Σε λένε MACHINE HEAD και έχεις κυκλοφορήσει πριν τεσσεράμισι χρόνια το καλύτερο album της καριέρας σου –ήδη νιώθω να με έχει πιάσει λόξυγκας με αυτό που μόλις έγραψα- και ένα από το σημαντικότερα της περασμένης δεκαετίας. Το όνομα αυτού “The Blackening”. Αυτόματα παίρνεις σβάρνα όλη την υφήλιο, γεμίζεις αρένες χιλιάδων ατόμων και διευρύνεις με επικίνδυνους ρυθμούς το fanbase σου. Κάποια στιγμή όμως πρέπει να γράψεις και ένα καινούργιο album. Μπορείς να σταθείς στο ύψος των περιστάσεων και να δημιουργήσεις κάτι ισάξιο, ακόμα και να ξεπεράσεις τον προηγούμενο ογκόλιθο που είχες κυκλοφορήσει; Αυτές ήταν μερικές σκέψεις που στριφογυρνούσαν στο μυαλό μου όσο πλησίαζε ο Σεπτέμβρης, πράγμα που με έκανε να νιώθω τόσο ανυπόμονος όσο ένας φαντάρος, μερικές ώρες πριν του δώσουν το απολυτήριο και ας έχω καμιά σαρανταριά μέρες ακόμα μέχρι εκείνη την “τιμημένη” στιγμή…
Λοιπόν, προσμονή τέλος! Με το που πατάς το play, δίχως υπερβολή βρίσκεσαι ξαφνικά στον απόλυτο μεταλλικό παράδεισο. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο. Τα riffs-ξυράφια, τα groovy μέρη, τα hooks, τα γρήγορα drums, οι χαρακτηριστικές τους αρμονικές, τα κολασμένα solos και οι υπέροχα εύστοχοι στίχοι, όλα δηλώνουν βροντερά παρών. Ταυτόχρονα όμως με όλα αυτά, οι MACHINE HEAD καταφέρνουν να ακουστούν πιο μελωδικοί σε σχέση με τον προηγούμενο δίσκο και ταυτόχρονα στα σημεία που πρέπει, να είναι τέρμα brutal. Ο Robb Flynn κάνει τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του, τόσο στα βρώμικα, όσο και στα καθαρά φωνητικά, τα οποία μάλιστα ακούγονται πιο πειστικά από ποτέ. Κιθαριστικά και o Flynn και ο Demmel είναι κυριολεκτικά σεληνιασμένοι. Το μπάσο του Duce σε ισοπεδώνει, ενώ ο McClain σου σφυροκοπεί ανελέητα τα αυτιά. Ο δε ήχος του δίσκου είναι για σεμινάριο και το αξιοσημείωτο είναι πως τον έχει αναλάβει για πρώτη φορά ο ίδιος ο Flynn.
Οι Αμερικάνοι όμως σαν μεγάλη μπάντα που είναι, δεν μένουν μόνο στα παραπάνω και τολμούν να δοκιμάσουν και καινούργια πράγματα. Έτσι από το “Unto The Locust” δεν λείπουν και κάποιοι πειραματισμοί που μπορεί να κάνουν πολλούς να ξυνίσουν τα μούτρα τους, αλλά οι MACHINE HEAD με τον αέρα της παλιάς καραβάνας, καταφέρνουν να τα σερβίρουν με τέτοια μαεστρία, έτσι ώστε να αποτελέσουν το αλατοπίπερο στο ήδη αψεγάδιαστο album τους. Τέτοιοι πειραματισμοί είναι οι εκτεταμένες ακουστικές κιθάρες που ακούγονται κυρίως σε κάποια intro/outro, το μελωδικότατο και μπαλαντοειδές “Darkness Within”, τα έγχορδα που ακούγονται σε κάποια συγκεκριμένα σημεία ή ακόμα και η παιδική χορωδία, με την τρομπέτα και τα εμβατηριακά κρουστά του “Who We Are”, που κλείνει το δίσκο.
Στο “Unto The Locust”, οι Καλιφορνέζοι πάνε ένα βήμα παρακάτω από το “The Blackening” και χωρίς να αλλάξουν ιδιαίτερα τη συνταγή, καταφέρνουν να φτιάξουν ένα δίσκο, τουλάχιστον ισάξιο με τον προκάτοχό του και ίσως τον πιο κομβικό στην 17χρονη πορεία τους. Προσεύχομαι να έρθουν ξανά από τα μέρη μας, αν και φοβάμαι μήπως έχουν γιγαντωθεί αρκετά για τα ελληνικά δεδομένα. Ααα!!! Και αν ο Τοπιντζάκος αρχίσει τα δικά του σε μερικές μέρες σχετικά με τους Opeth (δισκάρα βέβαια και αυτή), να ξέρετε πως εδώ έχουμε το album της χρονιάς…