Κάποτε στο Χόλιγουντ

Η ταινία που χάρισε στον Μπραντ Πιτ το πρώτο του Όσκαρ και κατοχυρώσε επιτέλους τη σφραγίδα του αληθινά σπουδαίου ηθοποιού

Δεν ξέρω αν θα υπήρχε ιδανικότερο κινηματογραφικό τοπίο για να βρεθούν επιτέλους μαζί οι δύο μεγαλύτεροι (και, σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο του Guardian, οι μοναδικοί) σταρ της φουρνιάς των ώριμων χολιγουντιανών ηθοποιών, από το Κάποτε στο Χόλιγουντ. Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο και ο Μπραντ Πιτ κούμπωσαν σαν τέντζερης με καπάκι σε αυτόν τον μεγαλειώδη φόρο τιμής του Κουέντιν Ταραντίνο σε ένα Χόλιγουντ που έφυγε ανεπιστρεπτί. Αθώο και ένοχο  ταυτόχρονα, όσο και οι σαρκοβόροι χίπις που εισβάλλουν λαθραία, λίγο πριν το φινάλε, στο επίκεντρο της ιστορίας την οποία ο φανατικός παρελθοντολάγνος σκηνοθέτης θέλησε να αφηγηθεί. 

Μέχρι να συμβεί αυτό, μέχρι η πασίγνωστη τραγωδία που χάραξε τη ζωή του Ρομάν Πολάνσκι να ξαναγραφτεί δια χειρός του κατά συρροή ανατροπέα Ταραντίνο, ο Πιτ και ο Ντι Κάπριο κυριαρχούν. Τους παραδίδεσαι αμαχητί. Είναι απίθανα δύσκολο να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από πάνω τους. Κάθε τόσο, αναγκαστικά και αγχωμένα, στρέφεις την προσοχή σου παραδίπλα, παλεύοντας να μη χάσεις ούτε μία από τις δεκάδες αναφορές σε πρόσωπα και πράγματα· αναφορές που εκτοξεύονται σαν σινεφίλ κεραυνοί δεξιόθεν και αριστερόθεν σε όλη τη διάρκεια αυτού του χορταστικού, εμμονικά φροντισμένου σε κάθε λεπτομέρειά του, rewind στο χολιγουντιανό και αμερικανικό τηλεοπτικό παρελθόν. Όχι ότι προλαβαίνεις, δηλαδή.  

1969. Φωτισμένος από τις αποχρώσεις της δύσης, παραπαίοντας αβέβαια στο κατώφλι μιας νέας εποχής στη σόουμπιζ και στον κόσμο, ο Ντι Κάπριο υποδύεται τον τηλεοπτικό (κυρίως) αστέρα Ρικ Ντάλντον. O οποίος κινδυνεύει να χάσει για πάντα το τρένο, αν δεν αναθεωρήσει τις απόψεις του περί σπαγγέτι γουέστερν –τουλάχιστον αυτό του λέει ο ατζέντης του, δηλαδή ο Αλ Πατσίνο. Ο Πιτ είναι ο μόνιμος στάντμαν του, Κλιφ Μπουθ· ο οποίος επίσης εκτελεί χρέη σοφέρ, κολλητού αλλά και μαμάς, καθότι ο Ρικ κατακλύζεται από τα τυπικά θέματα των αστέρων που κινδυνεύουν να μείνουν εκτός εποχής.

Σχεδόν από την αρχή, αντιλαμβάνεσαι ότι οι ρόλοι έχουν αναποδογυριστεί: ο Ντι Κάπριο, έχοντας πάρει εδώ και χρόνια ξεκάθαρη απόσταση από τις μέρες στις οποίες ανέτειλε ως το χρυσό αγόρι της κινηματογραφικής βιομηχανίας, τσαλακώνεται με θάρρος και με προσωπικό στιλ. Είναι έξοχος, ιδίως όταν παίζει σε ταινία μέσα στην ταινία, χάνοντας τα λόγια του, ξαναβρίσκοντάς τα, εντυπωσιάζοντας τη λιλιπούτεια συμπρωταγωνίστριά του: ένα αυστηρό παιδί-θαύμα, από εκείνα που εξακολουθούν να πετάγονται κατά κόρον από τα τσικό της χολιγουντιανής βιομηχανίας, σαν αστραφτεροί διάττοντες.    

