Θυμάμαι την πρώτη φορά που το αχανές διαδίκτυο με οδήγησε σε αυτό το σύμβολο με τα τρία κόκκινα ακόμη βελάκια τότε. Ήταν 2008, στο ένα tab υπήρχε το Myspace, στο άλλο το Hi5 και εγώ είχα μόλις ξεκινήσει να διαβάζω μία συνέντευξη του Beck με αφορμή το νέο του άλμπουμ Modern Guilt. Ξαφνικά βρέθηκα για μερικές ώρες να πηγαίνω προς τα πίσω ανακαλύπτοντας νέα ονόματα, ενδιαφέροντα αφιερώματα και άπειρες λίστες, ανοίγοντας μία τεράστια πύλη προς την μουσική μου επιμόρφωση. Έκτοτε, το Pitchfork έγινε το πρώτο κλικ της κάθε μέρας μου - εντελώς μηχανικά από ένα σημείο και έπειτα - για να διαβάζω πρωτίστως τις βαθμολογίες δίσκων και έπειτα οτιδήποτε άλλο σε μουσικά νέα ή άρθρα.

Απο την ίδρυση του το 1996 από τον Ryan Schreiber μέχρι και σήμερα, το αμερικανικό site εξελίχθηκε σε ένα πολύ ισχυρό μιντιακό τίτλο και τον κυρίαρχο παίκτη στον χώρο της μουσικής δημοσιογραφίας. Μεγάλωσε και καθόρισε μία γενιά από millennial παιδιά που πρόλαβαν ξυστά τα αναλογικά χρόνια και ωρίμασαν πολιτιστικά μέσα στο ψηφιακό καζάνι, τα οποία απέκτησαν μία σχέση αγάπης / μίσους μαζί του για τις σήμα κατατεθέν δεκαδικές του βαθμολογίες, τις αψυχολόγητες κατά καιρούς λίστες και τις στροφές χαρακτήρα που αποτόλμησε μέσα στα χρόνια, αντλούμενοι τελικά οι ίδιοι μία ξεχωριστή ταυτότητα μέσα από την βαθιά προσωπική ανάμειξη τους με το Pitchfork-verse.

Πριν λίγες μέρες ο όμιλος Condé Nast, που έχει αγοράσει το brand name από το 2015, ανακοίνωσε πως το Pitchfork θα ενταχθεί μέσα στην λειτουργία του GQ, προχωρώντας παράλληλα σε απολύσεις προσωπικού. Και φυσικά η είδηση αυτή δεν μπορεί να απομονωθεί από την γενικότερη απαξίωση που συνεχώς επιδέχεται η μουσική στα χρόνια του streaming, προκρίνοντας αριθμούς και δείκτες έναντι της ουσιαστικής στήριξης της.

Η μουσική υπάρχει παντού πλέον, η σκέψη γύρω από αυτήν όμως; Τι σημαίνει το κλείσιμο του Pitchfork για την μουσική πραγματικότητα; Και που οδεύει η μουσική δημοσιογραφία; 7 άνθρωποι για τους οποίους οι λέξεις γύρω από τη μουσική είχαν πάντα σημασία, μας απαντούν.

Άρης Καραμπεάζης
Mic.gr

Φλεγματικά συλλαβισμένο, όπως ακριβώς ο Damon για το τέλος του περασμένου αιώνα. Έτσι και κάθε πρωτοετής στη διοικητική διακυβέρνηση και ιστορία, γνωρίζει ότι το σημείο μηδέν δεν είναι το κλείσιμο ή η μετατροπή μιας επένδυσης, επειδή δεν αποδίδει πλέον, αλλά το σημείο κατά το οποίο επιχειρείται το πρώτον η επένδυση.

Στο όχι και τόσο μακρινό 2015 πάντως δεν θυμάμαι και πολλά δάκρυα για την τότε πώληση του brand Pitchfork, στον «στυγνό» Όμιλο που σήμερα το κλείνει, έστω και δια της απορροφήσεως. Βέβαια ούτε τότε έγινε το κακό στην πραγματικότητα. Το κακό είχε γίνει την αμέσως προηγούμενη πενταετία με επταετία, οπότε και το Pitchfork έτρεχε ήδη πίσω από τα μέχρι τότε επιτεύγματα του με σκοπό να καταστήσει εαυτόν μία επένδυση. Όπερ και το κατάφερε.

Από εκεί και πίσω, το Pitchfork της πρώτης δεκαπενταετίας, υπήρξε πράγματι ένα υποδειγματικό (αλλά όχι ακριβώς πρότυπο) μουσικό site, το οποίο έκανε το απολύτως προφανές και αυτό που συνήθως λέγεται από τους παρλαπίπες του είδους ότι πρέπει να αποφεύγουν τα κάθε είδους μουσικά (και μη) έντυπα: αγνόησε την καθεστηκυία μουσική τάξη και ασχολήθηκε, αποθεωτικά ή με το φτυάρι στον ώμο, με ό,τι έκρινε ότι πρέπει να ασχοληθεί, επενδύοντας στα καλά κείμενα. Το κάνουν τα fanzines από καταβολής κόσμου. Προϊόντος του χρόνου έφτασε μέχρι και να επιβάλλει την τάξη, ως ένα βαθμό. Μετά ήρθε το σημείο που έκρινε ότι μπορεί να την επιβάλει διαρκώς κλπ. Πρέπει να γυρίσουμε δηλαδή στην πρώτη παράγραφο.

Από εδώ και μπροστά, η κλάψα για το τέλος της μουσικής δημοσιογραφίας όπως την γνωρίζαμε κ.ο.κ., και η αιώνια φιλοσοφική αναρώτηση για την ανάγκη της δισκοκριτικής, παραμένουν στο ίδιο επίπεδο ανοησίας, στο οποίο έχουν σταθεροποιηθεί εδώ και χρόνια. Θα ξαναπούμε ότι καθώς αναφερόμαστε επί της ουσίας σε μία μουσική που ακόμη δεν έχει κλείσει έναν αιώνα ζωής (το ροκ δηλαδή, δεν είδα κανέναν να μιλάει για το τέλος της κριτικής κλασικής μουσικής ή όπερας ας πούμε), μόνον το ότι η αποτίμηση της έχει περάσει ήδη (και πρόωρα ίσως) από την περιοδική επικαιρότητα, στην βιβλιογραφική πραγματικότητα, δείχνει ότι οι με τέτοιου είδους αφορμές κλάψες και οδυρμοί, μάλλον εκτός τόπων και χρόνων είναι.

Εκτός και αν η κλάψα αυτή αφορά τις απολύσεις και τον κοσμάκη που χάνει τη δουλειά του κλπ. Λυπάμαι αλλά και αυτά είχαν προδιαγραφεί ήδη από το σημείο μηδέν του 2015, που λέγαμε και παραπάνω.

Το ερώτημα βέβαια παραμένει. Υπάρχει αυτή τη στιγμή «νέο Pitchfork» ή έστω θα υπάρξει; Αυτό είναι ένα καλό ερώτημα όντως.

Άρης Κωνσταντέλλος
Lung Fanzine

Κάπως σαν βόμβα έσκασε στο ιντερνετικό σύμπαν η είδηση που θέλει το πάλαι ποτέ κραταιό στο μουσικό γίγνεσθαι, Pitchfork να ενσωματώνεται στο GQ. Θα έπρεπε όμως να ξαφνιαστούμε τόσο; Εδώ και σχεδόν μία δεκαετία το Pitchfork Media (όπως το γνωρίσαμε) έχει εξαγοραστεί από την Condé Nast και οι επικεφαλής του, αν και αρχικά είχαν παραμείνει με ενεργό ρόλο στη νέα εποχή, μέχρι το 2019 είχαν όλοι αποχωρήσει. Το Pitchfork της Condé Nast δεν είχε καμία σχέση με το site που δημιούργησαν δύο τύποι που αγαπούσαν να γράφουν για το αμερικάνικο indie των Amps (το πρώτο review) και των Arcade Fire (η πρώτη μπάντα που «έφτιαξε» το site). Ήταν μία επένδυση ενός κολοσσού και όπως συμβαίνει πάντα σε ανάλογες περιπτώσεις, όταν αυτή δεν αποδίδει πάμε αρχικά σε damage control και στη συνέχεια σε παύση. Tα νούμερα λοιπόν δεν έβγαιναν εδώ και καιρό - δεν έβγαιναν όχι γιατί «δεν υπάρχει κοινό» ή η νέα γενιά (sic) έχει χάσει το ενδιαφέρον στη μουσική. Τα νούμερα δεν βγήκαν γιατί η νέα κατάσταση του Pitchfork δεν κατόρθωσε να γίνει αυτό που ήταν η αρχική. Να διαμορφώσει, δηλαδή τάσεις, να επηρεάσει κόσμο και να είναι σημείο αναφοράς στα παιδιά που μπορεί από τη μία να ακούνε τη μουσική τους μέσα από το Tik Tok, αλλά από την άλλη να εκτινάσσουν τις πωλήσεις βινυλίων. Κοντολογίς, δεν είχε ούτε όραμα ούτε μεράκι. Χωρίς αυτά τα δύο δεν πας πουθενά αν ασχολείσαι με κάτι τόσο δύσκολο να μετρηθεί, όσο η μουσική.

Όσον αφορά την μουσική δημοσιογραφία και το μέλλον αυτής, είναι πολύ μεγάλη κουβέντα για να την κάνουμε σε 250 λέξεις. Ας αρκεστούμε στο ότι ποτέ δεν μεγαλούργησε ψάχνοντας να βρει τον νέο Kanye West ή την Beyonce της επόμενης ημέρας. Αντίθετα την αγαπήσαμε όταν αναζητούσε τους Velvet Underground της εποχής ή όταν συγκινούμασταν διαβάζοντας το review για το Either Or του Elliott Smith. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που θα γράφουν έτσι, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα, θα γεννιούνται συνεχώς νέα Pitchfork Media. Οι content creators θα παραμείνουν content creators και οι μουσικογραφιάδες, μουσικογραφιάδες. 

Μαρία Παππά
Lifo.gr

Προσωπικά δεν θεωρώ ότι το κλείσιμο του Pitchfork υποδεικνύει μια σοβαρότερη κρίση στα μίντια, απλά είναι μια ακόμη λυπηρή ένδειξη ότι η μουσική νοσεί γενικότερα. Εκεί που χτυπάει αυτή η εξέλιξη περισσότερο είναι στην μουσική δημοσιογραφία που φαίνεται ότι είναι ο μεγαλύτερος χαμένος για μια ακόμη φορά. Μετατρέπεται σε ένα εξειδικευμένο είδος που αφορά λίγους. Επιπλέον, η ανεξάρτητη μουσική σκηνή χάνει ακόμη μια πλατφόρμα σε αυτό το ψηφιακό ανακάτεμα που έχουν φέρει μαζί τους οι μοντέρνοι καιροί.

Βέβαια, δεν ήταν το ίδιο το Pitchfork ανεξάρτητο. Από το 2015 άνηκε επίσημα στον δημοσιογραφικό όμιλο της Condé Nast. Επιπλέον η στροφή του προς την ποπ σύμφωνα με ορισμένους αποξένωσε αρκετούς από τους αναγνώστες του από τα μέσα των '00s, την εποχή που μεσουρανούσε δηλαδή και που πραγματικά επηρέαζε. Η μεγαλύτερη ειρωνεία είναι ότι κατέληξε να γίνει ένθετο στο GQ, ενός ανδρικού περιοδικού παρά το γεγονός ότι πρωτοστατούσε τα τελευταία χρόνια όσον αφορά την διαφορετικότητα και συμπερίληψη. Πάντως, ο κόσμος δεν το είχε εγκαταλείψει παρά τα όσα πιστεύουν και διαλλαλούν αυτοί οι  ορισμένοι.  Σύμφωνα με μια υπεύθυνη της Condé Nast ήταν από τα πετυχημένα μέσα του ομίλου σε αριθμό επισκεπτών. Τότε γιατί συνέβη αυτό; Εύλογη απορία. Κρίνοντας, πάντως, από την δική μου εμπειρία, σπάνια έμπαινα πια και λίγα άρθρα μου προκαλούσαν το ενδιαφέρον, κυρίως είχαν να κάνουν με μη-αγγλόφωνες μουσικές σκηνές. Αν μη τι άλλο πάντοτε κάτι μάθαινες ακόμη και στην χειρότερη φάση του. Ναι, το επίπεδο είχε πέσει αισθητά το 2023 και όχι για τους παραπάνω λόγους. Σίγουρα, δεν ήταν το καλύτερο μουσικό έντυπο και μπορεί κανείς να του προσάψει πολλά, άφησε όμως το δικό του στίγμα, διαμορφώνοντας γούστα και αναδεικνύοντας νέους καλλιτέχνες, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα. Δύο περίπου μήνες πριν τα νέα για το Pitchfork ανακοινώθηκαν μαζικές απολύσεις στο Bandcamp, πολύ σημαντικότερη πλατφόρμα αν με ρωτήσει κανείς τα τελευταία χρόνια όσον αφορά τη μη εμπορική και ανεξάρτητη μουσική, κάτι που δυστυχώς, όμως, δεν φάνηκε να ενδιαφέρει τόσο κανέναν.

Φωτεινή Σίμου
Elle

Μας σοκάρει ακόμα (αλήθεια;) που η Condé Nast παίρνει τέτοιες αποφάσεις; Περιμέναμε άραγε κάτι καλύτερο, πραγματικά μουσικοφιλικό, ρομαντικά αξιολογικό; Πριν νοσταλγήσουμε εκείνα τα πρωινά που από τα πρώτα πράγματα που κάναμε κάποι@ ήταν να τσεκάρουμε τις νέες κριτικές ή μουσικές προβλέψεις του Pitchfork ας βάλουμε να ακούσουμε ένα φανταστικό άλμπουμ με τραγούδια εμπνευσμένα από τα πολλά στάδια που πέρασε όλα αυτά τα χρόνια το Pitchfork ως μουσικό μέσο -brand, επιχείρηση. Ας αφήσουμε την ιστορία να μας πει πώς μετατράπηκε σε ένα ακόμα προνομιακό μέσo παραγωγής περιεχομένου που πουλήθηκε σε έναν χταποδικό όμιλο -που τα πλοκάμια του κολλάνε μονάχα πάνω στο ποπ κέρδος- όπως η Condé Nast για να ανοίξει τις πόρτες της στο «πολύ παθιασμένο ανδρικό ακροατήριο της χιλιετίας» όπως χαρακτηριστικά είχε ειπωθεί κατά την αγοροπωλησία.

Η ανησυχία μας για τη μουσική δημοσιογραφία φαντάζομαι θα υπήρχε και θα συνεχίζει να υπάρχει και στην μετά-Pitchfork εποχή, αλλά η μουσική είναι ένα safe place. Στα safe place χορεύει η μοιρασιά, ακούγεται η αγάπη, τραγουδιέται η γνώση. Και αν μια μουσική κριτική έχει τέτοια θα την αναζητούμε πάντα. Με αυτή την πάτα-play-προσδοκία έχουμε μπει και στο Pitchfork, αλλά ό,τι του συνέβη σήμερα δεν είναι οιωνός για τη μουσική δημοσιογραφία και τη μουσική κριτική. Οι οιωνοί μας ξεκουφαίνουν εδώ και καιρό.

Γι’  αυτό ίσως πριν νοσταλγήσουμε και ζήσουμε το μελόδραμά μας που το Pitchfork θα γίνει ένθετο σε ένα ΑΝΔΡΙΚΟ περιοδικό όπως το GQ, ας βαθμολογήσουμε και τις αρετές μας ως ακροατές, ακροάτριες, αναγνώστες και αναγνώστριες μουσικών κριτικών και ας αναλογιστούμε με πόση φιλοσοφία ένθετου ακούμε και εμείς ένα ολόκληρο άλμπουμ ή γενικά μουσική σήμερα. Όχι για τις ευθύνες, αλλά για να μην πέφτουμε από τα σύννεφα και για να ξεπεράσουμε το στάδιο των οιωνών. 

Ελένη Τζαννάτου 
Καθημερινή

Η είδηση του κλεισίματος του Pitchfork (τουλάχιστον όπως το ξέραμε) ήταν στα μάτια μου σαν να βλέπεις να κατεβάζει ρολά ένα μαγαζί στη γειτονιά σου: περνάς κάθε μέρα από μπροστά του, συνήθως χαζεύεις για λίγο τη βιτρίνα, κάποιες φορές έχεις ψωνίσει κιόλας από αυτό, πότε μένοντας ικανοποιημένος, πότε (= συνήθως) όχι και τόσο. Σε κάθε περίπτωση, αποτελούσε ένα σημείο της καθημερινής σου διαδρομής και το να βλέπεις τώρα ένα άδειο τζάμι με «Ενοικιάζεται» δημιουργεί μια ανοικειότητα.

Δεν ξέρω ακριβώς γιατί, μα αν κάποιος μου ζητούσε να… βαθμολογήσω το Pitchfork, αυθόρμητα θα απαντούσα με ένα 6.7 -για να μη σπάσω κιόλας το σερί της ακρίβειας των βαθμολογιών που τόσο αγάπησε η «Μέκκα των χίπστερ μουσικόφιλων». Ναι, υπήρξε για πολλούς το μέσο που «αγαπούσαν να μισούν» και που πράγματι, από κάπου και μετά άφησε το ίδιο το brandname του να το καταπιεί. Είχε πάντως μια συνέπεια στο αφήγημά του, που βέβαια παραμένει διαχρονικά αμφιλεγόμενο. Και έκανε αυτό που χρειάζονται οι κοινότητες ειδικού ενδιαφέροντος: άνοιγε κουβέντα.

Για κάθε σκέψη-μαξιλαράκι ασφαλείας που θέλει τη μουσική δημοσιογραφία να «επιβιώνει μόνο σε αγορές σαν αυτή των ΗΠΑ», η συγχώνευση της μουσικής έκδοσης με το GQ -τουτέστιν, ένας από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς ομίλους του κόσμου βρίσκει πως η μουσική δεν είναι παρά ένα «ένθετο» αντρικού μέσου δίπλα από αυτό του «Στυλ» ή των «Σπορ»- έρχεται να απαντήσει από μόνη της. 

Η μουσική βρίσκει τον τρόπο βέβαια να γράφει χρυσά «success stories» (βλ.Taylor Swift), για τα οποία χρειάζεται τη δημοσιογραφία, αλλά πλέον, σε επίπεδο παραγωγής content και ανάλυσης φαινομένων. Η «παραδοσιακή» μουσική δημοσιογραφία και η κριτική, ούτως ή άλλως, ήταν πάντα λίγο-πολύ αντικείμενο ενδιαφέροντος των λίγων, μια κωδική γλώσσα «εσωτερικής κατανάλωσης» που όπως συμβαίνει με κάθε μικρόκοσμο, έμοιαζε μεγαλύτερος από ό,τι ήταν, κοιτώντας από μέσα προς τα έξω. Ομως σε έναν κόσμο που η δημοσιογραφία εν γένει περνάει τη μεγαλύτερη κρίση της -άραγε, σε λίγα χρόνια θα αντικατασταθεί κάθε κείμενο ή ρεπορτάζ με ένα σύντομο reel στο TikTok;- ένας κόσμος σαν αυτόν του Pitchfork μόνο μεγάλος δεν είναι. Πόσο μάλλον «χρήσιμος». 

Κωνσταντίνος Τσάβαλος
Olafaq.gr

Όταν είχα προσκληθεί, το καλοκαίρι που μας πέρασε, στο Athens Music Week σε ένα πάνελ με τίτλο «Μουσικοκριτικοί και μουσικοκριτική: Πόσο απαραίτητος είναι ο ρόλος τους την εποχή του streaming;», προκειμένου να μιλήσουμε για διάφορα ζητήματα μουσικής δημοσιογραφίας, όπως το ποιους αφορούν οι δισκοκριτικές εν έτει 2023 και το κατά πόσο μπορεί ακόμα μια βαθμολογία να επηρεάσει μια ολόκληρη καριέρα, είχα εκφράσει δημοσίως την άποψη ότι, όπως παλιά οι δισκοκριτικοί και μουσικοκριτικοί πρότειναν πού να ξοδέψεις τα λεφτά σου, πλέον σήμερα προτείνουν πού να ξοδέψεις τον ελάχιστο πια (ελέω διάσπαση προσοχής) χρόνο σου.

Γι’ αυτό τον λόγο ήταν σημαντικές ιστοσελίδες όπως το Pitchfork –αλλά όχι μόνο και αποκλειστικά γι’ αυτό, δηλαδή το να βοηθούν όλους εμάς τους φίλους της Μουσικής να «κόβουμε» αυτό τον τόσο απαραίτητο (λόγω έλλειψης χρόνου και της προϊούσης ηλικίας και των συνεχόμενων υποχρεώσεων) δρόμο.

Υπήρχε και το λεγόμενο «Pitchfork effect», αυτό που κάποτε περιέγραψε σε ένα υπέροχο άρθρο του το περιοδικό Wired. Γιατί μην βλέπετε το τώρα, το 2024. Το 2003-04 όμως, το Pitchfork είχε την δύναμη να μετατρέψει ένα απλό και ταπεινό indie rock σχήμα/κολεκτίβα από το Τορόντο, όπως οι Broken Social Scene, να πουλήσει περισσότερα από 300.000 αντίτυπα στη Βόρεια Αμερική, να τους επιβάλλει στο Late Show with David Letterman, μέχρι και να παίξει στο τεράστιο φεστιβάλ Lollapalooza στο Σικάγο. «Είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς έναν μόνο παράγοντα που ευθύνεται για την άνοδο των Broken Social Scene. Το ταλέντο της μπάντας έχει σίγουρα βοηθήσει. Αλλά το γκρουπ οφείλει επίσης πολλά σε ένα διαδικτυακό μουσικό περιοδικό που ονομάζεται Pitchfork», έγραφε τότε το Wired.

Το Pitchfork effect δεν ήταν μόνο αυτό όμως. Έκανε και ερευνητικό ρεπορτάζ, αν ήθελε και μπορούσε. Όταν προ μηνών διέρρευσε ότι ο Win Butler, ο frontman των Arcade Fire, αντιμετωπίζει τέσσερις καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση από σημαντικά νεότερους θαυμαστές του συγκροτήματος, το Pitchfork ήταν αυτό που το αποκάλυψε. Όποιος ενδιαφερόταν για το σύγχρονο indie rock, γνώριζε καλά ότι το Pitchfork ήταν η κορυφαία πηγή για την ανακάλυψη ανεξάρτητης μουσικής. Πολλοί εκεί έξω αρνούνταν πεισματικά ότι το διάβαζαν, αλλά, ας μην γελιόμαστε, όλοι το έκαναν, κρυφά ή φανερά.

Kαι όπως τα περισσότερα πράγματα, την αξία των οποίων καταλαβαίνουμε μόνο όταν δεν τα έχουμε, έτσι και το Pitchfork θα μας λείψει.

Μάρκος Φράγκος
Avopolis.gr

Ούτε 30ετία δεν διήρκεσε η περιβόητη πύλη προς την εναλλακτική κουλτούρα του Pitchfork. Αφομοιώθηκε στο GQ με μαζικές απολύσεις και η Anne Wintour, η σιδηρά κυρία της Vogue και μεγαλοστέλεχος της Condé Nast στάζει λίγες ρανίδες κόκκινου στις ακριβές γόβες της. «Η μουσική θα συνεχίσει να θριαμβεύει στον οργανισμό μας» ανέκραξε και ο αντίλαλός της σκέπασε τις οιμωγές των απαρηγόρητων indies. Το μοτίβο της ιστορίας κάθε άλλο παρά καινούργιο είναι -ιμπεριαλιστικός κολοσσός καταπίνει πετυχημένη ανεξάρτητη πρωτοβουλία- ωστόσο στην περίπτωση του Pitchfork το κάρμα έπαιξε αριστοτεχνικά το υπόγειο παιχνίδι του. Δεν υπάρχουν δάκρυα για την τυφλή αλαζονεία, την σαχλή επιτήδευση, την ανιστόρητη κριτική, την εγωπαθή ημιμάθεια, τον ψευτο-ελιτισμό των campus, τα payola κάτω από τον πάγκο, τις ανερμάτιστες επιλογές στις κριτικές παρουσιάσεις, την πλήρη ανημπόρια να σταχυολογήσει το «σημαντικό»... 

Ίσως θα μπορούσαν να βρεθούν μερικά... βουρκώματα για τους καταπληκτικούς guests (Simon Reynolds για πάντα), τις έξυπνες ιδέες θεμάτων και τις περιβόητες λίστες που ήταν σίγουρα πετυχημένες εφόσον ουδείς δεν βρισκόταν να ταυτιστεί μαζί τους (αλάνθαστος δείκτης επιτυχίας η αμφισβήτηση από σύσσωμο το κοινό). Το Pitchfork που έγινε η «βίβλος» της indie culture (sic) για όλους τους λάθος λόγους, τώρα θα μπορεί να συγχρωτίζεται με την αντρίλα του GQ, τα κομψά status symbols και το μεγαλοαστικό όνειρο. Και θα αφήσει το Paste, το Dazed και άλλα διαδικτυακά μουσικά portals να κυλούν μέσα στην αδιατάρακτη ψυχραιμία τους. Το Pitchfork μάλλον ένιωσε τη λάμα της ρομφαίας επειδή άλωσε την indie αγορά χωρίς να έχει κάνει το βασικότερο προαπαιτούμενο: να εμπεδώσει πρώτα την βαθιά, ανεξάρτητη, στοχαστική κριτική σκέψη.

Ας μπω να δω τι καλούδια έχει ανεβάσει το Quietus, τώρα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured