Φωτογραφίες: Έφη Παρίση

Στον εντυπωσιακό, πράγματι, χώρο του ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης», πλάι σε μια πολύ φιλική γειτονιά του Ταύρου αλλά και σε ακαλαίσθητα ταχυφαγεία του δρόμου, ο Γιώργος Κουμεντάκης και οι dissonArt ensemble –με τη σημαντικότατη συνδρομή του μουσικοκριτικού Γιάννη Σβώλου– έθεσαν το ακανθώδες ζήτημα της σχέσης της παραδοσιακής/λαϊκής μουσικής με τη λόγια/κλασική. Αλλά, ουσιαστικά, έθεσαν το διαρκώς διαφιλονικούμενο ζήτημα της ελληνικής ταυτότητας: ανήκωμεν στη Δύση ή μήπως όχι; Είμαστε του τσάμικου ή του βαλς; Της Ανατολής ή των Βαλκανίων; Ζητήματα που είναι ακόμα ζέοντα και κυρίως πολιτικά. Δευτερευόντως αγγίζουν και την αισθητική.

Οπότε, αν κάποιος με ρωτούσε τι είδα τη Δευτέρα το βράδυ, θα του απαντούσα ευθαρσώς: μια πολιτική παράσταση. Η οποία, τόσο στην πρόζα της όσο και στη μουσική της (που υπέγραφε ο Κουμεντάκης), έπαιρνε θέση: η παράδοση έχει θέση στη λόγια μουσική, έχει χρησιμοποιηθεί από σημαίνοντες συνθέτες, Έλληνες και μη, αλλά προσοχή: η μουσική επεξεργασία την οποία υφίσταται από τη γραφίδα ενός συνθέτη, το φιλτράρισμα που δέχεται, δεν οφείλει να έχει ένα αποτέλεσμα φολκλόρ. Όπως αναφέρθηκαν και τα λόγια του Σκαλκώτα, έτσι συνοψίζεται και το μήνυμα της βραδιάς: «Δεν μπορείς να πας στο Παρίσι με φουστανέλα. Υπάρχει μουσική που χρησιμοποιεί ένα ελληνικό θέμα, αλλά δεν είναι καθόλου ελληνική. Υπάρχει μουσική που δεν χρησιμοποιεί κανένα ελληνικό θέμα, η οποία εντούτοις είναι ελληνική».

 

Δευτερευόντως, μα καθόλου υποδεέστερα, υπήρξε σημαντικό το είδος του μουσικού δρώμενου το οποίο προτάθηκε από τον Γιώργο Κουμεντάκη και τους dissonArt ensemble. Ένα νέο είδος μουσικού θεάτρου, το οποίο, πέρα από την επιθεωρησιακή και μοντέρνα πλευρά του, δεν θυμίζει τίποτα από όσα γνωρίζω. Ας το ονομάσουμε μουσική διάλεξη. Τόσο η μουσική όσο και το θεατρικό δρώμενο είχαν κοινή, όπως είπαμε, θεματική. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το θεατρικό μέρος έθετε ερωτήσεις, ενώ το μουσικό έδινε απαντήσεις. Από τη μια πλευρά, το θεατρικό μέρος αποτελούταν από κείμενα (συλλεγμένα από τον Σβώλο), δηλώσεων/θέσεων –προφορικών ή γραπτών– συνθετών όπως οι Θεοδωράκης, Καλομοίρης, Μπάρτοκ, Αντόρνο, Στραβίνσκι, Χατζιδάκις, που έκαναν λόγο για τη σχέση της παράδοσης με τον λόγιο πολιτισμό, της λαϊκής μουσικής με τη «σοβαρή» μουσική. Η δράση, δοσμένη πολύ έξυπνα από τον σκηνοθέτη Αλέξανδρο Ευκλείδη μέσα σε έναν χώρο διαμορφωμένο σκηνικά από τον Πέτρο Τουλούδη, δεν δημιούργησε τη χρεία στρατολόγησης πλειάδας ηθοποιών, πέρα από τον ίδιο τον σκηνοθέτη και τον En Vit Ekorre: τα μέλη του dissonArt ensemble απάρτισαν τον «θίασο» τόσο προσφυώς, ώστε αναρωτήθηκα αν κάποιοι από αυτούς έχουν σπουδάσει υποκριτική.

 

Οι νευρώσεις των Ελλήνων τέθηκαν επί τάπητος: η εθελοτυφλία, το σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στην προηγμένη Ευρώπη, η κρυψίνοια, η ξενομανία, η υποκρισία, η γραφειοκρατία, η διαφθορά, ο λαϊκισμός της λεκτικής και μόνο προστασίας, τύπου καρέτα-καρέτα, της ελληνικής λαϊκής μουσικής, ο κανιβαλισμός.

Απέναντι σε όλα αυτά απαντούσε ο Κουμεντάκης με τη μουσική του, η οποία αποτέλεσε ένα συνεχές γράμμα με 8 αποδέκτες και αξιοθαύμαστη συνοχή. Τα τρία κοινά χαρακτηριστικά των κομματιών, κατά τη γνώμη μου, ήταν τα ακόλουθα: ένα μοτίβο που προσομοίαζε ρυθμικά στον χτύπο των πλήκτρων μιας γραφομηχανής, η χρήση ρυθμικών μοτίβων που παρέπεμπαν σε σήματα μορς, η αναφορά, ευθεία ή έμμεση, στην παραδοσιακή μουσική. Κορυφαίο κομμάτι της βραδιάς, το οποίο και ακούσαμε στο υπόγειο του κτιρίου,ενώ όλα τα άλλα παίχτηκαν στο αμφιθέατρο, ήταν το “Typewriter Tune Για Μαρίμπα”. Ακολούθως, το “Typewriter Tune For Tangos A Cuatro, για βιολί, μπαγιάν, πιάνο και κοντραμπάσο” υπήρξε από τα πιο ολοκληρωμένα (όσον αφορά στη συνθετική σκέψη) της βραδιάς, στο οποίο θαύμασα τις έντεχνες ποικίλες μουσικές αναφορές που δίνονταν με τη μορφή της απότομης αλλαγής ραδιοφωνικών σταθμών στα ερτζιανά. Επίσης, το “Typewriter Tune  Για Βιολί”, όπου είχαμε σχεδόν απόλυτη εφαρμογή της τεχνικής της ποντιακής λύρας σε ένα Δυτικό όργανο, αλλά και το “Typewriter Tune  Για Σαντούρι”, στο οποίο, ανάμεσα σε άλλες, έγιναν και χρήσεις κλιμάκων που αποδίδονται στην αρχαία ελληνική μουσική (ελπίζω να άκουσα καλά και να μην έχω περιπέσει σε πλάνη).

Σημαντικό στιγμιότυπο: η θεατρική παρουσία της γελοιότητας, της κακίας, της άγνοιας, της ζηλοφθονίας των μουσικοκριτικών έναντι του Σκαλκώτα.

Διδακτικό συμπέρασμα: ο Γιώργος Κουμεντάκης είναι συνθέτης της έντεχνης απλότητας και του χωροχρονικού περιβάλλοντος (με ενότητα τόπου και χρόνου).  

Οι συντελεστές:

Μουσική σύνθεση και διεύθυνση: Γιώργος Κουμεντάκης

Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ευκλείδης
Σκηνικά – Κοστούμια: Πέτρος Τουλούδης
Δραματουργική συνεργασία: Γιάννης Σβώλος
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Βοηθός ενδυματολόγου – σκηνογράφου: En Vit Ekorre

Συμμετέχει το dissonArt ensemble

Γιάννης Ανισέγκος, φλάουτο
Αλέξανδρος Σταυρίδης, κλαρινέτο
Λενιώ Λιάτσου, πιάνο
Θοδωρής Πατσαλίδης, Γιώργος Κανδυλίδης, βιολί

Μάριος Δαπέργολας, βιόλα
Βασίλης Σαΐτης, βιολοντσέλο
Γιάννης Χατζής, κοντραμπάσο

Και οι μουσικοί

Θεόδωρος Μιλκόφ, κρουστά 
Μάρθα Μαυροειδή, λάφτα 
Αγγελίνα Τκάτσεβα, σαντούρι  
Κώστας Ράπτης, μπαγιάν

Περφόρμερς: Πέτρος Τουλούδης, En Vit Ekorre

    

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured