Το ότι υπάρχει μια έκρηξη δημιουργικότητας στο χώρο του metal από τις Σκανδιναβικές χώρες είναι σαφές. Για πολλούς και διαφόρους λόγους όμως το ωστικό κύμα αυτής της έκρηξης τείνει να (αυτο)περιορίζεται και να επηρρεάζει μόνο όσους ψάχνουν να βρουν κάτι πίσω από τα τείχη που υψώνουν οι νόμοι του marketing και του MTV. Περιορισμοί στην περίπτωση των Opeth τίθονται από τη ίδια τη φύση του ατμοσφαιρικού progressive death metal (και πάλι δεν είναι αρκετός ο τίτλος) και αυτοπεριορισμοί από την εμμονή τους στα brutal φωνητικά. Και ο διαχωρισμός ανάμεσα σε περιορισμούς και αυτοπεριορισμούς γίνεται απλούστατα επειδή η μουσική που παίζουν δεν κάνει απαραίτητα τέτοιου είδους φωνητικά.
Πολλοί θα ξινίσουν από αυτή την «επίθεση» ενάντιον των μη καθαρών φωνητικών. O υπογράφων υποκλίνεται σε καταστάσεις τύπου Senteced “Amok”. Ο λόγος όμως που γράφονται αυτά τα σχόλια είναι ένα μεγάλο «γιατί»; Γιατί να δίνουν δικαίωμα σε κάθε είδους άσχετους να τους κατακρίνουν απλώς και μόνο ακούγωντας τέτοια «γριλίσματα», όπως τα ονομάζουν. Γιατί όμως και από την πλευρά του «μεταλλά» που ξέρει τί ακούει...Στ΄αλήθεια όταν στα 3μισι λεπτά του δέυτερου “Bleak” (πολλά λεφτά οι στίχοι) ο Mike Akerfeldt αποκαλύπτει τα χαρίσματα της πραγματικής του φωνής, ο ακροατής νιώθει μια ανακούφιση. Ανακούφιση διότι οι τύποι στο Blackwater Park παίζουν τα άπαιχτα και η τελειότητα της μουσικής τους επαναπροσδιορίζει το progressive metal που πλέον μοιάζει να έχει εμπλουτιστεί με ένα επιπλέον συστατικό. Αυτό το συστατικό, για όσους καταλαβαίνουν δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια «ΣουηδοΝορβηγοΦινλανδίλα». Ναι, όλα αυτά μαζί γιατί ο δίσκος έχει στοιχεία μελωδικού death, τζούρες από black metal, καθώς και Φινανλανδική μελαγχολία (έχουν ψιλολιώσει το Tuonela, ειδικά σε ένα κομμάτι φαίνεται έντονα- βρείτε το)
Καλά το καταλάβατε. Ο δίσκος είναι πολύ καλός παρ’όλη την αρχική γκρίνια (;) του υπογράφοντος. Πολύ καλός γιατί καταφέρνει μέσα σε 67 λεπτά να συμπεριλάβει χαρακτηριστικά σχεδόν όλων των παρακλαδιών του metal. Και όχι γενικά του metal, αλλά του metal της δεκαετίας του ’90, που εν πάσει περιπτώσει έχει άλλη χροιά από εκείνο του ’80. Όταν 4 παικταράδες καθήσουν και βάλουν κάτω ότι άκουγαν τα τελευταία 15 χρόνια, τότε το αποτέλεσμα είναι είναι το progressive metal του 2001. Αν νομίζετε ότι πάω να σας τρελάνω, δεν έχετε παρά να ακούσεται το δίσκο. Σε διάφορες στιγμές θα νομίζεται ότι ακούτε Rush (ο μπασίστας ορκίζεται στο όνομα του Geddy Lee), In Flames, Amorphis, Candlemass, Nevermore, Spititual Beggars και ότι άλλο θέλετε. Τα ονόματα αυτά δεν τα αντέγραψα από το βιβλιαράκι με τα thankyous. Οι κακεντρεχείς δεν έχουν παρά να εξερευνίσουν την 70’s ψυχεδέλεια, τον όγκο που γίνεται αισθητός όταν η μελαγχολία γίνεται μελωδία, την πολεμική ατμόσφαιρα όταν το power metal drumming συνδυάζεται με κιθαριστικό κομφούζιο, την οργή όταν οι αργόσυρτες κιθάρες από τα Fredman studios συναντούν τα «παραλίγο-black» φωνητικά, την ατμόσφαιρα όταν ενώ παίζει ο δίσκος και ακούς τις εναλλαγές ακουστικής κιθάρας με την ηλεκτρική, εσύ ξαφνικά βρίσκεσαι στη μέση ενός δάσους σαν εκείνο του εξωφύλλου. Την μαγεία του να ταξιδεύεις σε ένα blackwater park ενώ είσαι σπίτι σου.
Μην τρομάζετε από τη μεταφορά που έχει να κάνει με το εξώφυλλο. Το metal είναι πάνω απ’όλα μια μουσική που την ακούμε επειδή ευχαριστιόμαστε. Όσοι ψάχνουν για διεξόδους σε αυτή τη μουσική, μπορούν να πάρουν ένα ωραίο δισκάκι Gorgoroth ή Malevolent Creation μαζί με την ευχή μας και να μας γράψουν σε δέκα χρόνια όταν θα ακούν τα καλύτερα του Βασιλάκη του Καρρά. Λέγαμε λοιπόν ότι το Blackwater Park απέχει πολύ από το να είναι ένα ψυχοπλακωτικό album. Η επιδίωξη με το εξώφυλλο αυτή είναι, κομμάτια όπως το “Dirge for November” σε αυτό στοχεύουν, αλλά το σύνολο είναι ένα κράμα μουσικής πρωτάκουστο. Πρωτάκουστο δεν σημαίνει αψεγάδιαστο ή κορυφαίο. Σημαίνει απλά ότι κανείς δεν έχει ξαναπαίξει έτσι μουσική. Κανείς! Κανείς δεν έχει τομήσει να πετάξει κομμάτια όπως το “Leper Affinity” και “Harvest” στον ίδιο δίσκο. Τέτοιες αντιθέσεις δίνουν χρώμα στο δίσκο και τον κάνουν εσωστρεφή και μονότονα θλιμμένο.
Λίγο Children of Bodom θα μας θυμίσει το “The funeral portrait” αλλά μετά τα 2μισι λεπτά η κιθαριστική δουλειά μας στέλνει για βρούβες (με παρόμοιο τρόπο με εκείνον που μας στέλνει ο Jeff Loomis). Στο ίδιο κομμάτι μπορείτε να διαπστώσετε και το εξαιρετικό δέσιμο του Martin Lopez με τον Martin Mendex, το οποίο βέβαια γίνεται ακόμα πιο αισθητό σε ατμοσφαρικά σημεία σε όλο δίσκο παρουσία ακουστικών κιθάρων. Όταν ο ακροατής φτάσει πλέον στο 6ο κομμάτι έχει αφήσει πίσω τις διαμαρτυρίες για brutal φωνητικά. Καταλαβαίνει πλέον ότι οι εναλλαγές των καθαρών με τα βρώμικα δουλεύουν. Βέβαια ο υπογράφων, που δεν αποτελεί και το φανατικότερο οπαδό της καφρίλας, θα τονίσει ότι ο δίσκος θα ακουγόταν πολύ-πολύ καλύτερος με τα μισά από τα ήδη υπάρχοντα παραμορφωμένα φωνητικά.
Και ενώ τα σκέφτεται όλα αυτά, ξαφνικά του τραβάει τη προσοχή το πιάνο του “Patterns in the ivy”, για να δώσει τη σειρά του στο ομώνυμο “Blackwater park”. Τα riffs είναι από άλλο πλανητικό σύστημα αλλά ξαφνικά όλα ηρεμούν. Γαλήνη με λίγο μπάσο, λίγη κιθάρα, κάτι keyboards αλλά ένα “grrrrrrr” ανεβάζει τη θερμοκρασία και πάλι. Δεν ξέρεις από θα σου έρθει αυτός ο δίσκος. Το φινάλε είναι μάλλον τρομακτικό. “Sick liaisons raised this monumental mark, the sun sets forever over blackwater park”.
Επίλογος: δύσκολος δίσκος. Πολλά εξαρτώνται από το πως θα τον εμηνεύσει κανείς. Το παραπάνω κείμενο δίνει μια ερμηνεία εξαιρετικής μουσικής η οποία καταφέρνει και χάνει πόντους επείδη στη μίξη των επιρροών και των ειδών που παίζουν, τους έπεσε λίγο περισσότερο βαρβαρίλα. Οι πιο εξοικειωμένοι δεν θα πιστεύουν στα αυτιά τους. Όσοι ψάχνουν μια ακόμη εκδοχή του προοδευτικού metal και έχουν αυτιά διαμορφωμένα από εξωγήινους τύπου Geoff Tate, μπορεί και να μην ξαναδιαβάσουν το Avopolis. Εκείνοι που θυμούνται τους παλιούς Opeth σίγουρα θα παραξενευτούν σε σημεία. Όμως, οι «ανυχτόμυαλοι» (σ.σ. είναι cliché η λέξη, το ξέρω) θα εμπιστευτούν το κάτι διαφορετικό. Γιατί εμπιστοσύση χρειάζονται οι Opeth για να μην πάει χαμένο το ταλέντο τους. Είναι κρίμα. Αν τους εμπιστευτούμε, ποιός ξέρει, ίσως και πάψουν οι ίδιοι να εμπιστεύονται την εύκολη λύση των παραμορωμένων φωνητικών.
Κύριοι Opeth, η ατμόσφαιρα, είτε χαρούμενη είτε δυστυχισμένη αποδίδεται καλύτερα από τον ίδιο τον άνθρωπο. Χωρίς καμμία μεσολάβηση. Αν τα συναισθήματα δεν βγαίνουν με το φυσικό τρόπο, καλύτερα να μην βγουν καθόλου. Αφήστε που είστε τόσο παικτρόνια που δημιουργείτε ό,τι ατμόσφαιρα θέλετε, όπως θέλετε. Η σωστή μουσική έχει καθαρά φωνητικά. Το (σοβαρό) metal βέβαια είναι κάτι παραπάνω από απλά «σωστή μουσική» και γιαυτό με χαρακτηριστική άνεση, ξαναπατάω το play. Και εις ανώτερα (δηλαδη καθαρότερα).
8
- Καλλιτέχνης: Opeth