Oι μουσικοφιλοι μισούν τα γένια. Τις τρίχες γενικότερα. Ρωτήστε τον εαυτό σας, ποιο άλμπουμ των Beatles έχετε λιώσει στο παίξιμο; Τον Λοχία Πιπέρι ή το Aστο Να Πάει; Σκεφτείτε τώρα την εικόνα των τεσσάρων Λιβερπουλιανων. Σε ποια από τις δυο αυτές περιόδους είχαν γένια και σε ποια τα πρόσωπα τους έλαμπαν από την απουσία ενοχλητικών τριχών; Όπερ έδει δειξαι. Τα μόνα άτομα στη μουσική βιομηχανία σήμερα που θα μπορούσαν να πουλούν τις ίδιες ποσότητες ακόμη και αξύριστα είναι η Avril και η Kylie. Τα μούσια είναι ένδειξη γεροντιλας και στη χειρότερη αποδεικνύουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο τις κακές σχέσεις με το ξυραφάκι σου, άρα και με την καθαριότητα εν γένει. Φανταστείτε τον τραγουδιστή των Dandy Warhols με γένια. Τώρα φέρτε στη μνήμη σας και τον Τζιμ Μορισον προ και μετά αξυρισιάς. Αφού δεν τα πάτε καλά με τους μουσάτους, γιατί συνεχίζετε να το αρνείστε μετά βδελυγμίας;

Οι Grandaddy από την άλλη μας έχουν όλους γραμμένους εκεί που δεν πιάνει Bic. Θυμάται κανείς αυτά τα 2 και κάτι χρόνια που μεσολάβησαν από το -μνημειακό για τον γράφοντα- The Sophtware Slump τι έκαναν οι Καλιφορνέζοι; Οχι; Αδιάβαστοι! Μετεξεταστέοι! Οι θιασώτες των Σκαθαριών θα θυμούνται ασφαλώς το soundtrack της ταινιας I Am Sam με τον Σων Πεν όπου αποδομησαν κυριολεκτικά το "Revolution" και το έκαναν σαν τα αξύριστα-μούτρα τους. Και κέρδισαν τον σεβασμό απάντων των μουσικολόγων και μουσικογραφιαδων γιατί δεν φοβήθηκαν να «παίξουν» με ένα κομμάτι που εξ αρχής κάποιοι το θεωρούσαν τοτέμ και ιερό. Παίξανε και δικαιώθηκαν.

Τι είναι όμως εντέλει οι Grandaddy; Οι Αμερικανοί Radiohead; Η απάντηση της άλλης όχθης του Ατλαντικού στις κατηγορίες των Βρετανών ότι δεν υπάρχουν ψαγμένα και συνειδοποιημενα στιχουργικά συγκροτήματα στη χώρα τους; (Ήμαρτον! Oι Eels, οι Sparklehorse και παλιότερα οι Screaming Trees και οι Pavement δεν τους αρκούν;). Τα μικρά αδελφάκια των Flaming Lips ή μουσάτοι technofreaks που θεωρούν ως το καλύτερο άλμπουμ του Νιλ Γιανγκ το Trans του '83;

Όχι. Οι Grandaddy απλά μιμούνται τους εαυτούς τους. Αλλοτε προς το καλύτερο, άλλοτε προς το βαρετοτερο. Ένα αμάγαλμα country-rock, soft rock και new wave. Ή όπως έγραψε ένα Αμερικανικό έντυπο «μια μείξη Gram Parsons και...Alan Parsons Project». Το γκρουπ έχει πάρει μια πιο κιθαριστικη κατεύθυνση, μόνο που αυτή τη φορά ο Jason ξέχασε να συμπεριλάβει στο άλμπουμ αυτό που οι Αγγλοσάξονες μουσικογραφιαδες ονομάζουν killer tunes. Το άλμπουμ ξεκινάει με 6 (ή μήπως 8;) mid-tempo τραγουδάκια που μοιάζουν σε κάποια σημεία τόσο πολύ μεταξύ τους που κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι τα δυο τρίτα σχεδόν του Sumday ηχούν σαν ένα 30λεπτο κομμάτι.

Νο1 το πρώτο σινγκλακι με τίτλο Now It's On, που προσωπικά το θεωρώ κακή επιλογή για να ανοίξει τον δίσκο μετά το The Sophtware Slump. Το "El Caminos In The West" θα λειτουργούσε ιδανικά ως η απαραίτητη μετάβαση από το παρελθόν στο παρόν. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι είναι κακό. Απεναντίας. Απλά πρόκειται για ένα τυπικό Grandaddy-ικο κομμάτι, όποτε το ξεπερνούμε και συνεχίζουμε με το Ι'm on Standby: ακουστικές κιθάρες, σινθια και στο μέσο του κομματιού ένα κιθαριστικο ριφακι που είναι βγαλμένο από το Monaco, το παλιό γαλλικό τραγουδάκι που άκουγαν οι μαμάδες μας. Φρικτή ομοιότητα, αλλά επ' ουδενι κατακριτέα. Deja vu στο στιχουργικό τομέα ξανά, με τον Jason Lytle και τις new age εμμονές του, η σχέση μεταξύ τεχνολογίας και φύσης δηλαδή που αποτέλεσαν και τον πυρήνα του Software Slump. Εδώ υποδύεται ένα computer που βρίσκεται σε ένα αφιλόξενο ανθρώπινο περιβάλλον κι απευθύνεται στον κάτοχο του απαριθμώντας του ένα ένα τα -ανθρώπινα-ελαττώματα του, παρόλο που η καρδιά του είναι μηχανική και γεμάτη καλώδια.

Το "The Go in the Go-For-It" μιλάει για κλασικά θέματα αποξένωσης, βαρεμάρας, το να νιώθεις κενός ψυχικά κτλ -όπως και όλη η στιχουργική σχεδόν ραχοκοκαλιά του άλμπουμ- το "The Group Who Couldn't Say" αποτελεί το πρώτο uptempo κιθαριστικο ξέσπασμα της μπάντας, πριν ακολουθήσει το ραδιοφωνικό και πιασαρικο "El Caminos In The West" (Νο1 σε πολλούς κολεγιακούς σταθμούς των ΗΠΑ, ας οψεται εκείνο το ρυθμικό ντου-ντου-ντου-ντου-ντου-ντου που θυμίζει Weezer και τους κάνει πιο προσιτούς στο μέσο αμερικανικό αυτί).

Στο "Yeah Is What We Had" ρίχνει μια ακόμη ματιά πίσω από την πλάτη του σε μια σχέση που μόλις έλαβε τέλος και αναπολεί ευχάριστες στιγμές τις οποίες αφηγείται με τη συνοδεία μιας κιθάρας και στο ίδιο κλίμα είναι και το "Saddest Vacant Lot in All the World", ένα κομμάτι με Μπιτλικο πιανάκι βγαλμένο από την Abbeyroad-ικη τους φάση, το οποίο άνετα μπορεί να σου φέρει δάκρυα στα μάτια αφηγούμενο την ιστορία ενός αλκοολικού που μόλις χώρισε από την γυναίκα του και είναι τόσο μεθυσμένος / που λιποθύμησε πάνω σε ένα Ντατσουν / παρκαρισμένο κάτω από τον ζεστό ήλιο.

Στο "Stray Dog And The Chocolate Shake" νομίζεις ότι οι Dandy Warhols πέθαναν και αναστήθηκαν ηχογραφώντας το κομμάτι αυτό, που τουλάχιστον η αρχή του εμένα μου θύμισε το Solid από το Thirteen Tales From Urban Bohemia των τεσσάρων Πορτλαντιανων. Οι Beach Boys και οι μελωδίες τους είναι πανταχού παρούσες στο "O.K. With My Decay", όπως και ο Roger Waters εποχής Dark Side με τις αναφορές στο πόσο μεγαλώνουμε και πόσο κοντά μοιάζει το τέλος (δεν σε πήραν δα και τα χρόνια Jason). Τα δυο κομμάτια που κλείνουν το άλμπουμ, το The Warming Sun αφενός αναφέρεται -ξανά- σε μια πρώην κοπέλα του ενώ στο "The Final Push to the Sum"αναρωτιέται "If my old life is done, then what have I become";

Είναι το Sumday αριστούργημα; Ασφαλώς όχι. Αλλά υπάρχουν ελάχιστα γκρουπακια αυτή τη στιγμή ειδικά στην αμερικανική σκηνή -από τα πρώτα που έρχονται στο νου είναι οι Flaming Lips και οι Mercury Rev- τα οποία είναι σε θέση να δημιουργήσουν ένα ενδιαφέρον σύνολο από ποπ και ροκ τραγούδια χωρίς να υποπίπτουν στην παγίδα και τα κλισέ του AOR-ο Ryan Adams είναι επίσης το πρώτο όνομα που έρχεται στο νου σε αυτήν την περίπτωση.

Η μουσική είναι καλή, πολύ καλή και δεν θα σας απογοητεύσει. Δεν είναι ούτε ένα επαναστατικό άλμπουμ, ούτε κάτι που δέκα χρόνια μετά θα αποτελεί το θεμέλιο λίθο της αμερικανικής μουσικής. Φαίνεται όμως ότι για μερικούς δεν είναι αρκετό το να βγάλεις ένα decent-έως-πολύ-καλό άλμπουμ στους χαλεπούς αυτούς καιρούς. Το Sumday είναι ένα ακόμη καλό πόνημα από μια από τις πιο υπολογίσιμες μπάντες πάνω στον Πλανήτη Indie.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured