Όταν κυκλοφόρησε πέρυσι το τρίτο album των Nevermore, δημιουργήθηκε αίσθηση στο χώρο. Η κυκλοφορία του “Dreaming Neon Black” ήταν και η αφορμή για να ασχοληθεί με το σχήμα πολύς κόσμος, ενώ θα έλεγα ότι οι δύο πρώτες κυκλοφορίες μάλλον δεν εντυπωσιάζουν, καθώς στερούνται ωριμότητας σε σχέση με τις δύο τελευταίες. Μια ωριμότητα διακρίνει κανείς λοιπόν στις συνθέσεις του νέου δημιουργήματος με το τίτλο “Dead Heart in a Dead World”.
Ο δίσκος απαρτίζεται από 11 κομμάτια, τα οποία πέρα από τον ήχο-σφραγίδα-Nevermore δεν έχουν πολλά κοινά στοιχεία, καθώς βλέπουμε αρκετούς διαφορετικούς τρόπους ανάπτυξης μελωδιών και ρυθμών. Η ποικιλομορφία (μέχρι και στοιχεία από Type O Negative υπάρχουν “Evolution 169”) ενισχύεται βέβαια και από την σειρά που έχουν μπεί στο δίσκο. Το συγκρότημα είναι σε θέση να προσφέρει πλέον δίσκους υψηλής ποιότητας, πράγμα όχι τυχαίο από τη στιγμή που ο ηγέτης και τραγουδιστής Warrel Dane μετράει πολλά χρόνια στο χώρο (βλ. Sanctuary- υπάρχει αναφορά στο in memory). Και δεν είναι μόνο αυτό, αλλά και το αδιαμφισβήτητα πλούσιο ταλέντο του, τέτοιο που μάλλον χαραμίζεται σε μια εποχή που το metal δεν γεμίζει ποδοσφαιρικά γήπεδα όπως το έκανε τη δεκαετία του ’80.
Πέρα από αυτό πάντως, είναι εμφανές πως το σχήμα παίζει μια μουσική που δικαιολογεί την ημερομηνία 2000 που αναγράφεται πάνω της, αλλά ταυτόχρονα βασίζεται στις ρίζες του πραγματικού metal, και δεν μοιάζει ούτε στο ελάχιστο με τα υβρίδια που βλέπουμε να εμφανίζονται σήμερα. Η προηγούμενη φορά που γίναμε μάρτυρες ενός τόσο μεταλλικού αλλά και τόσο σύγχρονου δίσκου, ήταν μάλλον η προηγούμενη δουλειά των Nevermore…Χωρίς να μπορούμε να κολλήσουμε καμία ταμπέλα στο “Dead heart in a dead world” έχουμε ένα ατόφιο metal δίσκο, ο οποίος δείχνει ένα δρόμο.
Τα συγκροτήματα που έδειξαν το δρόμο στο παρελθόν λέγονται Metallica, Judas Priest etc. Καταλαβαίνουμε όλοι γιατί χαραμίζεται το ταλέντο του Dane. Η εποχή πέρασε, αλλά φαίνεται πως υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Jeff Loomis (G) οι οποίοι μιλούν με τη κιθάρα τους τη γλώσσα του μέλλοντος δίνοντάς μας riffs που όμοιά τους δεν ακούμε συχνά. Και υπάρχουν και άνθρωποι σαν τον Van Williams (D) και τον Jim Sheppard (B) που συνθέτουν ένα rhythm section χωρίς να υπολογίζουν στις αντοχές των woofers ενός μέσου στερεοφωνικού.
Αυτή η κυκλοφορία είναι σημαδιακή (όπως και η προηγούμενη) όχι επειδή είναι άριστη ή αψεγάδιαστη, αλλά επειδή είναι συνειδητοποιημένη. Συν τοις άλλοις, δεν θα κουράσει σε καμία περίπτωση τον ακροατή. Αντίθετα θα τον κάνει να πατήσει το play για να ακούσει πάλι αυτές τις απίστευτες μελωδίες και την γενικότερα διαφορετική αντίληψη σε σχέση με ότι έχει ακούσει τελευταία. Και πάντα θα ακούει metal χωρίς ταμπέλα. Θα ακούει μια μουσική που μπορεί να γίνει εμπορική και να φέρει τα πάνω-κάτω, αλλά μπορεί να παραμείνει και στο underground από τη στιγμή που μιλάμε για αμερικάνικο σχήμα που στοχεύει στις ευρωπαϊκές αγορές. Κακά τα ψέματα, η αμερικάνικη αγορά ορίζει τι ακούγεται στο κόσμο. Ανεξάρτητα από αυτό, ο δίσκος έχει πολλά να δώσει, και το θέμα είναι αν θα το αντιληφθεί ο κόσμος.
Για πρώτη φορά, δεν θα σας πω πως είναι περίπου το κάθε κομμάτι. Πιστεύω ότι αφ’ενός είναι περιττό γιατί έτσι και αλλιώς θα τον αγοράσετε όλοι! Και αφ’ετέρου, ο καθένας μπορεί να ερμηνεύσει διαφορετικά, κάτι τόσο προχωρημένο. Βλέπετε, η παρανοϊκή φωνή του Dane, επηρεάζει τόσο τον ακροατή που δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά, και να αναλύσει ψυχρά τα κομμάτια. Ίσως πρέπει να κλείσω το cd για να γράψω μια τυπική κριτική. Μπά...μάλλον όχι. Τώρα αρχίζει το “Sound of silence”. Ναι, το τραγουδάκι του Paul Simon (γνωστός από τι δεκαετία του ’50, συνεργασία με τον Art Garfunkel, περιοδεία με τον Bob Dylan) το οποίο αν το ακούσει ο δημιουργός του μάλλον θα απορήσει πως με τα ίδια όργανα που χρησιμοποίησε ο ίδιος, κάποιοι τρελοί με το όνομα Nevermore μεταμόρφωσαν τις μελωδίες του.
Μεγαλύτερο βαθμό από τον παρακάτω δεν βάζω καθώς δεν έχουμε να κάνουμε (ακόμα) με ιστορικό σχήμα. Πάντως η ευφυία που ξεχειλίζει από το δίσκο θα μας κάνει να τον θυμόμαστε και πάλι. Αν σας ζητήσει κάποιος να ακούσει ένα κλασσικό 80’s metal κομμάτι για να πάρει μια ιδέα, θα του βάλετε κάτι σαν το “Breaking the law” . Αν όμως σας αμφισβητήσει τη εξέλιξη του μουσικού ιδιώματος που λέγεται heavy metal λέγοντας «πως όλα είναι ίδια», πετάξτε του στα μούτρα το “Dead heart in a dead world”. Θα αποκτήσετε άλλο ένα μάρτυρα για το ότι την εξέλιξη που έχει γνωρίσει το metal δεν συγκρίνεται με εκείνη κανενός άλλου μουσικού ιδιώματος. Και με δίσκους σαν αυτόν ίσως ξαναζήσουμε γεγονότα του παλιού καλού καιρού. Nevermore headliners, Monsters of Rock 2004…Το φαντάζεστε; Μάλλον το ονειρεύστε...
9
- Καλλιτέχνης: Nevermore