Θέτω, ευθύς εξαρχής, τον προβληματισμό: είναι δόκιμο να αξιολογείς έναν δίσκο με βάση τους σχηματισμούς στους οποίους ο ίδιος εντάσσεται και τις στοχεύσεις που αυτός φέρει; Ή πρέπει να εφαρμόσεις κριτήρια που υπερβαίνουν είδη και διαθέσεις και φτάνουν στην εν γένει προσφορά του στο θεόρατο μουσικό οικοδόμημα; Και, για να ξεμπερδεύουμε με κάποιους από τους διαφαινόμενους διαλεκτικούς σκοπέλους, με το δεύτερο σκέλος του παραπάνω σκεπτικού δεν εννοώ ότι θα πρέπει να συγκρίνουμε τον νέο δίσκο των Bamboos με δημιουργίες λ.χ. των Curtis Mayfield, James Brown ή Funkadelic (μιας και βρισκόμαστε στη soul/funk σφαίρα του μουσικού φάσματος) και, αφού αποφασίσουμε ομοφώνως πως το 4 είναι κατώτερο αυτών, να το πετάξουμε στον κάλαθο των αχρήστων. Κάτι τέτοιο μοιάζει άδικο εκ προοιμίου (αν και έχω την εντύπωση πως το γεγονός ότι οι παραπάνω –κι όχι μόνο– θεωρούνται ακόμη και σήμερα ανυπέρβλητοι, ίσως λέει κάτι για τη σημερινή κατάσταση της μουσικής τέχνης, αυτό όμως αποτελεί άλλου είδους συζήτηση). Τι νέο κομίζουν λοιπόν οι Bamboos με τη φετινή τους δουλειά; Τι από όσα μας προσφέρουν στο 4 δεν έχει ξαναπαρουσιαστεί και ξαναειπωθεί; Γιατί, εν πάση περιπτώσει, το να πεις απλώς ότι οι Bamboos είναι καλοί για αυτό που κάνουν, καμιά φορά μοιάζει τόσο διαολεμένα ελλιπές;

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι στο 4 τα ποιοτικά στάνταρ στέκουν σε απολύτως ικανοποιητικά επίπεδα. Αισθάνομαι όμως πως οι Αυστραλοί δεν ρισκάρουν κάτι από τις καλλιτεχνικές κατακτήσεις τους. Απλώς πλέον έχουν ποιοτικότερες ιδέες –επί του ιδίου, πάνω-κάτω, μοτίβου– σε σχέση με το παρελθόν και μεγαλύτερη ωριμότητα για να τις διαχειριστούν. Και κάτι τέτοιο απαντάει στο πρώτο, μόνο, σκέλος του προβληματισμού: Το 4 των Bamboos, κρινόμενο αποκλειστικά στα στενά όρια του υποσυνόλου της soul/funk, ακούγεται μια χαρά. Οι καθαροί, up tempo ρυθμοί στους οποίους δονείται από την αρχή μέχρι το τέλος, είναι έτοιμοι να μεταλαμπαδεύσουν την ενέργειά τους σε κάθε πρόθυμο ακροατή, και ικανοί να συμβάλλουν σημαντικά στην επαναφορά της καλής διάθεσης, έπειτα από μια δύσβατη καθημερινότητα, να σε ξεσηκώσουν συναισθηματικά –ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Το παιχνίδι τους δε, ανάμεσα στη μοντέρνα soul και στο βαθύ funk, είναι αρκετά ενδιαφέρον και πιθανώς ενδελεχέστερα δουλεμένο σε σχέση με το παρελθόν, ενώ η ιδέα τους να εμπλουτίσουν τις περισσότερες συνθέσεις τους με φωνητικά (σε αντίθεση με το παρελθόν) μάλλον χαρακτηρίζεται πετυχημένη ως σύνολο. Επιπροσθέτως, τα δώδεκα κομμάτια του άλμπουμ συνθέτουν ένα συμπαγές σύνολο, καθώς πολλά θα μπορούσαν δυνητικά να διεκδικήσουν επί ίσοις όροις τη θέση του πρώτου single από το “On The Sly”. Για την ακρίβεια, θεωρώ τη συγκεκριμένη επιλογή μάλλον ατυχή, όχι τόσο γιατί το συγκεκριμένο δεν είναι ωραίο τραγούδι (είναι), αλλά γιατί νομίζω πως υπάρχουν μέσα στον δίσκο συνθέσεις οι οποίες και καλύτερες είναι και τον (παραδοσιακό) ρόλο του πρώτου single θα εξυπηρετούσαν καλύτερα. Το “Kings Cross” ας πούμε, το σπινταριστό funk του “Keep Me In Mind”, το όμορφο “Up On The Hill” (στο οποίο περιέχεται και το πιο ψυχεδελικό όργανο του πλανήτη, το ινδικό σιτάρ) ή το περισσότερο ρετρό “You Ain’t No Good”.

Είναι όμως όλα αυτά αρκετά; Το να ισχυριστείς, δηλαδή, πως οι Bamboos αποδεικνύουν (και) με το 4 ότι αποτελούν άξιους πρέσβεις της σύγχρονης έκφανσης της soul και funk δεν είναι ανακριβές, στερείται όμως στέρεας βάσης, αφού αφήνει έξω ακόμα και την αξιολόγηση αυτής καθ’ αυτής της «σύγχρονης έκφανσης της soul και funk». Το να πεις ότι ανήκει στους καλύτερους σημερινούς μαθητές της Motown, πάλι δεν μοιάζει να αρκεί. Ενδέχεται μάλιστα να ολισθύνεις στο…«προπατορικό αμάρτημα» της παρακολούθησης του δέντρου σε αντιδιαστολή με το δάσος και, αφού υποκύψεις στον διαχωρισμό του όλου, να τοποθετήσεις τους Αυστραλούς απλώς στην αφρόκρεμα ενός υποσυνόλου, αδιαφορώντας –κατ’ ουσία– για αυτό το όλον. Δεν δηλώνεις δηλαδή το στίγμα τους στον συνολικό χάρτη, πόσο μάλλον την προσφορά τους στην χαρτογράφησή του.

Εδώ ακριβώς αισθάνομαι ότι μπαίνει η μεταβλητή της υποθετικής μας εξίσωσης. Το προσωπικό στοιχείο του καθένα (είτε είναι πομπός, είτε δέκτης ενός καλλιτεχνικού έργου), το κατά πόσο ανοιχτά είναι διατεθειμένος να πλεύσει στον απέραντο ωκεανό της έντεχνης ομαδοποίησης ήχων, δηλαδή του υπερσυνόλου της μουσικής. Οι Bamboos, εν προκειμένω, δεν μοιάζουν να στοχεύουν σε ωκεανούς, παρά μόνον σε πελάγη και η επιλογή αυτή σίγουρα δεν είναι κατακριτέα. Είναι όμως αλήθεια πως το καλλιτεχνικό ταβάνι (παραβολικά μπορούμε να το δούμε σαν το πάνω μέρος του κουτιού μέσα στο οποίο «βολεύεται» το καθένα από τα οκτώ μέλη τους στο εξώφυλλο του δίσκου) μοιάζει περισσότερο ασφυκτικό. Ή, ακόμα κι αν δεν είναι ασφυκτικό, είναι σίγουρα κοντύτερο από εκείνο που υπάρχει στην ανοιχτή θάλασσα. Το ότι αισθάνομαι, λοιπόν, πως το 4 αποτελεί το δικό τους ταβάνι, ενέχει μια αμφίσημη ερμηνεία: Ναι μεν καταδεικνύει ότι πρόκειται για τον καλύτερο, τον πιο ώριμο δίσκο των αξιόλογων Bamboos, με κάνει όμως να πιστεύω πως αν δεν εμπλουτίσουν αποτελεσματικότερα την προσέγγισή τους στο μέλλον θα αρχίσει η καλλιτεχνική πτώση. Ελεύθερη ή όχι, λίγη σημασία έχει επί του παρόντος.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured