Το να ζεις και να ηχογραφείς στη Σουηδία εν ετει 2003 είναι σαν να ζούσες στο Σιατλ στις αρχές της δεκαετίας του '90 ταυτόχρονα με την έκρηξη του γκραντζ. Δεν είναι μυστικό ότι τα τελευταία χρόνια η Σουηδία έχει μεταβληθεί σε μια πραγματική μηχανή παραγωγής νέων συγκροτημάτων, μια κοιτίδα ήχων και μουσικών προτάσεων. Η μουσική αυτή πανσπερμία φυσικό ήταν να γεννήσει μερικά πολύ ενδιαφέροντα ηχητικά γκρουπακια (όχι, οι Hives δεν είναι ένα από αυτά ή τουλάχιστον είναι από τα πιο ατάλαντα και προβλέψιμα): International Noise Conspiracy, Sahara Hotnights, The Soundtrack of Our Lives και Division of Laura Lee ή DOLL για τους φίλους. Το Black City, που τους κατέστησε γνωστούς στο ευρύτερο κοινό κυκλοφόρησε ελέω Burning Heart/Epitaph Records (η εταιρεία που μας σύστησε και τους γνωστούς ασπρομαυροφορεμενους συμπατριώτες τους) και τίναξε τα μυαλά όλων όσοι το άκουσαν -μεταξύ αυτών κι ο γράφων. Ακολούθησε περιοδεία στο πλευρό των the International Noise Conspiracy, γεγονός που βελτίωσε τη χημεία μεταξύ τους και τον ήχο της μπάντας και τον έκανε πιο δεμένο κι από Περσικό χαλί της εποχής του Αρταξέρξη.

Οι Per Stalberg (φωνητικά, κιθάρα), Jonas Gustavsson (μπάσο), David Ojala (κιθάρα), και Hakan Johansson (ντραμς), σε αντίθεση με τους ακατονόμαστους (ξέρετε ποιους εννοώ...) που κάνουν μια μουσική χύμα στο κύμα, φόρα παρτίδα και πάρτε τα φλόκια μας στη μάπα, έχουν καταφέρει να λειτουργούν σαν μια βόμβα με βραδύκαυστο φιτίλι: ξέρεις ότι κάποια στιγμή θα σκάσει, αλλά δεν ξέρεις ούτε το πότε θα γίνει αυτό, ούτε το αποτέλεσμα της έκρηξης. Όταν ήταν μικρότεροι κλείνονταν για ώρες μέσα στο γκαράζ του πατέρα του Jonas, αμπάρωναν ερμητικά τις πόρτες, κάπνιζαν ένα spliff ορμώμενο εκ του Γκετεμποργκ κι έλιωναν τους δίσκους των Joy Division, των Stooges, του Iggy Pop, των Rolling Stones, των Fugazi, των Jesus & Mary Chain, των Stone Roses, των Public Image Ltd. και των Radio Birdman. Η μουσική τους μπορεί να μην διαθέτει το show off των Hives ή το ψυχεδελικo-space attitude των Soundtrack of Our Lives, αλλά έχει α) ενέργεια νιτρογλυκερίνης σε συνδυασμό με ζωσμένο με εκρηκτικά Παλαιστίνιο τρομοκράτη β) προσεγμένο ήχο γ) επιρροές από όλο το φάσμα 40 χρόνων ροκ μουσικής και δ) έναν τραγουδιστή που χρειάζεται επειγόντως μαθήματα ορθοφωνίας και σωστής εκφοράς της αγγλικής γλώσσας γιατί σε λίγο θα χρειάζεται να βάζουν υπότιτλους στις συναυλίες τους για να τους καταλαβαίνουν -κι αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό στην εποχή μας γιατί αν μη τι άλλο μαρτυρά την ύπαρξη μιας ιδιαίτερης ταυτότητας στον ήχο.

Καταρχάς, η νέα αυτή κυκλοφορία του σχήματος έχει όντως το χαρακτήρα «αρπαχτης», γιατί όλα τα κομμάτια που έχουν συμπεριληφθεί στο άλμπουμ έχουν δει το φως της ημέρας παλιότερα, είτε ως 7" splits, είτε σε compilation albums, είτε στο άλμπουμ At the Royal Club του '99. Καλλιτεχνικά όμως είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για όλους εμάς τους αδαείς να διαπιστώσουμε ιδίοις ώσι πως ξεκίνησαν, πως εξελίχθηκαν ως συγκρότημα και πως μέσα στα 3 αυτά χρόνια μεταλλάχθηκαν από ένα καθαρό γκαράζ σχήμα σε μια όχι- τόσο -γκαράζ-μπάντα.

Το άλμπουμ ξεκινάει αντίθετα, από το 99 και καταλήγει στις πρωτολειες ηχογραφήσεις του πρώτου χρόνου που σχηματίστηκαν. Στο εναρκτήριο "Guess My Name", ο Per κάνει προθέρμανση στα φωνητικά του προλειαίνοντας το έδαφος για ο,τι θα ακολουθήσει αργότερα. Λιτός lo-fi indie rock ήχος εποχής brit pop, αλλά πάντα προσαρμοσμένος στα Σουηδικά δεδομένα. Η μπασογραμμη του "Love Stethoscope" θα έκανε τον μακαρίτη τον John Entwhistle περήφανο και τον John Paul Jones να καταριέται την ώρα και την στιγμή που έπιασε το μπάσο, αλλά αυτό που αιχμαλωτίζει τον ακροατή είναι τα full throttle φωνητικά του Per. Ένα τέτοιο λαρύγγι ίσως θα έπρεπε να διασκευάσει το Won?t Get Fooled Again των Who, ιδιαίτερα σε εκείνο το σημείο του τραγουδιού στο τέλος που ο Daltrey βγάζει τις φωνητικές του χορδές και μας τις παραδίδει στο πιάτο. "Take it easy / Make it look alright", διατείνεται στο "Stereotype", ένα κλιμακωτό κομμάτι με ηχητικές εξάρσεις και ups-and-downs.

To -ήδη εκδοθέν ως 7ιντσο στην Carcrash Records το 1998 -"44" είναι το πρώτο ουσιαστικά δείγμα της μπάντας που πατάει γέρα στα πόδια της και δείχνει να έχει αποκτήσει γερές δόσεις αυτοπεποίθησης. Παρόλο που το ηχητικό αποτέλεσμα προσεγγίζει μεταλ νόρμες και κάποιες στιγμές μπορεί να ακούγεται ακόμη και κακοφωνικο, εντούτοις μην ξεχνάτε ότι είμαστε στο 1998, κι όχι στο 2003. Aφεση αμαρτιών λοιπόν. Για το επόμενο, το "Time to Live" είχα διαβάσει σε ένα μουσικό έντυπο ότι αποτελεί "probably the closest DOLL will come to imitating The Cure", αν κι εγώ προσωπικά διέκρινα μόνο ψήγματα του νεοκυματικου γκοθ ήχου κι όχι ασφαλή δείγματα που να δείχνουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι κιθάρες στο κομμάτι αυτό ακολουθούν ένα σπιραλοειδη ρυθμό (η καλύτερη μου, ομολογώ...) ενώ και το vocal delivery είναι αρκούντως εντυπωσιακό. Αδιαμφισβήτητα ένα από τα highlights του άλμπουμ είναι το Royal Club, μια δυο -και- μισό-λεπτά μείξη παρελθόντος και νεογκαραζ ήχου -προσέξτε και τα ντραμς, ο Johansson μοιάζει να έχει πάρει πτυχίο από τη Σχολή του Bonham.

Τα "The Soul of Laura" και "Chart Music" αποτελούν τις πιο αδύναμες στιγμές του άλμπουμ και δεν νομίζω μελλοντικά να βρουν το δρόμο τους σε ένα επικείμενο best of της μπάντας. Το "Stop!Go!" αντίθετα είναι ο,τι πιο κοντινό θα μπορούσαν να κάνουν για να προσομοιάσουν με τον ΤρελοPele και την υπόλοιπη παρέα του, ένα μπαράζ από nu metal-ικα ριφς και πανκ κιθάρες. Εφάμιλλης δυναμικής και το προτελευταίο "Coffeemaker" με τα στρωματά της κιθάρας που θυμίζουν Zeppelin εποχής Houses Of The Holy.

Μετά από όλα αυτά, το ερώτημα που απευθύνεται σε όλους εσάς -κι εμάς επίσης- είναι: "How Good Are You"? Εγώ απλά θα πω το εξής: καταραμένοι Hives!!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured