Tα Μπαράκια, ο πρώτος δίσκος του Βαγγέλη Γερμανού, αποτέλεσαν αναμφίβολα έναν δίσκο-σταθμό στη μεταπολιτευτική ελληνική μουσική δισκογραφία. Συμβολίζουν το όνειρο που γίνεται πραγματικότητα για τον μουσικό ο οποίος κάπου αλλού το είχε πάρει απόφαση ότι πήγαινε η ζωή του, και άξαφνα τα πράγματα αλλάζουν κι έχει ΜΙΑ ευκαιρία για να αλλάξει τους «κανόνες του παιχνιδιού»: «Τι να ΄ναι αυτό που με κουρντίζει, για ποιο παιχνίδι τη ζωή μου προορίζει;» ("Τροχιά"). Το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του δίσκου είναι ότι τα τραγούδια του γράφτηκαν από τον Γερμανό στη διάρκεια μιας σειράς ετών, όταν ο ίδιος το είχε πάρει απόφαση ότι θα βιοποριζόταν στη ζωή του από αυτό που σπούδασε - κι όχι από αυτό που αγάπησε.  
 
Aλλά ας τα πάρουμε από την αρχή: Ο Βαγγέλης Γερμανός γεννήθηκε στον Πειραιά, σπούδασε Μαθηματικός στη Θεσσαλονίκη, ενώ κατά τη διάρκεια των σπουδών του έκανε και θεωρητικές σπουδές στην κιθάρα, με την οποία καταπιανόταν όμως από μικρός. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, έπαιζε σε διάφορες μπουάτ της Θεσσαλονίκης τα αγαπημένα της εποχής: Beatles, Dylan κλπ. Στην Αθήνα έπαιξε σαν μουσικός με τον Διονύση Σαββόπουλο στο Ροντέο και στο Κύτταρο, μυθικούς χώρους της εποχής, αλλά γύρω στο 1974 αποφασίζει ότι δεν έχει κάτι να περιμένει από τη μουσική και κάνει, ως γνήσιος μαθηματικός, στροφή 180ο. Δεν ξέρω αν η στροφή αυτή είχε να κάνει και με την τότε ιστορική συγκυρία της χώρας, το τέλος της μεταπολίτευσης δηλαδή. Άλλωστε ο Γερμανός ανήκει σε αυτό που χονδροειδώς αποκαλούμε «Γενιά του Πολυτεχνείου». Ο ίδιος άλλωστε έχει πει: «Γεννήθηκα μουσικά την εποχή της μεγάλης νεανικής εξέγερσης. Αρνηση του πολέμου, χίπις, Μάης του ’68, Beatles, Stones, Easy Rider, Woodstock, Μαύροι Πάνθηρες, Φράουλες Και Αίμα, Νομική, Πολυτεχνείο…Στη συνέχεια το κίνημα χτυπήθηκε, συρρικνώθηκε, εκτονώθηκε, εμπορευματοποιήθηκε. Έμεινε όμως και ζει στην καρδιά και το νου μας, πολιτιστική αξία, ελπίδα και προοπτική».
 
Ο Γερμανός, λοιπόν, εφτά χρόνια μετά την απόφαση να απομακρυνθεί επαγγελματικά από τη μουσική, επισκέπτεται τον Διονύση Σαββόπουλο και του παρουσιάζει 20 τραγούδια τα οποία είχε γράψει μέσα στα χρόνια αυτά. Ο δαιμόνιος Νιόνιος, για καλή μας τύχη, κρίνει για άλλη μια φορά σωστά και ο δίσκος κυκλοφορεί το 1981. Στα Μπαράκια, εκτός από τον ίδιο τον Βαγγέλη Γερμανό, τραγουδούν ο Σαββόπουλος, ο Γιάννης Εμμανουηλίδης και η πρωτοεμφανιζόμενη τότε Ελευθερία Αρβανιτάκη. O Σαββόπουλος απολαμβάνει τη μουσική φόρμα του Γερμανού, που παραπέμπει στο ελαφρύ τραγούδι, το οποίο, όπως ο ίδιος αναφέρει στο σημείωμα που προλογίζει τον δίσκο, «σε συνδέει με την εύφορη πλευρά του ’65 κι από κει ακόμη πιο πίσω, με τις απαρχές αυτής της διάχυτης ελαφράς μουσικής, που μέρος της αποτελούμε όλοι μας …».
 
Στο εναρκτήριο τραγούδι "Σε Θέλω" είναι σαν να κρυφακούς την κουβέντα μιας παρέας που εκφράζεται για τον Έρωτα και το Πάθος.
- Σαββόπουλος: «Με τραγούδια σκάβω τούνελ 3.000 μέτρα βάθος… γιατί σε θέλω… ναι σε θέλω!»
- Ελευθερία: «Ξανά είχα αγαπήσει κι αρρώστησα καιρό, μα ετούτο είναι φρενίτιδα και πάθος φοβερό…»
- Γερμανός: «Με βελόνες πυρωμένες, τατουάζ θε να χτυπήσω, μια καρδιά και μ΄ αλυσίδες κι άγκυρες θα τη στολίσω, και τα μπράτσα με ξυράφι πόντο-πόντο θα μετρήσω, γιατί σε θέλω, ναι σε θέλω…!»
Ο στίχος, αν δεν έχεις ακούσει τη μελωδία, μοιάζει άγριος και λίγο εφηβικός, κι όμως πρόκειται για ένα εξαιρετικά τρυφερό τραγούδι με εξαιρετικά γυρίσματα.  
Η ερωτική θεματολογία συνεχίζει στο "Γράμμα", το "Eίσαι Ένας Διάβολος" που ο Γερμανός τα ερμηνεύει μόνος του, αλλά και στη "Σημαδούρα", μια ακόμα ερμηνευτική σύμπραξη των τριών. Ο Έρωτας, όμως, υμνείται από τον Γερμανό με εξαιρετική αισιοδοξία, αξιοπρέπεια, ελπίδα, με μια τρέλα διαφορετική: «Πήρα το γράμμα σου χθες βράδυ, μέσα στο αμάξι το διάβασα στα πεταχτά, κι ήρθες αχτίδα στο σκοτάδι, με τα τρελά σου γιαπωνέζικα φιλιά…». ("Το Γράμμα").
 
Τα 12 τραγούδια που περιλαμβάνονται στα Μπαράκια  αποτελούν υπόδειγμα λιτής μελωδικής σύνθεσης, ακολουθούν το πρότυπο της αμερικανικής μπαλάντας του Dylan και της ελληνικής του Σαββόπουλου - του οποίου η επιρροή είναι φανερή κυρίως στις λιτές ενορχηστρώσεις - χωρίς φιοριτούρες και τυμπανοκρουσίες. Από τον country-like "Aπόκληρο", ως το «επικό» "Μάσκες" η μουσική σύνθεση και ενορχήστρωση του Γερμανού χαρακτηρίζεται στην κυριολεξία από μαθηματική ακρίβεια και συνάμα εμπνευσμένη ευφορία. Ο "Κηπουρός", δε, είναι υπόδειγμα μιας διαφορετικής τραγουδοποιίας, από αυτήν στην οποία ήταν συνηθισμένο το «ψαγμένο» κοινό της εποχής που βρισκόταν ακόμα κάπου ανάμεσα στο πολιτικοποιημένο τραγούδι του Λοΐζου και του Μαρκόπουλου. Η ιδιαίτερη χροιά του Γιάννη Εμμανουηλίδη, που ερμηνεύει μαζί με τους Σαββόπουλο και Γερμανό, «σημάδεψε» τον μικρό σε διάρκεια (2:11) "Κηπουρό", ένα από τα πλέον τραγουδισμένα κομμάτια του δίσκου μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Το εν λόγω τραγούδι καταδεικνύει ακόμα ότι, όταν ο καλλιτέχνης έχει ταλέντο, μπορεί και σε 2 λεπτά να χωρέσει ένα μικρό αριστούργημα, δεν χρειάζεται να ξοδεύεται και να ξεχειλώνει τη διάρκεια, όπως γίνεται από πολλούς σύγχρονους, αλλά δυστυχώς ατάλαντους, δημιουργούς της εποχής μας.  
 
Ο ίδιος ο Γερμανός στο κείμενο με το οποίο προλογίζει την επανέκδοση του δίσκου, αναφέρει ότι, παρόλο που δεν του αρέσει να νοσταλγεί το παρελθόν, τα Μπαράκια εξακολουθούν να τον συντροφεύουν - έστω και γιατί ακούει τη φωνή της κόρης του, της τότε μικρής Αλίκης, που, σημειωτέον, είναι πραγματικά καλλίφωνη! Η μικρή Αλίκη «πλατσούρισε» τρυφερά με τον μπαμπά της στο "Mικρό" και βέβαια στη "Μπανιέρα". Δεν νομίζω ότι μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο αγαπημένο τραγούδι από τα Μπαράκια. Όλα έχουν έναν ξεχωριστό ρόλο, σαν τα όργανα μιας ορχήστρας όπου, αν κάποιο λείπει, ο ήχος δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος. Ο Γερμανός με την κιθάρα του δημιούργησε 12 μικρές ιστορίες, με κύριο πάνω απ΄ όλα χαρακτηριστικό τους ότι δεν γράφτηκαν με το άγχος ενός δίσκου που πρέπει να βγει. Ο νεαρός τότε μαθηματικός «τραγουδοποιούσε» για τη σωτηρία της ψυχής του, μέσα στην, άλλοτε περισσότερο ή λιγότερο, ανιαρή πραγματικότητα, πάλευε με τα δαιμόνια της γενιάς του - και τίποτα πέρα από αυτό.
 
Το ζήτημα είναι ότι τα Μπαράκια, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, ακούγονται απίστευτα σύγχρονα, το διαπίστωσα μετά από τις πολλαπλές ακροάσεις που ξαναέκανα με αφορμή το συγκεκριμένο άρθρο. Γιατί, πείτε μου, δεν ακούγονται απίστευτα επίκαιροι μέσα στην εμποροπανήγυρη που ζούμε  οι στίχοι: «Φύσηξε αγέρι, φύσηξε βροχή, κι εγώ γυρίζω σαν τσακάλι, άσχημη μάλλον διάλεξα εποχή, μες στο κενό και μες στη ζάλη. Φουρτουνιασμένη στείρα μου πηγή, αόρατε μαύρε καβαλάρη, το καρναβάλι τέλειωσε κι αυτοί, μάσκες πουλάνε στο παζάρι... Λαβύρινθο και πόρτα μυστική, σκάβω στο χώμα σαν σκαθάρι, άσχημη μάλλον διάλεξα εποχή, μάσκες πουλάνε στο παζάρι…» ("Μάσκες").

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured