Διονύσης Κοτταρίδης

Ο ήχος διαθέτει, από τη φύση του, φασίζουσες τάσεις. Ή μάλλον, για να το θέσω πιο σωστά, η κατασκευή μας (το πρώτο πληθυντικό στο ανθρώπινο είδος) του επιτρέπει να τη βλέπει εξουσία και να μη δίνει λογαριασμό. Ας ξεχάσουμε, λοιπόν, τις αστικές ευγένειες περί απλά ακραίων τάσεων: με ανθρώπινα κριτήρια, ο ήχος είναι ένας φασίστας και μισός. Ωστόσο η οποιαδήποτε «υγιής» σχέση εξουσιαστή / εξουσιαζόμενου χρειάζεται μίνιμουμ δύο μέρη. Γιατί ποιον θα τυραννήσει ποικιλοτρόπως ο άνωθεν, το 3D ολόγραμμα του εαυτού του; Κατ’ αναλογία, λένε πως, όταν στο μέγα δάσος βουτάει η αιωνόβια βελανιδιά μετά εκκωφαντικού θορύβου, πρέπει να βρίσκεται κάποιου τύπου δέκτης σε ακουστική ακτίνα για να περάσει ο ήχος στη σφαίρα του υπαρκτού.

Μόλις αντικρίσεις κάτι πέραν των αισθητικών σου ορίων, αποστρέφεις ευθύς το βλέμμα ή κατεβάζεις το κάλυπτρο του μπιρμπιλωτού σου και λύθηκε το πρόβλημα. Ο Κύριος; Η εξέλιξη; Η τυχαιότητα; Κάποιος, τέλος πάντων, στην έδωσε την κατασκευαστική δυνατότητα. Ας πούμε πως κάποια στιγμή κουράζεσαι με τα φώτα, τα σχήματα και τα χρώματα. Οριζοντιώνεσαι κι εντός ολίγων ή λίγο περισσότερων ωρών, οι μετρητές έχουν μηδενίσει. Ποντάρω ζεστό χρήμα πως ένα απ’ τα πιο χοντρά βάσανα της αϋπνίας, πέραν φυσικά του αποτελέσματος της σωματικής εξάντλησης, είναι και η αδιάκοπη σύνδεση με την οπτική πληροφορία. Συν το κυριότερο: η εικόνα δεν σου την πέφτει κυκλωτικά κι από παντού. Ήτοι, μπορείς να διαχειριστείς τις προσλαμβάνουσες σχετικά εύκολα, γιατί αναγκαστικά κάθε φορά έρχεσαι σε επαφή με συγκεκριμένο τμήμα της υπάρχουσας πληροφορίας –δεν  σου ξεχειλίζουν τα σωληνάκια.

Με τον ήχο, όμως, το κόλπο αλλάζει άρδην. Άλλος τούτος ο κόσμος, άλλοι οι κώδικες και οι τρόποι του. Μα υπάρχουν οι ανθρώπινες εφευρέσεις, θα μου πείτε, που επιλύουν τα όποια δομικά προβλήματα του σώματός μας. Άντε, λοιπόν, και προσάρμοσες προσεκτικά τις ωτασπίδες σου, πριν την αράξεις στη μπαρκαλάουντζερ. Τι να περισώσουν δυο πτωχά βουλώματα, όταν γύρω σου λυσσάει ο θόρυβος της πόλης; Το τραγούδι των μηχανών και λοιπά βιομηχανικο-ποιητικά… Εδώ, στον τρύπιο θρόνο του διαμερίσματος, δραπετεύεις και σε συντροφεύουν αναγκαστικά οι ήχοι των εκκρίσεων του δίπλα –και το αντίστροφο βεβαίως. Ο ύπνος απ’ την άλλη φαντάζει ως μια λύση φυγής, μα και δαύτος εν τέλει αποδεικνύεται ανίσχυρος. Μπορεί να μην το έχω γυρίσει ακόμα στη υπνοθεραπεία, ωστόσο ξέρω πως όταν κοιμόμαστε ακούμε. Προφανώς όχι με φουλ απόδοση, πάντως ακούμε.

Βέβαια, πριν δαιμονοποιήσουμε το αστικό σκηνικό για όλα τα ηχητικά δεινά μας, πάμε να ξεκινήσουμε γρήγορη αναζήτηση με τέρμα το πιο ήσυχο μέρος στον πλανήτη. Στα άκρα, μπας και βρούμε την αλήθεια… Παραμερίζω ερημιές, σπηλιές, δάση κι όλα τα υπόλοιπα λογικοφανή και φτάνω στον «ανηχωικό θάλαμο» (βλ. εικόνα). Ένα κουβούκλιο ποικίλων διαστάσεων, το οποίο, πέραν της επτασφράγιστης ηχομόνωσης, προσφέρει και τα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα αντανάκλασης του ήχου. Σε έναν τέτοιο κλείστηκε κάποτε ο John Cage, φιλοδοξώντας να βιώσει τον ήχο του κενού, το τίποτα το ίδιο. Και πήρε τα τρία –για την ακρίβεια τα δύο: βγαίνοντας, επισήμανε πως ακόμα κι εκεί μέσα ακούγεται ένα ζεύγος ήχων, ένας ψηλός κι ένας χαμηλός. Ο μεν ψηλός ήταν ο ήχος του νευρικού του συστήματος, ο δε χαμηλός το αίμα του καθώς αυτό έρεε στις φλέβες του.

Μιλάμε, λοιπόν, για ένα ποτάμι σωματιδίων σύμφυτο με τη ζωή μας, του οποίου του ροή μπορούμε κουτσά-στραβά να ρυθμίσουμε, μα ποτέ να διακόψουμε αυτοβούλως. Παρεκτός και κάποιος πάρει τη μεγάλη απόφαση να ξεμπερδεύει μια και καλή με το ζήτημα, εξαπολύοντας μανιώδη ανασκαφή στους ακουστικούς του θαλάμους με τίποτα αιχμηρά αντικείμενα (μολύβια, κατσαβίδια, σουβλερά καρότα κτλ). Ή, εναλλακτικά, να σκαρώσει καμιά αυτοσχέδια έκρηξη και απλά να σταθεί στο σωστό σημείο. Κάθε εξέγερση, αν μη τι άλλο, απαιτεί σοβαρές προσωπικές θυσίες. Ίσως εδώ απλώνω υπερβολικά τα πόδια μου, μα υπολογίζω πως η πρώτη πληροφορία που λαμβάνουμε από αυτόν τον κόσμο, κολυμπώντας ακόμα στο αμνιακό υγρό, πρέπει να είναι ηχητικής φύσης. Μετέπειτα δε η φάση είναι του τύπου «μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος»...

Κι επειδή ως είδος δεν τα πάμε καλά με τις τελείες, τα «μη» και τα απαγορευτικά (ας αποφύγω εδώ τις βιβλικές αναφορές), πώς διαχειριζόμαστε το παρόν αδιέξοδο; Το αποδεχόμαστε, όπως άλλωστε και το μοιραίο, μα επιχειρούμε να το φέρουμε στα μέτρα μας. Ή, πιο πρόσφατα, να έρθουμε εμείς λίγο πιο κοντά στα δικά του –άλλη μεγάλη συζήτηση ετούτη. Αποζητάμε να το κουμαντάρουμε και να απολαύσουμε τις μικρές μας νίκες, είτε ως δημιουργοί, είτε ως ακροατές. Η μουσική, ή μάλλον η οργάνωση των ήχων όπως τείνει να επικρατήσει στις μέρες μας, είναι η αντίδρασή μας απέναντι στο φασισμό του ήχου. Απέναντι στις εγγενείς σταθερές της ύπαρξής μας και στους φυσικούς νόμους. Η ελεγχόμενη επανάστασή μας, μέσα απ’ το σύστημα…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured