Υπάρχει ένα ρητό που λέει πως «με τον Marc Anthony δεν γ**ησε κανείς», ωστόσο δεν θέλω εκ προοιμίου να ρίξω το επίπεδό μου, ούτε να σας προσεγγίσω ψυχολογικά. Συχνά όμως αναρωτιέμαι: γιατί πάλαι ποτέ κραταιά γκρουπ, όπως οι Cypress Hill, έχουν απολέσει έτσι οικτρά τον βετερανίστικο οίστρο τους; Θα μου πείτε, δεν περιμένεις οι συγκεκριμένοι –από το 2001 και δώθε– να ανακαλύψουν εκ νέου τον τροχό… Ωστόσο οι κούρσες στη μουσική, στο επίπεδο τούτο, είναι για να κερδίζονται, ακόμη και αν πρέπει στο τέλος να ακρωτηριάσεις το πόδι του γερασμένου σου πουλέν.

Ο ένατος λοιπόν δίσκος των Cypress Hill, Rise Up, κλείνει το μάτι στο mainstream και στο crossover. Πώς να μην το έκανε όταν από τη μια έχει τον Pitbull και τον Marc Anthony κι από την άλλη τον Tom Morello, τον Daron Malakian και τον Mike Shinoda, ανάμεσα στους καλεσμένους; Θα παράφραζα το επώνυμο του κου Daron, αλλά είπαμε, επίπεδο. Από την άλλη, ο DJ Muggs –το κεφάλαιο στην ιστορία που λέγεται Cypress Hill– λάμπει δια της απουσίας του, ενώ τα “Take My Pain” και “Pass The Dutch” μυρίζουν από μακριά το πρώτο ghost-producing του Khalil και το δεύτερο «σκάψιμο» του Alchemist. O Pete Rock τσοπάρει Barry White στο «αμιγώς ραπ» κομμάτι του δίσκου, ενώ ο B-Real δεν ακούγεται ορεξάτος στο σύνολο, και φτάνει στα όρια της γραφικότητας στο “K.U.S.H.”. Είπαμε, οι Cypress Hill είστε… Αλλά, εν έτει 2010, ποια η ουσία του να γράφεις άλλον έναν «weed ύμνο»; Πού πήγε η έμπνευση;

Στιγμές δόξας; Υπάρχουν. Εξάλλου το ματς σώζεται από την κληρονομιά των Rage Against The Machine και των System Of A Down. Η ορμή των 1990s και των ’00s ενυπάρχει αντίστοιχα στο ομώνυμο “Rise Up” και στο “Trouble Seeker”, δίνοντας τη συνηθισμένη εικόνα, την οποία όλοι λατρεύουμε: του Λος Άντζελες ως μια θάλασσα ερειπίων, σκληρών οδομαχιών με την αστυνομία και του γνώριμου ήχου των Cypress, όταν θέλουν να γίνουν οι κοινωνοί του ροκ-ραπ ήχου. Ο Tom Morello παίζει τη κιθάρα του βγαλμένη απευθείας από το RAGE και τη θρυλική διασκευή του “How Could I Just Kill A Man”, και ο B-Real με τον Sen Dog πιάνουν τα λεφτά τους. Στο δεύτερο, ο Daron Malakian, υπενθυμίζει γιατί είναι αυτή η χαρισματική καλλιτεχνική προσωπικότητα. Δυο όμως λαμπρές στιγμές φτάνουν για να οριστικοποιήσουν το κόλπο του Rise Up στα αυτιά σου; Όχι. Η μετριότητα και η ανισότητα χαρακτηρίζουν το σύνολο αισθητικά. Μια τρίτη στιγμή μεγαλείου έρχεται με το “Carry Me Away”. Εδώ ο Shinoda, γνώριμος nerd στην παραγωγή, προσφέρει λίγο από το συναισθηματικό του βάθος στη μουσική και στην ερμηνεία, σε ένα τραγούδι καθαρά προσωπικής γραφής.

Οι πρώιμοι Cypress Hill, οι ψυχεδελικοί μέντορες του τρίτου δίσκου, και η ροκ-ραπ εξτραβαγκάντζα του Skull & Bones, συνυπάρχουν στο Rise Up σαν ψήγματα, ως μικρές τελείες σε ένα άπειρο χαρτιού… Καλοί πλέον μόνο για να τους απολαμβάνεις σε περιοδείες, συμμετοχές κύρους σε νέες κυκλοφορίες ή σε σόλο δουλειές (του B-Real ήταν συμπαθής, ΟΚ), αλλά κατά τη γνώμη μου τον νέο δίσκο έπρεπε να τον τιτλοφορήσουν Rise Down. Εξάλλου, όταν η πιο αξιοθαύμαστη ρίμα σου κινείται στα όρια του «weed so strong that knockout King Kong», κατανοείς πλέον ότι συγκαταλέγεσαι ανεπιστρεπτί στην κατηγορία του «περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις»…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured