Τον Νοέμβριο του 1980 ήμουν μόλις 4 χρονών – για να σας δώσω κάποια «ευαίσθητα» προσωπικά δεδομένα. Και στις πρώτες μου αναμνήσεις από τραγούδια, κάπου μεταξύ της Άννας Βίσση που έπαιζαν τα ραδιόφωνα, του Γρηγόρη Μπιθικώτση που άκουγε ο πατέρας μου και των ξένων επιτυχιών που άρεσαν στη μακαρίτισσα τη μητέρα μου, βρίσκονταν βέβαια και τα τραγούδια της ηλικίας μου. Ακόμα, λοιπόν, θυμάμαι τι θεωρούνταν τότε ως «πρέπον» για να τραγουδά ένα παιδί: ωραίες πεταλούδες, κουνελάκια άταχτα και άλλα χαζά, απλοϊκά τραγουδάκια με ήρωες ζώα, πίσω από τα οποία κρυβόταν μια ολόκληρη φιλοσοφία περί παιδικής αντίληψης μα και μουσικής διαπαιδαγώγησης, κατάπτυστος ιδεολογικός καρπός υπερσυντηρητικών φωστήρων, οι οποίοι καμία επαφή δεν διέθεταν με τα βιβλιογραφικά δεδομένα της εποχής τους στην παιδαγωγική και στην παιδοψυχολογία. Το 1980, όμως, ήταν η χρονιά της πλήρους ανατροπής στο τι θεωρούνταν παιδικό τραγούδι. Μεγάλος, βέβαια, πρωταγωνιστής - και δικαίως - ήταν η χατζιδακική Λιλιπούπολη, η οποία έχει βρει την καταξίωση που της έπρεπε στον χρόνο. Αλλά αφανής ήρωας ήταν η Περπερούνα της Δόμνας Σαμίου, η οποία τότε δεν απολάμβανε μεν Μεγάρων Μουσικής, δημοσιευμάτων και αναγνώρισης θεματοφύλακα της δημοτικής μας παράδοσης, ήταν όμως η γνωστή ακούραστη μαζώχτρα σκοπών κάθε είδους, από διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ούτε ο Μάνος Χατζιδάκις, ούτε η Δόμνα Σαμίου ήταν σε γνώση των βιβλιογραφικών δεδομένων της εποχής, τα οποία αποδείκνυαν ότι ένα παιδί δεν ήταν ένας «ατελής ενήλικας» με περιορισμένη ικανότητα συναίσθησης, αντίληψης και έκφρασης, αλλά ένα ανθρώπινο ον σε αργή εξέλιξη, οι νοητικές δυνάμεις του οποίου ήταν κατά πολύ ανώτερες των όσων συνεπαγόταν το "Μια Ωραία Πεταλούδα" και τα όμοιά του άσματα. Διαισθητικά, όμως, από την τριβή τους με τα πράγματα και χάρη βέβαια στο ταλέντο τους είχαν και οι δύο μια εκ διαμέτρου αντίθετη αντίληψη περί παιδικού τραγουδιού από την κατεστημένη. Εκεί λοιπόν που ο Χατζιδάκις και οι συνεργάτες του δημιούργησαν έναν κόσμο ολόκληρο, η Σαμίου τον μάζεψε από όλη την Ελλάδα, αντλώντας από τη Θράκη, τη Μακεδονία, την Πελοπόννησο και την Κρήτη, μα σκύβοντας ακόμα και σε γωνιές της χώρας μας όπως η Σκιάθος και το Καστελόριζο. Και τον παρουσίασε σε έναν θαυμάσιο δίσκο, όπου τραγούδησε η ίδια, μαζί με τον Γιώργο Μπαγιώκη, τον Παναγιώτη Μπαγάνη, την παιδική χορωδία του Μικτού Γυμνασίου Εστίας Νέας Σμύρνης και χορωδία κοριτσιών (ανάμεσα στις συμμετέχουσες βρίσκουμε και τις Θεοπούλα & Λαμπριάνα Δοϊτσίδη). Έχοντας ασφαλώς δίπλα τους και πολύ καλούς μουσικούς, με προεξέχοντες τον Αντώνη Σπανό και τη φοβερή του τσαμπούνα, το σαντούρι το Τάσου Διακογιώργη και το τουμπελέκι του Ματθαίου Μπαλαμπάνη.
Όλοι οι παραπάνω έκαναν εξαιρετική δουλειά, παρουσιάζοντας τόσο εύκολα, απλά – μα διόλου απλοϊκά – τραγούδια φτιαγμένα για να τα λένε παιδιά, όπως τα "Περπερούνα" (από την Αιανή Κοζάνης), "Πάνω Στην Κούνια Κάτσανε" (από παλιό πασχαλινό έθιμο της Μυτιλήνης) ή "Μιαν Ημέρα Ένας Γάτος" (από την Ανατολική Θράκη), όσο και τραγούδια τα οποία κάλλιστα θα μπορούσαν να πούνε και μεγάλοι, σαν το "Έφκε Με Το Μαντίλι Μου" από το Καστελόριζο ή το ριζίτικο "Για Δες Περβόλιν Όμορφο". Θεωρώντας, με λίγα λόγια, τα παιδιά ικανά τόσο να τραγουδήσουν για τις χιουμοριστικές και διδακτικές παράλληλα περιπέτειες γάτων, χελιδόνων και καβουριών, όσο όμως και να αποδώσουν με κατανόηση στίχους ερωτικούς όπως «έλεσα-έλεσα και τίρα μόλα η αγά- η αγάπη ’ναι μαργιόλα» ή κοινωνικού περιεχομένου (αναφερόμενων βέβαια σε μια παλιότερη Ελλάδα) σαν το «δωσ’ μου, κυρά, τη ρόγα μου, τη ρογούλα μου, δωσ’ μου τη δούλεψή μου, σε βαρέ – σε βαρέθηκ’ η ψυχή μου». Έκτοτε, χάρη σε δίσκους όπως και ο εν λόγω, το παιδικό τραγούδι στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ το ίδιο και η σχετική δισκογραφία εξελίχθηκε σε ένα απαιτητικό τερραίν, όπου πολλοί προσπάθησαν, λίγοι όμως ξεχώρισαν.