εναλλαγή στο ενάμισι λεπτό. Εναλλαγή σημαίνει μελωδικές κιθάρες, και τελικά το κομμάτι κλείνει στο ύφος που άρχισε. Πολύ απλή η κιθάρα στο “Silencer” που αρχικά είναι προβλέψιμο. Η νύξη στους Pantera δίνει πόντους στο κομμάτι, και το παίξιμο drums βοηθάει αρκετά. Ύστερα πάλι πανικός, και τελικά είναι ξεκάθαρη η δομή των κομματιών, που ξεκινούν βίαια, έχουν μια εναλλαγή και τελειώνουν στο ύφος που άρχισαν.
“Aaaarrrrggghhhh”. Αυτό έχω να πω για το “Victim Ice”, και κάτι τέτοιο λέει και ο Marco Aro ανάμεσα στους στίχους. Το κομμάτι θα μπορούσε κάλλιστα να βρισκόταν στο πρώτο δίσκο του συγκροτήματος, και προκαλεί για πολύ μα πολύ head banging. Πετυχημένα και τα backing vocals από τους Jonas και Anders Bjorler.
Και μια και ανέφερα στίχους, συνοπτικά μιλάνε για όλα τα ωραία πράγματα, και αυτό φαίνεται και από τους τίτλους των κομματιών. Πολύ κατηγορούν τους «μεταλλάδες» ότι το μόνο που περιλαμβάνουν στους στίχους είναι τα «επτά κακά της μοίρας τους». Επιφανειακά είναι έτσι (τουλάχιστον στο thrash/death) αλλά είναι ο μόνος τρόπος να εκφράσουν την οργή που τους κάνει να γράφουν τέτοια μουσική. Προφανώς δεν τους αρέσει η ζωή τους και διαμαρτύρονται αλλά δεν πρόκεται να το πάιξω κοινωνιολόγος ή ψυχολόγος. Γενικότερα δεν ασπάζομαι τους στίχους, απλώς συγκεντρόνομαι στη μουσική αλλά και στη ευχαρίστηση που προσφέρουν (και δεν κουράζουν) περίπου 40 λεπτά ακραίου ήχου.
Ο δίσκος θα αρέσει στους οπαδούς του ακραίου ήχου, είτε αυτός λέγεται thrash, είτε μελωδικό death. Επίσης αποτελεί καλή ευκαιρία για όσους δεν έχουν ασχοληθεί με κανένα από τα δύο παρακλάδια. Πάντως ο ήχος του σχήματος δεν μου αφήνει περιθώρια για να μιλήσω περί ποιοτικής μουσικής, «βαθιά νυχτωμένους» και τα λοιπά. Πρόκειται για άλλη μια κυκλοφορία που φανερώνει το πλούτο του metal, και θα εκτιμηθεί δεόντως από όσους έχουν την τύχη και τη δυνατότητα να τον κατανοούν.
7
- Καλλιτέχνης: The Haunted