Το ομώνυμο ντεμπούτο των Borrowed Time ήταν από τους δίσκους που περίμενα με εξαιρετικό ενδιαφέρον να ακούσω φέτος. Ep, demo και split που προηγήθηκαν αυτής της κυκλοφορίας έδειχναν ένα συγκρότημα που δεν θα άφηνα να με προσπεράσει για κανένα λόγο.
Έχοντας έρθει σε επαφή με τις προηγούμενες κυκλοφορίες τους, ένιωσα ένα μικρό μούδιασμα στο πρώτο άκουσμα του δίσκου διαπιστώνοντας την όχι και τόσο αμελητέα ηχητική στροφή τους (ίσως παράκαμψη να είναι ένας πιο ταιριαστός χαρακτηρισμός). Μούδιασμα βέβαια που όσο γρήγορα το φύτεψε αυτή η φοβία αλλαγής ήχου συγκροτημάτων που έχουμε αγαπήσει, άλλο τόσο γρήγορα και βίαια ξεριζώθηκε από το εκτόπισμα των συνθέσεων. Το “Borrowed Time” τους βρίσκει με επιμεταλλωμένο ήχο και ακονισμένες κιθάρες, βάζοντας το rock στοιχείο στο background κρατώντας όμως υψωμένη τη σημαία της obscure-ίλας που από το πρώτο demo κυμάτιζε υπερήφανα, διατηρώντας μια κάποια απόσταση από το mainstream αυτί και την στιγμιαία εδραίωση (είναι βλέπεις από τα συγκροτήματα που μεγάλα έντυπα θα «προσέξουν» μόνο αφού δημιουργήσουν ένα όνομα στο underground) αλλά δημιουργώντας οπαδούς πιστούς, από αυτούς που μπορούν να κατανοήσουν τη διαφορά ανάμεσα σε ένα obscure διαμάντι και ένα ρετρολαγνικό χωρίς ψυχή σκουπίδι, όπως εύκολα πρέπει να ξεχωρίζεις τη μυρουδιά του ιδρωμένου χοντρού μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα από τις οσμές που εκπέμπει το ιδρωμένο κορμί του ερωτικού σου συντρόφου.
Το NWOBHM κάνει και εδώ αισθητή τη παρουσία του με την επική του πτυχή να ξεπετάγεται από ένα δρόμο που έχει περπατηθεί από μπάντες όπως οι Cloven Hoof ή οι Elixir. Αυτή την επική πινελιά θα ήθελα να τη δω λιγάκι πιο έντονη, βουτηγμένη μέσα στον μυστικισμό που δημιουργείται όχι μόνο λόγω των (τουλάχιστον αξιοσημείωτων) στοίχων, αλλά και της 70s εποποιίας (λιγότερο αισθητή σε σχέση με τις προηγούμενες κυκλοφορίες τους), που μου φέρνει λίγο στο μυαλό τους Manilla Road, κυρίως λόγω αισθητικής και λιγότερο λόγω ήχου (ή μήπως είναι λόγω της διασκευής που είχαν κάνει ο λόγος που μου έρχονται στο μυαλό;). Οπότε έχετε υπ’ όψιν ότι το Heavy στοιχείο εδώ δεν πηγάζει από τα τραγούδια αυτά κάθε αυτά, αλλά από την υποβόσκουσα doom νοοτροπία που ακολουθούν. Για να μην ξεχνάμε ότι μας έρχονται από την Αμερική, έχουμε τις σολάρες τους να μας το υπενθυμίζουν. Και για να συμπληρωθεί το πακετάκι που τους θέλει και λίγο obscure, έχουμε τον J. Priest τον οποίο θα χαρακτήριζα περισσότερο χαρισματικό παρά καταρτισμένο τραγουδιστή, που προσθέτει πολλά σε επίπεδο προσωπικότητας στο συγκρότημα.
Πέραν της μουσικής, εκτιμιταίο κρίνεται το γεγονός ότι στο ντεμπούτο τους δεν συμπεριέλαβαν συνθέσεις από προηγούμενες κυκλοφορίες τους, καθώς και η διάρκεια του δίσκου που τον θέλει να εναρμονίζεται με τις βινυλιακές εποχές. Δεν ξέρω κατά πόσο μπορώ να χαρακτηρίσω φρέσκια την προσέγγισή τους σε αυτό που χοντρικά ονομάζουμε heavy metal μόνο και μόνο από την αδυναμία μου να αναφέρω τρανταχτές και ξεκάθαρες επιρροές στον ήχο τους, αλλά η απουσία επιτηδευμένης προσπάθειας να ακουστούν κλασικοί, με εξιτάρει.
{youtube}5HI-PV1bSpc{/youtube}