metal.team

Come-back του Rob Halford ε; Και πρέπει να γράψω μια κριτική γι’αυτό...Μάλιστα...Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Εκεί στις αρχές της δεκαετίας που μας πέρασε, όταν το “Painkiller” έκανε πολλούς ενισχυτές παγκοσμίως να καούν από συγκίνηση (των ακροατών). Και όταν λίγο καιρό αργότερα ο εν λόγω κύριος αφήνει στα κρύα του λουτρού τους Judas Priest και «καπάκι» επαληθεύει της φήμες που τον ήθελαν ομοφυλόφιλο κάνει τους απανταχού «μεταλλάδες» να κρύβονται απο τη ντροπή.

Από τότε μέχρι σήμερα ο Halford έκανε ένα ημι-comeback με τους Fight (παρακμή) ενώ ξενέρωσε το σύμπαν με τις κρυάδες που επιχείρησε με τους Two (παρακμή της παρακμής). Συνειδητοποιώντας βέβαια τη ζημιά που υπέστη η εικόνα του, αποφάσισε να κάνει ένα καθαρό μεταλικό δίσκο και να βάλει ορισμένους στη θέση τους (τουλάχιστον όσον αφορά τη κριτική για τη μουσική, γιατί για τα άλλα....τι να πεί κανείς). Ε λοιπόν, απέτυχε οικτρά!

Τα ονόματα Patrick Lachman(G) , Mike Chlasciak(G) , Ray Riendeau (B) σας λένε τίποτα; Εμένα πάντως όχι. Ο Bobby Jarzombeck(D) είναι γνωστός βέβαια από τη θητεία του στους Riot. Βέβαια λίγοι ήξεραν τον Roy Z πριν κάνει πραγματικά καλή δουλειά με τον Dickinson. Τους παραπάνω κυρίους θα τους ξεχάσουμε γρήγορα πάντως, και ας έχει τελειώσει το Berklee o Chlasciak. Όσο για τον Roy Z που έχει κάνει τη παραγωγή αλλά και τη μερική σύνθεση του Resurrection, χαλάει τη θετικότατη εντύπωση που έχει αφήσει.

Όλα ξεκινούν καλά με το ομόνυμο κομμάτι του δίσκου που φλερτάρει με τους Judas Priest του “Painkiller”, αλλά μέχρι εκεί. Ξεχωρίζουν απλώς τα άγρια φωνητικά του Halford. “Made in hell” ονομάζεται το επόμενο κομμάτι, και κάπου εδώ αρχίζω να γελάω με τη γενικότερη “macho” εικόνα που θέλει να δώσει προς τα έξω ο φίλος μας ο Rob. Τον βλέπουμε στο booklet του album καβάλα σε μια Harley-Davidson, τον βλέπουμε με πέτσινα, με φωτιές, με γυαλιά ηλίου και εκτός αυτών, τον ακούμε να ισχυρίζεται ότι “we’re born to raise some hell”. Τέλος πάντων η κατάσταση έχει ξεφύγει. Ωραία το έκρυβε τόσα χρόνια με τους Judas Priest, αλλά δεν ανέχομαι τον δηλωμένο πλέον ομοφυλόφιλο να μου λέει ότι είναι ο Σατανάς!!!! Ας είναι...Δε δίνω άλλο σημασία σε αυτό το θέμα. Περνάμε σε αυστηρά μουσική κριτική.

Ο δίσκος γενικότερα χαρακτηρίζεται από τις πολλές επιρροές που έρχονται στην επιφάνεια, και οι πειραματισμοί αρχίζουν με το “Locked and loaded” που θυμίζει Metallica των 90’s. Το τέταρτο στη σειρά κομμάτι, ονόματι “Night fall” είναι αξιοπρεπές, με στοιχεία από Judas Priest στις κιθάρες και συνολικά φρέσκο ήχο. “Silent screams” για τη συνέχεια το οποίο εκεί που ανυπομονείς να τελειώσει, στα 3μισι λεπτά «γκαζώνει», αλλά η κατάσταση δε σώζεται.

Και πανηγυρικά φτάνουμε στο κατά τα άλλα highlight του δίσκου, στο ντουέτο Halford-Dickinson “The one you love and hate”. Δηλώνω ανεπιφύλακτα ότι δε μπορούσε να ήταν χειρότερο. Αλληλουχίες Bruce-Rob-Duet-Rob-Bruce-Duet, αλλά μάπα το καρπούζι. Απαράδεκτη σύνθεση (4λεπτο ροκάκι, αντι για 9λεπτο έπος), ξενδιάντροπη παραγωγή που σε κάνει να αναρωτίεσαι πότε τραγουδάει ποιός και πολύ απλά σας προτείνω να το ακούσετε για να κατανοήσετε για τι ρεζιλίκι μιλάμε.

Το “Cyberworld” αποτελέι ένα συπαθές δείγμα power metal που παίρνει πολλούς πόντους με το solo του Chlasciak συνοδευόμενο με τα θεικά φωνητικά του Halford (προφανώς υπάρχουν και τέτοια σημεία στο δίσκο). Έξυπνη η ιδέα με τις εναλλαγές φωνητικών στο “ Slow down”, το οποίο είναι μάλλον καλό κομμάτι. Επίσης καλό είναι και το δέκατο “Temptation” με παρόμοιες εναλλαγές (ομαδικά φωνητικά- Halford φωνητικά) και μια νύξη από το “Touch of evil” (arousing me now with a sense of desire) η οποία μάλλον δεν κολλάει ιδιαιτέρως.

Ενδιάμεσα από τα δύο παραπάνω κομμάτια, υπάρχει «το χειρότερο τραγούδι για το 2000 μέχρι στιγμής» (Avopolis metal awards), σύνθεση του μεγάλου Bob Halligan Jr. (ποιός έγραψε το “Some heads are gonna roll” άραγε;). “Twist”…έτσι ονομάζεται το επίτευγμα του Bob, και μπορείτε ελεύθερα να κόψετε τις φλέβες σας αφού το ακούσετε. Ο δίσκος κλείνει με τα “Drive” και “Saviour” για τα οποία ισχύει το «ούτε κρύο, ούτε ζέστη».

Μια πικρία αφήνει ο Halford και η παρέα του (αλλά και ο Roy Z) στον ακροατή ο χαρακτηρισμός «αρπαχτή» ταιριάζει καλύτερα από όλους. Δεν έχω να γράψω τίποτα άλλο...Δε μπορώ να πιστέψω ότι ο Rob Halford έβαλε τη σφραγίδα του σε αυτή τη μετριότητα. Iσως η ανάδειξή του με τους Judas Priest ήταν θέμα χήμείας (όπως πολύ σωστά έχει ειπωθεί και γραφτεί) και όχι θέμα ταλέντου ή ικανοτήτων.



5

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured