>

Ο Βασίλης Βαρβαρέσος, το πάλαι παιδί-θαύμα από τη Θεσσαλονίκη με σημαντικούς τίτλους σε διεθνείς διαγωνισμούς (π.χ. κέρδισε το πρώτο βραβείο και δύο ειδικά βραβεία στα 14 του χρόνια, στον διεθνή μουσικό διαγωνισμό της Young Concert Artists στη Νέα Υόρκη), αλλά και σημαντικές παρουσίες, ερμηνείες και εμπειρίες ήδη από τα 11 του (π.χ. στο Σούμεν και στο Πλέβεν της Βουλγαρίας ερμήνευσε το Κοντσέρτο για πιάνο του Grieg με τις αντίστοιχες συμφωνικές ορχήστρες), είναι ένας άνθρωπος με πολύπλευρες σπουδές και συναυλιακή παρουσία στην Ελλάδα μα και στο εξωτερικό. Είναι, επίσης, ο σολίστας που με δίχασε με την παρουσία του στην αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου Παρνασσός, την περασμένη Πέμπτη το βράδυ.

Στα 27 του, έχοντας δύο δαιμόνια στην ταχύτητα χέρια, ο Βασίλης Βαρβαρέσος επέδειξε μία αντοχή την οποία όλοι θα θέλαμε να έχουμε. Αν θέλετε, απέδειξε ότι έχει τα κότσια να φτάνει στα όρια των τεχνικών δυνατοτήτων του μπροστά σε κοινό, πράγμα καθόλου εύκολο. Το πρόγραμμα που επέλεξε ήταν κάτι παραπάνω από απαιτητικό. Έμοιαζε με διαδρομή μαραθωνίου που κάποιος θα έπρεπε να τη διασχίσει με ιλιγγιώδη ταχύτητα? ανάμεσα σε άλλα αναφέρω τη “Σονάτα Για Πιάνο αρ. 6” του Προκόφιεφ, τη “Φαντασία-Αυτοσχεδιασμός Σε Ντο Δίεση Ελάσσονα” του Φρειδερίκου Σοπέν, την “Τοκάτα Σε Ντο Μείζονα, Έργο 7” του Σούμαν και το “Ισλαμέυ” του Μίλι Μπαλάκιρεφ –κομμάτι ευθυνόμενο για τη μόνιμη βλάβη που προκάλεσε ο Σκριάμπιν στο δεξί του χέρι. Από αυτή την άποψη και μόνο, ο Βαρβαρέσος είναι αξιοθαύμαστος. Με την εκφραστική του δυνατότητα να αποδίδει με το πρόσωπο όσα ένιωθε, μου μετέδιδε πληθώρα συναισθημάτων, που ξεκινούσαν από την ηρεμία και έφταναν στην αγωνία, από τον αυτοέλεγχο στον σωματικό πόνο (κάποια στιγμή ένιωθα ότι πονούσαν οι δικοί μου τένοντες).

Το κοινό όμως, από την άλλη πλευρά, δεν είναι επιτροπή σε διεθνή διαγωνισμό. Αλλά ας μιλήσω για τον εαυτό μου καλύτερα. Στην τόση ταχύτητα, στον τόσο δυναμισμό, στην τόση κατάχρηση του πεντάλ (ας μου επιτραπεί από τους ειδικότερους η παρατήρηση ως ένα προσωπικό παράπονο, όχι μόνο για Έλληνες ερμηνευτές), χάθηκε η μουσική. Η άρθρωση των μελωδιών εξαρθρώθηκε, η μουσικότητα υπέφερε. Και όμως, ο Βασίλης Βαρβαρέσος είχε στιγμές μοναδικής μουσικότητας, ιδιαίτερα στην ερμηνεία του “Μενουέτο Πάνω Στο Όνομα του Haydn” του Ραβέλ, στο “Νυχτερινό Σε Σολ Ύφεση Μείζονα” του Respighi, αλλά και στο encore του με το οποίο μας αποχαιρέτησε τόσο γλυκά (“Νυχτερινό Σε Ντο Δίεση Ελάσσονα” του Σοπέν), ώστε ευχήθηκα να είχε κυλήσει έτσι όλη η συναυλία. Φοβούμαι πως, για ένα μεγάλο μέρος της βραδιάς, ο Βαρβαρέσος γύρευε να κυνηγήσει τον εαυτόν του και να τον ξεπεράσει, να σπάσει τα χρονόμετρα: προσδόκησε να εντυπωσιάσει και όχι να συγκινήσει.

Ο Βαρβαρέσος διαθέτει λοιπόν δύο πλευρές ως ερμηνευτής: την «αθλητική» και την κατεξοχήν μουσική. Την επόμενη φορά θα ήθελα να ακούσω περισσότερο τη δεύτερη. Αξιοπρόσεκτο γεγονός της βραδιάς: βγαίνοντας για το encore του, ο πιανίστας είπε απευθυνόμενος στο κοινό που τον αποθέωνε: «Θέλετε κι άλλο; Πέθανα!». Διδακτικό συμπέρασμα: η Θεσσαλονίκη είναι και μεγάλη μουσικομάνα.

         

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured