Ο μπασίστας των θρυλικών Magazine και ιδρυτικό μέλος των Bad Seeds, συνεχίζει τις κινηματογραφικές επενδύσεις ανύπαρκτων films με το δικό του soul noir μείγμα, ριζωμένος στις κλασικές αστυνομικές ταινίες του '70. Sexy ορχηστρικό funk, σοφιστικέ, αλλά και ελαφρώς avant garde στις διαθέσεις του.

Ο mr. Adamson έχει υιοθετήσει πλέον το διπλό ρόλο συνθέτη - τραγουδιστή, με πλήρη 'τραγούδια', αν και το στυλ παλιών album του, όπως το 'Oedipus Schoemdipus' δεν λείπει σε κάποια intstrumental, ίσως δίχως την ίδια φρεσκάδα.

Lounge, εύθραυστη η μουσική του 'The King of Nothing Hill', χρωστά τόσο στον John Barry, όσο και στην funk, τη soul, τη jazz και το μινιμαλισμό, ανακατεύοντάς τα όλα με μαεστρία.

Πάντα επιμένοντας στο style (καμιά φορά και σε βάρος της ουσίας), ο Adamson εμφανίζεται ελαφρώς διαφορετικός σε κάθε track, κι έτσι οι σκοτεινές του διαθέσεις γίνονται μία radio-friendly, μία βρώμικες, έχοντας φροντίσει γι'αυτή την εναλλαγή. Άλλωστε διαφέρει κάθε φορά και το 'θέμα': Δεν είναι ίδια η μουσική επένδυση που απαιτεί ένα κοινωνικό σχόλιο, με αυτή του δολοφόνου μετά συμβολαίου ή ενός 'love machine'.

Στα μειονεκτήματα του album ανήκει το γεγονός ότι κάποια κομμάτια, παρά τις επαναλαμβανόμενες ακροάσεις, εξακολουθούν να μην μας αποκαλύπτουν αυτά που αρχικά φάνηκε ότι κρύβουν και να μοιάζουν περισσότερο με ατελή πειράματα. Τρία κομμάτια ("Cold Conform", "Cinematic Soul", "Whispering Streets"), μαζί με το single "Black Amour" (φόρος τιμής στον άλλο Barry, τον White) δικαιολογούν πάντως την αγορά του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured