Όταν ακούστηκε ότι ο κιθαρίστας και βασικός συνθέτης των Iced Earth θα συνεργαζότανε με το τραγουδιστή των Blind Guardian, οι περισσότεροι μίλησαν για ένα δίσκο Iced Earth με δανεισμένα φωνητικά. Οι πρώτες ακροάσεις ίσως ενισχύσουν αυτή τη γνώμη, αλλά τελικά δεν είναι ακριβώς έτσι. Και αυτό διότι η πρώτη κυκλοφορία του project Demons&Wizards διαφέρει αισθητά απο το “Something wicked this way comes” και μάλλον έχει μάλλον λίγα κοινά στοχεία με το “Nightfall in middle-Earth”. Ο studio drummer Mark Prator παίζει καθαρά σύμφωνα με τα πρότυπα των Iced Earth, καθώς έχει συμβάλλει τα μέγιστα στην επιτυχία του συγκεκριμένου συγκροτήματος. Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και στο Demons&Wizards.Γενικά θα λέγαμε ότι ο δίσκος πλησιάζει περισσότερο το σχήμα του Jon Schaffer, παρά εκείνο του Hansi Kursch. Αυτό που ακούει κανείς στη σχεδόν μία ώρα που διαρκεί, δε μοιάζει-ευτυχώς- σε καμμία περίπτωση με το Γερμανικό power metal.
Το Rites of Passage ουσιαστικά δεν αποτελεί κομμάτι και έτσι η αρχή γίνεται με το Heaven Denies, ένα δυναμικό power metal δείγμα, με ευκολοάκουστο refrain και δαιμονιώδη riffs. Παρ’ όλα αυτά, κινεί τις υποψίες για χρήση drum machine σε σημεία με φρενήρεις διπλομποτιές. Σε e-mail που στάλθηκε από το γράφωντα επί του θέματος, το συγκρότημα αρνήθηκε τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων, αλλά εμμέσως πλην σαφώς είπε ότι τα διάφορα “tricks” που χρησιμοποιούνται από τον drummer δε αποκαλύπτονται.
Ένα ουρλιαχτό που θυμίζει έντονα Mat Barlow, δίνει το έναυσμα για το Poor Man’s Crusade, συνοδευόμενο από δουλεμένα drums και από ένα φοβερό βασικό riff. Τα χορωδιακά μέρη κάνουν αισθητή την παρουσία τους με «φόντο» τη B.C. Rich του Schaffer. Οι εναλλαγές είναι ένα χαρακτηριστικό του Demons&Wizards, σημείο στο οποίο υπερτερεί απέναντι στις τελευταίες δουλείες των Iced Earth. Στη μελωδικότατη μπαλάντα Fiddler on the Green, η ακουστική κιθάρα κάνει όλη τη δουλειά, για να δώσει τη σειρά της στην ηλεκτρική προς το τέλος. Τα drums θυμίζουν Melancholy, ενώ τα lead guitar κομμάτια ταιριάζουν απόλυτα.
Στη συνέχεια του album, έχουμε δύο βαριά κομμάτια, με ογκώδη riffs και οργισμένα φωνητικά. Στο Blood on my hands, η καχυποψία απο το Heaven Denies επανέρχεται για δεύτερη και τελευταία φορά στο δίσκο. Πολύ μελωδικό κομμάτι πάντως, περισσότερο απο το Path of glory που ακολουθεί. Λιγότερο μελωδικό μεν, καλύτερο δε, με τους Schaffer-Prator να συνδυάζονται άψογα. Χαρακτηριστικές οι εναλλαγές οργισμένων και χορωδιακών φωνητικών με solos στο background. Εδώ πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι τα solos στο δίσκο (παιγμένα απο τον Schaffer αλλά και απο τον παραγωγό Jim Morris) δεν έχουν το ρόλο που συναντά κανείς σε δουλειές των Judas Priest. Έχουν πιο πολύ «δομικό» χαρακτήρα, καθώς συντελούν σε μεγάλο βαθμό στη μελωδικότητα των κομματιών.
Πρωτότυπο και με απρόβλεπτη εξέλιξη μπορεί να χαρακτηριστεί το Winter of souls. Σημείο αναφοράς το ωραίο refrain, με τον Kursch να ξεχωρίζει. Συνδυασμός Iced Earth-Blind Guardian είναι ο χαρακτηρισμός που ταιριάζει στις κιθάρες. Όγκος, ταχύτητα και μελωδικότητα δηλαδή. Στα 4 λεπτά υπάρχει μια έξυπνη αλλαγή στη ροή του τραγουδιού, η οποία στη συνέχεια δένει άψογα με το βασικό refrain.
Εναλλαγές και στο The Whistler, που αφορούν στην ακουστική με την ηλεκτρική κιθάρα. Οι διπλομποτιές μαζί με το κλασσικό Iced Earth riff έχουν σειρά και το κομμάτι βρίσκει το δρόμο του με το ξέσπασμα ταχύτητας και χορωδιακών φωνητικών. Η παρουσία του μπάσσου γίνεται αισθητή κατά την εισαγωγή του Tear Down the Wall, ενός ευκολοάκουστου κομματιού, το οποίο χαρακτηρίζεται από τρεις εναλλαγές. Εναλλαγές ρυθμού, εναλλαγές μεταξύ ηλεκτρικής και ακουστικής κιθάρας και εναλλαγές χορωδιακών φωνητικών με ξεσπάσματα του Kursch. Βασικός ο ρόλος των drum, όπως επίσης και των ταιριαστών μερών lead guitar. Ευχάριστη η αλλαγή στη ταχύτητα με ένα solo να δίνει το έναυσμα και την ακουστική κιθάρα να κλείνει το κομμάτι όπως το άρχισε.
Για κάποιο λόγο, με τον ίδιο τρόπο τελειώνει και το Gallows Pole που ακολουθεί. Η αρχή είναι πιο ενδιαφέρουσα πάντως, με πειραγμένα φωνητικά και ένα boom από τη B.C. Rich να βάζει φωτιά στο κομμάτι. Μελωδικό το solo στη συνέχεια, κάνει το τραγούδι να κυλλάει.
Το τελευταίο ουσιαστικά κομμάτι είναι το My Last Sunrise, τίτλος που θυμίζει black metal. Ευτυχώς, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει και με τη μουσική. Το πιο σκοτεινό κομμάτι από το Demons&Wizards. Ενδιαφέρον το echo-effect...Gol-gol-Go-go-Tha-tha, συνδυασμοί riffs και μπότας που αγγίζουν το άριστα που μαζί με τις lead κιθάρες, αποτελούν μια πρόκληση για live εκτέλεση, λόγω του συγχρόνισμου που απαιτείται. Γενικά η θεματολογία χαρακτηρίζεται σκοτεινή, κατά τα πρότυπα και των δύο συγκροτημάτων, χωρίς κανένα ιδιαίτερο οφθαλμοφανές concept. Οι πιο παρατηρητικοί θα βρουν ομοιότητες με στίχους Iced Earth περισσότερο. Πάντος, σκοπ.ος του project δεν ήταν οι εντυπωσιακοί στίχοι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτός ο τομέας παραμελήθηκε. Κάθε άλλο...
Το Chant θα το χαρακτήριζα ως ανούσιους ψαλμούς (!) και τελικά το album κλείνει με τη bonus διασκευή ( στην Ελλάδα και αλλού) στο White Room των Jack Bruce ( δεξιοτέχνη μπασσίστα των Cream του Eric Clapton) και Peter Brown ( drums και γενικότερα percussion, κατά καιρούς συνεργασίες με μεγάλα ονόματα της rock σκηνής). Τίποτα το σπουδαίο όσον αφορά τη διασκευή. Τα φωνητικά του Kursch μάλλον δεν ταιριάζουν, ενώ το κομμάτι φαίνεται αστείο συνθετικά (αλλά και εκτελεστικά) μπροστά στις καθαρόαιμες Demons&Wizards συνθέσεις. Ο Prator δίνει metal τόνους, αλλά ως εκεί.
Το project έχει στεφθεί με επιτυχία καθώς πρόκειται για μια πιο μελωδική έκδοση Iced Earth και μια πιο heavy έκδοση Blind Guardian. Είναι εντυπωσιακό τί μπορούν και κάνουν οι καλλιτέχνες της metal σκηνής με τρία μόνο όργανα και τα φωνητικά. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, βγήκε ένα album που δε πρόκειται να το βαρεθείτε ποτέ, και όσο και αν η γενική ατμόσφαιρα θυμίζει Iced Earth με επιρροές Blind Guardian, είναι πρωτότυπο καθώς τίποτα δεν έχει κλαπεί απο πουθενά.
8
- Καλλιτέχνης: Demons&Wizards