 

Ο στάντμαν-Μπραντ, από την άλλη, παρόλο που ο ήρωάς του δεν έχει καμία απολύτως όρεξη για δόξες, αναλαμβάνει χωρίς πολλά λόγια να μας θυμίσει πώς ήταν τα αρσενικά κινηματογραφικά είδωλα τις εποχές που στις κοριτσίστικες φαντασιώσεις μεσουρανούσαν οι Ρόμπερτ Ρέντφορντ αυτού του κόσμου. Είναι αφόρητα σέξι, με έναν ώριμο, δωρικό, 100% masculine, παλαιάς κοπής τρόπο. Ο σταρ του Ντι Κάπριο τα πίνει στα σαλούν των πλατό, αλλά ο Ταραντίνο φύλαγε τον ρόλο του πραγματικού κάου μπόι για τον Πιτ· χώρια που το παρελθόν του χαρακτήρα του είναι σκοτεινό, αμφιλλεγόμενο και (υποθέτεις) κομματάκι πιο ζουμερό. Αν ο Ντι Κάπριο είναι έξοχος, ο Πιτ εδώ είναι μαγνητικός.

 

Έξτρα μπόνους τα cameo του Μπρους Ντερν και ενός τέλειου Λουκ Πέρι, στην τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση της ζωής του, ενώ τον γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνει η Μάργκοτ Ρόμπι. Ο Ταραντίνο μας βομβαρδίζει με αμέτρητα κολακευτικά πλάνα της, τα οποία αντανακλούν με απόλυτη επιτυχία το απαραίτητο sexiness γένους θηλυκού των 1960s και 1970s, τυλιγμένο με μια σχεδόν αβάσταχτη χαρά και τη γλύκα της τσιχλόφουσκας. Υποδύεται τη Σάρον Τέιτ, τη νεαρή σύζυγο του Πολάνσκι –το μετέπειτα αιματοβαμμένο θύμα του Τσαρλς Μάνσον.  

Ο Πολάνσκι (ο οποίος εμφανίζεται φευγαλέα) είναι ο νέος γείτονας του Ρικ, ίνδαλμά του και, κατά τη γνώμη του, πιθανό διαβατήριο για έναν νέο επαγγελματικό ορίζοντα. Κάπου στην πορεία οι δρόμοι των γειτόνων θα διασταυρωθούν, αλλά στο μεταξύ ο Ταραντίνο δωρίζει στην ωραία Ρόμπι ένα από τα πιο απολαυστικά και πιο διεισδυτικά σημεία της ταινίας του· αποκαλύπτοντάς μας πώς ακριβώς νιώθει μια ανερχόμενη ηθοποιός όταν παρακολουθεί ινκόγκνιτο τον εαυτό της στη μεγάλη οθόνη, τυλιγμένη από τις αυθόρμητες αντιδράσεις των θεατών μέσα στη σκοτεινή αίθουσα. Η Τέιτ είναι η χαρούμενη, ανυποψίαστη ζέβρα της ιστορίας. Πολύ κοντά της, ο Ταραντίνο έχει στήσει μια δυσοίωνη σαβάνα, όπου καραδοκεί ένα κοπάδι από ύαινες (υπόκλιση στην αστείρευτη έμπνευση αυτού του ανθρώπου).

Το Κάποτε στο Χόλιγουντ έχει κι άλλες τέτοιες απολαυστικές στιγμές, μία από τις οποίες έκανε την κόρη του Μπρους Λι (μάλλον δικαίως) να εξοργιστεί, αλλά έχει απίστευτο γέλιο. Ένα από τα κλου είναι και το πίτμπουλ του Κλιφ, που με την ερμηνεία του σβήνει όλες τις ερμηνείες χολιγουντιανών σκύλων τις οποίες έχεις δει στη μεγάλη οθόνη. Αυτές οι στιγμές «εξέχουν» σαν λαμπερά pop-up από το «ντοκιμαντέρ» που κυλάει, μερικές φορές αργόσυρτα, στο φόντο ολόκληρης της ταινίας, για να απεικονίσει με εμμονικά εγκυκλοπαιδική ακρίβεια την κουλτούρα και την αισθητική της εποχής που ο Ταραντίνο υμνεί. 

 

Συχνά έχεις λοιπόν την αίσθηση ότι οι βασικοί ήρωες χρησιμεύουν ως αφορμή για αυτόν τον πολυπόθητο ύμνο, κομπάρσοι στην ίδια τους την (όχι και ιδιαίτερα πλούσια) ιστορία. Σε φάσεις σε συγκινούν, επειδή οι ηθοποιοί είναι τόσο υψηλής κλάσης ώστε δημιουργούν μια μοναξιά απτή· όμως δεν ταυτίζεσαι εύκολα μαζί τους. Δεν τους μαθαίνεις. Δεν έχεις ούτε το υλικό γι' αυτούς, ούτε τον χρόνο, γιατί ο Ταραντίνο προσπαθεί να σου δείξει όλα τα άλλα, όλα όσα τον καθορίζουν, μέσα σε 160 λεπτά. 

Αποκτάς έτσι πλήρη συναίσθηση ότι παρακολουθείς έναν κινηματογραφικό άθλο, ποτισμένο με καυτερό αυτοσαρκασμό, τη μόνιμη νύξη της αναπόφευκτης βίας που παραμονεύει κάτω από τον ήλιο και την άνευ όρων αγάπη του δημιουργού του. Αλλά όταν πέφτουν οι τίτλοι (και εφόσον έχεις κατορθώσει να  παραβλέψεις την ενοχλητική ποδολαγνική μανία του σκηνοθέτη), νιώθεις ακόμα τη δίψα του θαυμαστή της πρώτης εποχής του Ταραντίνο για μια αυθεντική, παθιασμένη έκρηξη-κάθαρση. Δίψα που δεν σβήνεται ικανοποιητικά από τις σκηνές horror που σε περιμένουν λίγο πριν το τέλος. Κάτι λείπει.

Και μετά φεύγεις, και για τις επόμενες μέρες και νύχτες, χωρίς καθόλου να το περιμένεις, το Κάποτε στο Χόλιγουντ σε ακολουθεί σαν αλλόκοτη, creepy σκιά. Σαν το αιρετικό παρεάκι του Μάνσον, το οποίο δεν πείστηκε από την ειρήνη και θέλησε να τιμωρήσει τον γκλάμορους εχθρό με το ίδιο, κακό νόμισμα που θεώρησε ότι εισέπραξε. Τώρα, 50 χρόνια μετά, το παρεάκι σκοντάφτει στο φινάλε του Ταραντίνο. Ένα φινάλε που αφήνει την ερώτηση να αιωρείται.

Το Κάποτε στο Χόλιγουντ είναι πιθανό να διχάσει. Όμως, ακόμα κι αν έχεις τις αντιρρήσεις σου, είναι αδύνατον να το αγνοήσεις. Ή να το ξεχάσεις. 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ (κέρδισε 2), Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Κωμωδίας ή Μιούζικαλ και 5 Βραβεία BAFTA!

Κέρδισαν βραβεία; Κέρδισαν μία θέση στη Nova. Απόλαυσε βραβευμένες ταινίες της χρονιάς με Nova Cinema pack μόνο με 19,90€ το μήνα! 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured