metal.team

Η τακτική που ακολουθούν πλήθος συγκροτημάτων της hard’n’heavy είναι να πειραματίζονται στις νέες τους δουλειές θεωρόντας ότι από ένα σημείο και μετά είναι καιρός για αλλαγή. Μέγα λάθος (και αναφέρω ενδεικτικά τους Queensryche, Def Leppard, Paradise Lost, Megadeth) στο οποίο δεν υπέπεσαν οι AC/DC. Και δικαιώθηκαν....

Και αυτό διότι το νέο album “Stiff Upper Lip”, κλασσικό AC/DC από την αρχή ως το τέλος, βάζει τα πράγματα στη θέση τους, στην καταταλαιπωρημένη αυτή μουσική σκήνη, την οποία τείνουν να καταστρέψουν ανενόχλητοι κάποιοι τύποι της κατηγορίας Marilyn Manson, Korn etc. Aυτά είναι λίγο πολύ τα γενικά για το album, το οποίο θα αναλύσουμε τραγούδι-τραγούδι.

Ξεκινώντας απο το ομόνυμο Stiff Upper Lip, γίνεται αμέσως αντιληπτό το τί ακολουθεί. Δηλαδή ένα κιθαριστικός δίσκος με ενεργό ρόλο του τραγουδιστή που μεταφράζεται σε πιασάρικα refrains και riffs που είναι από μόνα τους σχολή μουσικής. Πολύ πρωτότυπο το πρώτο κομμάτι, ίσως ελαφρώς λιγότερο heavy από όσο θα ήθελε κανείς, είναι κάτι ξεχωριστό πάντως.

Παιρνόντας στο Meltdown, ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο του κάθε AC/DCάκια, καθώς αντιλαμβάνεται ότι ακούει το album κρύβει πολλές ευχάριστες εκπλήξεις. Boogie ατμόσφαιρα, συναυλιακό refrain και το riff a la Jailbreak δεν αφήνουν περιθώρια. Στο solo η κατάσταση έχει ξεκαθαρίσει. Παρακάτω...

Το House of Jazz είναι ενα slow-tempo κομμάτι, χωρίς κανένα ιδιαίτερο κιθαριστικό χαρακτηριστικό όσον αφορά το βασικό riff, αλλά τα φωνητικά κάνουν πολύ καλή δουλεία σε συνδυασμο με το τεράστιο σε διάρκεια solo. Παιρνόντας στο Hold me Back, τα ξεκάθαρα κιθαριστικά μέρη ξεχωρίζουν κάνοντάς το να ηχεί χαρούμενο και ευκολοάκουστο. Στο τέλος αντιλαμβάνεται κανείς ότι είναι απλώς 4 νότες και τελικά μόνο η παράσταση του AngusYoung σημαζεύει τα πράγματα.

Safe in New York City, τίτλος γεμάτος ειρωνία ενός κομματιού που διεκδικεί τα πρωτεία του δίσκου. Θα το χαρακτήριζα ως γρήγορο ΤΝΤ. Καιρός ήταν να ανέβει η ταχύτητα του δίσκου. Επιθετικό όσο ποτέ, με απόγειο το συνδυασμό refrain-solo προς το τέλος.

Το Can’t Stand Still δε μπορεί να χαρακτηριστεί πρωτότυπο.Πολλοί είπαν ότι είναι Thunderstruck 2. Δουλεμένο πάντως με σημεία που ακούγονται τρεις κιθάρες (βασικό riff, rhythm section του Malcolm Young και solo), αλλά δεν κερδίζει τις εντυπώσεις ούτε συγκρίνεται με το Thunderstruck. AlternateCurrent/DirectCurrent, αυτό σημαίνει ΑC/DC. Μιλάμε για ρεύμα λοιπόν και στο Can’t Stop Rock’N’Roll καταλαβαίνουμε τί σημαίνει συνδυασμός ρεύματος με τη κιθάρα. Φοβερή παραγωγή (του George Young, εξ ου και τα κοινά σημεία με το παρελθόν) και τελικά έχουμε να κάνουμε με ένα highlight του δίσκου, με μόνη παρατήρηση το ίσως αργό tempo.

Εξαντλώντας την όποια αντικειμενικότητά δε μπορώ να μην χαρακτηρίσω το Satellite Blues ως κομμάτι που θα γίνει κλασσικό, όπως και το Highway to Hell από το οποίο δανείζεται όσα στοιχεία πρέπει. Διαμάντι κομμάτι, χωρίς υπερβολές. Boogie, hard’n’heavy, «ηλεκτρικό», απλά AC/DC. Riff χωρίς αντίπαλο στο album, refrain που δε ξεχνιέται με τίποτα.

Το Damned είναι ίσως το πιο μέτριο κομμάτι, όντας αργή εκτέλεση του Ballbreaker, χωρις ουσία. Όπως συμβαίνει και με τα άλλα μέτρια κομμάτια του δίσκου, σώζεται απο τις εμπνευσεις του Angus Young στα solos, οι οποίες ξαφνιάζουν με τι φρεσκάδα τους. Τα αστεία (στη κυριολεξεία) backing vocals δίνουν ένα τόνο στο Come and Get It. Οπως επίσης και το γεγονός οτι η κιθάρα ακολουθεί το τραγουδιστή, σε ορισμένα σημεία. Προκειταί για πολύ δουλεμένο τραγούδι αλλά ίσως το θέλαμε λίγο πιο γρήγορο.Στο All Screwed Up, το βαβουριάρικο riff κλέβει τη παράσταση. Έλειπε από το δίσκο κάτι τέτοιο και θα έλεγα ότι κινέιται στα πλαίσια της εποχής Highway to Hell. Πολύ καλό, με το συνδυασμό του riff με το καλύτερο solo του δίσκου να δίνει στο κομμάτι μία απο τις τρεις πρώτες θέσεις.

Και ενώ σκεφτόμαστε για κατάταξη στο Stiff Upper Lip, έρχεται το Get It Up, να αρπάξει τη πρώτη θέση και να κάνει τους ακροατές του album πανηγυρίζουν που οι AC/DC έκαναν πάλι το θαύμα τους. Στη συνέχεια τερματίζουν τον ενισχυτή και σταματούν να επικοινωνούν με το περιβάλλον καθώς χτυπιούνται χωρίς να μπορούν να το ελέγξουν. Και μόλις περάσει η μπόρα, προσπαθούν να καταλάβουν τι συνέβη στη μουσική σκηνή εν έτει 2000. Δε πρόκειται να σας πώ τίποτα περί riff, solo, refrain, το κομμάτι γράφει ιστορία. Και δε δύναμαι να γράψω τίποτα πιο αυστηρό.

Κλείνοντας, η μόνη γενική παρατήρηση που μπορώ να κάνω αφορά στα drums, τα οποία ναι μεν δίνουν χώρο στις κιθάρες, άλλα σε ορισμέμα σημεία λυπάται κανείς το drummer στις συναυλίες. Βέβαια, κάτι είπαμε για πειραματισμούς στην αρχή. Όσο για τις όποιες ομοιότητες με το παρελθόν, δικαιολογημένες μεν, ικανές να τους στερήσουν το άριστα δε. Οι Angus και Malcolm Young, Brian Johnson (το σχόλιο ότι τα φωνητικά του μοιάζουν με μια παρέα γάτες να τραγουδάνε, ελέγχεται ως ανακριβές), Cliff Williams και Phil Rudd παρουσίασαν ένα δίσκο που σηματοδοτεί την είσοδο του group σε άλλη μια δεκαετεία, καθώς όπως είπαν και οι ίδιοι «πρόκειται για το τελευταίο δίσκο μέχρι τον επόμενο». Το άξιο θαυμασμού είναι ότι το Stiff Upper Lip καλύπτει τα γούστα των ακροατών Blues, Rock, Hard Rock, Heavy Metal με χαρακτηριστική ευκολία. For those about to rock, we salute you (again and again and again).



9

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured