Ναταλία Πετρίτη

Ένα ευαίσθητο και ρομαντικό πλάσμα, ένας σύγχρονος ποιητής, ο τραγουδιστής και τραγουδοποιός John Grant, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες στο χώρο της μουσικής την τελευταία δεκαετία, έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα την Παρασκευή 10 Νοεμβρίου στο Fuzz Club.

Σαν ένας χρονικογράφος των καιρών μας, με σπιρτάδα και μοναδική αίσθηση του χιούμορ, θα μας παρουσιάσει τα τραγούδια του, θα μας παρασύρει στο μελωδικό του κόσμο, θα μας σαγηνεύσει και θα μας κατακτήσει. Μιλά για τις σκληρές αλήθειες αυτού του κόσμου, με μία ειλικρίνεια που σπάει κόκκαλα, κατακερματίζει το Αμερικάνικο όνειρο, μας πείθει ότι η επιτυχία μπορεί να μετρηθεί με πολλούς τρόπους, όχι πάντα υλικούς. Εμείς, και μόνο εμείς, ορίζουμε τον εαυτό μας, εμείς μπορούμε να βρούμε τον τρόπο να ανθίσουμε, να βρούμε τον δικό μας δρόμο προς την ευτυχία. Στην μία άκρη του μουσικού ουράνιου τόξου που δημιουργεί, βρίσκεται ο ώριμος πιανίστας με εμφανή επάνω του τα σημάδια του χρόνου, της μάχης, της γνώσης και στην άλλη άκρη ένα σύγχρονος, στιβαρός και σίγουρος δημιουργός.

Από τους Czars στην σόλο καριέρα, από την Αμερική στην Ισλανδία, στην Eurovision, στις πολλαπλές υποψηφιότητες και τα βραβεία, στην ανοιχτή παραδοχή της σεξουαλικής του ταυτότητας και του θετικού HIV, ο John Grant ζει ανοιχτός σαν βιβλίο, σαν ένας σύγχρονος Ρεμπώ, την δική του μετάβαση από την κόλαση στον παράδεισο. Με συνεργασίες και φίλους όπως ο Robbie Williams, η Kylie Minogue, η Sinéad O'Connor, οι Elbow, ο Biggi Veira των Gus Gus.

Και με την πρόσφατη υπέροχη διασκευή του στο God's Gonna Cut You Down του Johnny Cash για τη σειρά Inside Man του Netflix.

Κυρίες και κύριοι, ήρθε η στιγμή να μάθουμε τα βιογραφικά στοιχεία του εξαιρετικού John Grant!

Ο John Grant γεννήθηκε το 1968 στο Buchanan του Michigan. Μεγάλωσε στο υπερ-συντηρητικό περιβάλλον μίας θεοσεβούμενης οικογένειας, όπου ένιωθε αναγκασμένος να κρύβει την ομοφυλόφιλη κλίση του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διαμόρφωσή του. Η μετακόμιση της οικογένειας Grant στο Κολοράντο, επιδείνωσε την ήδη δύσκολη εφηβεία του και κατέληξε να παλεύει με το άγχος, την κατάθλιψη και τους εθισμούς.

Στο σχολείο, συχνά έπεφτε θύμα bulling, γεγονός που τον οδήγησε στη μεγάλη φυγή. Πρώτος σταθμός του η Γερμανία, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στα γερμανικά, στα ισπανικά και στα ρωσικά.

Το 1994 επέστρεψε στο Ντένβερ, όπου δημιούργησε μαζί με τον Chris Pearson την alternative rock μπάντα των Czars. Η μπάντα κυκλοφόρησε δύο ανεξάρτητα άλμπουμ στα 90s πριν υπογράψει στη Bella Union, την εταιρεία του Simon Raymonde των Cocteau Twins (από τους αγαπημένους καλλιτέχνες του Grant, μαζί με τους Ministry και τους Siouxsie and the Banshees). Κινήθηκαν ανάμεσα στη shoegaze, την dream pop και την alternative country και μας διηγήθηκαν ιστορίες ερωτικών απογοητεύσεων, εθισμών και ψυχολογικών συμπλεγμάτων, αντανακλώντας με αυτόν τον τρόπο άμεσα τους προσωπικούς αγώνες του Grant απέναντι σε αυτά τα ζητήματα. Οι Czars κυκλοφόρησαν έξι δίσκους (μεταξύ αυτών το Before...But Longer και το The Ugly People vs. the Beautiful People) και το 2004 μετά την κυκλοφορία του Sorry I Made You Cry το συγκρότημα ανακοίνωσε τη διάλυσή του. Ο Grant κατάφερε να κατακτήσει την τέχνη των πανέμορφων μελωδιών και συναρπαστικών προσωπικών αφηγήσεων αλλά βυθίστηκε στις καταχρήσεις, και η διάλυση της μπάντας ήταν αναπόφευκτη.

Επόμενος σταθμός αυτής της βασανιστικής προσωπικής του πορείας, η Νέα Υόρκη όπου εργάστηκε ως σερβιτόρος και διερμηνέας. Μόλις στάθηκε στα πόδια του, αρχίζει και πάλι κάποια solo live, ως support για διάφορες μπάντες που επισκέπτονταν την αμερικανική μητρόπολη. Μία από αυτές ήταν οι Τεξανοί Midlake, που τον πήραν μαζί τους στην περιοδεία τους στις ΗΠΑ και, τελικά, συνεργάστηκαν και για την ηχογράφηση του πρώτου προσωπικού του ντεμπούτου.

Τo Queen οf Denmark κυκλοφόρησε το 2010. Οι κριτικοί το υποδέχτηκαν ως ένα μελωδικό, συγκινητικό χρονογράφημα των καιρών μας και το αποθέωσαν ενώ ο John Grant μέσα από τα αποκαλυπτικά τραγούδια του μας μίλησε για τους εθισμούς του, τις περιπλανήσεις και τη σεξουαλικότητα του. Μετά την επιλογή του, από το περιοδικό MOJO, ως το καλύτερο του 2010, ο Grant ανέβηκε κατακόρυφα στα charts.

To 2012, ο Grant κατά τη διάρκεια μίας συναυλίας του στο Λονδίνο ανακοίνωσε πως είχε διαγνωστεί με HIV. Εξήγησε τη στάση του υποστηρίζοντας πως τα προβλήματα πρέπει να μοιράζονται και να επικοινωνούνται.

Λίγο αργότερα ταξίδεψε στην Ισλανδία, στο πλαίσιο του Airwaves Festival. Γοητεύτηκε από την κουλτούρα των κατοίκων και την άγρια ομορφιά της χώρας, γι' αυτό αποφάσισε να περάσει περισσότερο χρόνο εκεί, να μάθει τη γλώσσα και τελικά να αγοράσει ένα σπίτι για τον ίδιο στο Ρέικιαβικ.

Ο Grant άρχισε να δουλεύει το δεύτερο άλμπουμ του, στο οποίο ήθελε να αντανακλάται περισσότερο η διαχρονική του αγάπη για την ηλεκτρονική μουσική, οπότε συνεργάστηκε με τον Biggi Veira των electro-pop Ισλανδών Gus Gus. Ηχογραφημένο στο Ρέικιαβικ, το Pale Green Ghosts κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2013 με τη Sinéad O'Connor να αναλαμβάνει τα φωνητικά σε πολλά κομμάτια. Το άλμπουμ κέρδισε πολύ καλές κριτικές και ο Grant κέρδισε το βραβείο Άνδρας της Χρονιάς από το περιοδικό Attitude και στη συνέχεια μία υποψηφιότητα ως Best International Male Solo Artist στα BRITS του 2014.

Την ίδια χρονιά επίσης κυκλοφόρησε και ο live δίσκος του John Grant and the BBC Philharmonic Orchestra: Live in Concert.

Έχοντας βρει το νέο σπίτι του στην Ισλανδία, ο Grant έγραψε με τους Pollapönk το τραγούδι No Prejudice, το οποίο εκπροσώπησε την Ισλανδία στον Διαγωνισμό Τραγουδιού της Eurovision το 2014. Εκείνη τη χρονιά, συμμετείχε με τη δική του εκτέλεση του τραγουδιού Sweet Painted Lady στην επετειακή έκδοση του άλμπουμ Goodbye Yellow Brick Road του Elton John, για τα 40 του χρόνια.

Το 2015 έφερε στον κόσμο το Grey Tickles, Black Pressure, που περιέχει το πολύ ξεχωριστό τραγούδι Disappointing - το πρώτο άλμπουμ του που έφτασε στην πέμπτη θέση των βρετανικών Album Charts.

Στις αρχές του επόμενου έτους έγραψε μαζί με τον Robbie Williams το τραγούδι I Don't Want To Hurt You για τον δίσκο του Robbie, The Heavy Entertainment Show και έδωσε μια ιστορική συναυλία στο Royal Albert Hall με καλεσμένους, όπως ο Richard Hawley και η Kylie Minogue.

Στις αρχές του 2018, μαζί με τον πρώην frontman των Cabaret Voltaire, Stephen Mallinder, τον Phil Winter των Tuung και τον Ben "Benge" Edwards, ο Grant μας παρουσίασε το σκοτεινό ηλεκτρο-ποπ project του, Creep Show, και το πρώτο τους άλμπουμ, Mr. Dynamite.

Το τέταρτο άλμπουμ του, Love Is Magic (2018) εμπνευσμένο από τους ήχους του synth pop των Eurythmics, Ultravox και Visage, καθώς και των Carpenters και Einstürzende Neubauten, μπήκε στο top 20 του Ηνωμένου Βασιλείου.

Την 1η Μαρτίου 2020Ο John Grant έφτασε στο στούντιο για να ξεκινήσει την ηχογράφηση του πέμπτου σόλο δίσκου του, Boy from Michigan. «Λοιπόν, ουσιαστικά ακριβώς στην αρχή του εφιάλτη της πανδημίας και σε όλη τη διάρκεια της προεδρικής εκστρατείας στην Αμερική», σχολιάζει ο ίδιος. Η προσωρινή αποσταθεροποίηση της παγκόσμιας τάξης και η εσωστρέφεια που έφερε σαν αποτέλεσμα, μοιάζει να ταιριάζει στο Boy from Michigan. Πυροδότησε αναμνήσεις από τη χώρα που διαμόρφωσε τον John Grant και είχε σαν αποτέλεσμα το άλμπουμ να πάρει εξαιρετικές κριτικές. Το Boy From Michigan με παραγωγό την Cate le Bon ξεχώρισε για τον κρυστάλλινο ήχο του και το συνεκτικό όραμά του. Με αυτό, σταδιακά, ο Grant καθιερώθηκε ως ένας από τους σπουδαίους μουσικούς χρονικογράφους του Αμερικάνικου Ονείρου. Άλλωστε, ο ίδιος γνωρίζει την Αμερική αρκετά καλά και σε όλες τις όψεις της για να την αναπαραστήσει συγκλονιστικά.

Έχει συνεργαστεί με πάρα πολλούς καλλιτέχνες Kylie Minogue, Robbie Williams, Elbow, Susanne Sundfør, Alison Goldfrapp, Richard Hawley, Tracey Thorn, Sinead O'Connor, Elton John, Hercules, Love Affair, Gus Gus και πολλούς ακόμα.

Έχει εμφανιστεί σε μεγάλα φεστιβάλ Glastonbury, Roskilde, Primavera, Latitude, Iceland Airwaves, Electric Picnic, NOS Alive, WOMAD, Sonar, Melt!, Summersonic Japan, Mad Cool, Haldern Pop, Body & Soul, Bue Festival Argentina.

Ο Grant ήταν επίσης ένας από τους τέσσερις τραγουδιστές που συμμετείχαν στο Songs Of Scott Walker (1967-70), μέρος της σειράς Night of the Proms του BBC μαζί με τη Φιλαρμονική του BBC στο Royal Albert Hall του Λονδίνου. Ακόμη, ο John Grant έχει πραγματοποιήσει σημαντικές συνεργασίες και σε soundtracks, με τα τραγούδια του να πλαισιώνουν τη δραματική ταινία Weekend και τις σειρές, Looking, Queerama, The Skeleton Twins, The Song of Sway Lake αλλά και αλλού.

Ο Grant συνεχίζει να μιλά δημοσίως για τις δυσκολίες που έχει αντιμετωπίσει στη ζωή του και να επαινεί την χώρα που του άλλαξε τη ζωή. Η Ισλανδία έχει επηρεάσει σημαντικά τη μουσική του Grant, από το 2013 που την ερωτεύτηκε και μετακόμισε εκεί, και λίγο μετά απέκτησε την ισλανδική υπηκοότητα. Μάλιστα, από τη μεγάλη αγάπη του για τη χώρα έχει γράψει και ένα τραγούδι, με τίτλο Iceland. Το 2018, ο Grant τιμήθηκε με την υψηλότερη τιμητική διάκριση που μπορεί να απονείμει το ισλανδικό κράτος σε πολίτες, το Τάγμα του Γερακιού (Order Of The Falcon) από τον ίδιο τον Πρόεδρο της Ισλανδίας, για τη συνεισφορά του στον πολιτισμό και τη μουσική σκηνή της χώρας.

Για τον ίδιο, σημαντικό είναι: «Να εκπλήσσομαι από την ελπίδα. Να κάνω το απροσδόκητο, δυνατό. Να είμαι ικανός να απολαμβάνω την κάθε μέρα ξεχωριστά μετά από χρόνια μάχης με την κατάθλιψη και τον φόβο. Να μην αναρωτιέμαι αν θα είναι όλα πάντα τόσο όμορφα».

Το δυστυχισμένο αγόρι από το Μίσιγκαν τα κατάφερε καλά. Μέσα από δυσκολίες και κόντρα στις πιθανότητες, δαμάζοντας τους προσωπικούς αλλά και τους κοινωνικούς του δαίμονες, δημιούργησε μερικά από τα πιο συναισθηματικά τραγούδια του 21ου αιώνα.

j

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured