Ήταν δύσκολο να καταφέρουμε να συναντηθούμε με μια τόσο αεικίνητη τραγουδίστρια, όπως τη Μαρία Φαραντούρη. Αλλά με υπομονή και καλή θέληση βρέθηκε η άκρη και το Avopolis είχε έτσι την τιμή να τα πει με μια από τις αληθινά μεγάλες φωνές αυτού του τόπου. Αφορμή, το πρόσφατο - και βραβευμένο στη Γερμανία - album της, Way Home, καθώς και τα καλοκαιρινά της σχέδια...

 

Η τελευταία σας δουλειά, το ζωντανά ηχογραφημένο στο Βέλγιο και στην Ολλανδία Way Home, είναι μια δουλειά η οποία νιώθει κανείς πως μας «ήρθε» στην Ελλάδα, μιας και τόσο οι ενορχηστρώσεις, όσο και οι εκτελεστές είναι ξένοι...

 

«Συνεργάζομαι, τα τελευταία 15 χρόνια, με Γερμανούς μουσικούς, οι οποίοι παίζουν κυρίως jazz και world μουσική και βέβαια, ως Γερμανοί, έχουν και κλασική παιδεία. Όταν τους γνώρισα, άρχισαν να παίρνουν στοιχεία από την ελληνική μουσική και να εντάσσουν σε αυτά δικές τους αρμονίες, κάνοντας πολύ ωραία πράγματα. Για εμένα, που είμαι «ψαχτήρι» και μου αρέσει να αναζητώ καινούργια πράγματα, ήταν ωραία συγκυρία να ηχογραφήσω μαζί τους. Είχα ήδη κάνει δύο cd στο studio με αυτούς τους μουσικούς, το Poetica και το Asmata, αποκλειστικά με έργα Θεοδωράκη. Το ενδιαφέρον τους ήταν βαθύ και ειλικρινές για τη μουσική του Μίκη, αφού πήραν μελωδίες του και τις παρουσίασαν στις προσωπικές τους συναυλίες, κάνοντας αυτοσχεδιασμούς. Σιγά-σιγά διεύρυνα το ρεπερτόριο και τους έφερα σ’ επαφή με παραδοσιακά, ρεμπέτικα και βυζαντινές μελωδίες. Μερικά από τα τραγούδια περιέχονται στο Way Home. Πρόκειται για μια επιλογή τραγουδιών από ζωντανές ηχογραφήσεις συναυλιών που δώσαμε στο Βέλγιο και στην Ολλανδία. Κατά τη γνώμη μου, αυτό το cd αποδεικνύει το ενδιαφέρον των ξένων μουσικών, κριτικών και παραγωγών για την ελληνική μουσική. Και, βέβαια, και το ενδιαφέρον του ξένου κοινού, αν σκεφτείτε ότι το 90% όσων με ακούνε στο εξωτερικό είναι ξένοι».

 

Σκοπεύετε να παίξετε και σε ελληνικό έδαφος με τους Γερμανούς συνεργάτες σας, ή σας συνοδεύουν μόνο κατά τις ευρωπαϊκές σας εξόδους;

 

«Έχω ήδη εμφανιστεί μαζί τους στην Ελλάδα, το 1998 στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου, το 2000 και το 2008 στο Μέγαρο Μουσικής. Φέτος το καλοκαίρι θα έχω τη χαρά να παίξω και πάλι μαζί τους στην Επίδαυρο, στις 25 και 26 Ιουλίου, όπου θα συνεργαστούν και με Έλληνες μουσικούς, σε ένα νέο έργο - εντάσσεται στη world music και είναι παραγγελία του Φεστιβάλ Αθηνών - με τίτλο Ο Έρωτας Τελειώνει Τραγικά. Η μουσική σύνθεση είναι του ταλαντούχου κλασικού σολίστα Γιώργου Λαζαρίδη επάνω σε ποίηση της Αγαθής Δημητρούκα. Στο δεύτερο μέρος θα ερμηνεύσω, για πρώτη φορά σε συναυλία, τη Σκοτεινή Μητέρα του Μάνου Χατζιδάκι σε ποίηση Νίκου Γκάτσου, έργο που μου εμπιστεύτηκε ο Μάνος και ηχογράφησα σε πρώτη εκτέλεση το 1985».

 

Εκτός από τους Γερμανούς μουσικούς σας, έχουν ασχοληθεί και άλλοι ξένοι μουσικοί με το έργο του Μίκη;

 

«Να σας θυμίσω μόνο το rock group Savage Republic, που εμπνεύστηκαν από τη Μπαλάντα του Μαουτχζάουζεν, και τον τζαζίστα Nels Cline, που ηχογράφησε έναν αυτοσχεδιασμό επάνω στην “Παντέρμη” από το Romancero Gitano με τίτλο “For Maria. Με σεβασμό έσκυψε και ο μεγάλος αρχιμουσικός Zubin Mheta επάνω στη Μπαλάντα του Μαουτχζάουζεν και είχα τη χαρά να ερμηνεύσω το έργο υπό τη διεύθυνσή του δύο φορές, μία στο Ηρώδειο και μία στο Παρίσι, για το αφιέρωμα της UNESCO στο Millennium. Πολύ  σημαντική - προσωπικά για μένα - στιγμή ήταν τον περασμένο Νοέμβριο, όταν τραγούδησα με τον μεγάλο μουσικό της τζαζ Charles Lloyd, τον Zakir Hussein και τον Eric Harland στο Παλλάς. Αυτή η συνεργασία με τον Charles θα συνεχιστεί και σκεφτόμαστε να ηχογραφήσουμε και cd μαζί. Όσο για τους ερμηνευτές που έχουν τραγουδήσει τραγούδια του Μίκη, τι να πρωτοθυμηθώ... Gisela Mai, Edith Piaf, Milva κ.α.».

 

Και πώς «στήθηκε» αλήθεια το Way Home; Έγινε κάποια εκλογή που συνειδητά να αντιπροσωπεύει διάφορα πρόσωπα του ελληνικού τραγουδιού; 

 

«Όπως προανέφερα, το cd προέρχεται από ζωντανή ηχογράφηση συναυλιών, που έδωσα στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Η Peregrina, που εξειδικεύεται στην world music, έκανε την επιλογή των τραγουδιών με κριτήριο το γερμανικό και ξένο κοινό, όπου δραστηριοποιείται η εταιρεία. Έτσι, το cd αντιπροσωπεύει ένα ευρύ φάσμα της ελληνικής μουσικής, γι’ αυτό και ακούτε δίπλα στον Μίκη και στον Μάνο τον “Καϊξή”, τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” και δημοτικά τραγούδια. Άρεσε πολύ στη Γερμανία και σχεδόν παράλληλα με την κυκλοφορία του ήρθε και η βράβευση με το Preis der Deutschen Scallplatten Kritik, ένα έγκυρο βραβείο από 114 μουσικοκριτικούς περιοδικών και εφημερίδων».

 

Μου έκανε όμως εντύπωση πως ένας δίσκος σας, ο οποίος διακρίθηκε και βραβεύτηκε στη Γερμανία, έχει περάσει απαρατήρητος στο ελληνικό ραδιόφωνο...

 

«Πιστεύω ότι τίποτε δεν περνά απαρατήρητο. Απλώς, οι Έλληνες παραγωγοί ραδιοφώνου έχουν διαφορετικό γνώμονα περιεχομένου τραγουδιών στις εκπομπές τους. Προβάλλουν, κυρίως, το εμπορικό τραγούδι, με ελάχιστες, πάντα, εξαιρέσεις. Αυτό είναι το κριτήριό τους. Προφανώς ενδιαφέρονται για άλλου είδους βραβεία, όπως Αρίων και Eurovision... Όπως αντιλαμβάνεστε, όλα αυτά είναι συνδεδεμένα με κοινά συμφέροντα μεταξύ δισκογραφικών εταιρειών, δημοσιογράφων και ραδιοφωνικών παραγωγών. Εν πάση περιπτώσει, εμείς βασιζόμαστε στις συναυλίες μας, έχουμε αναπτύξει μια σχέση με το κοινό και δεν εξαρτώμεθα από την προώθηση και τη διαφήμιση κάθε δίσκου μας».

 

Πώς θα ορίζατε εσείς το «αξιόλογο» στη μουσική επικαιρότητα;

 

«Αξιόλογο θεωρώ ό,τι είναι αληθινό και γνήσιο σε κάθε είδους μουσική έκφραση. Πέρα από την ποιότητα που μας χάρισαν ο Μίκης, ο Μάνος και οι επίγονοι αυτών, διακρίνω και την πρωτοπορία νέων δημιουργών, όπως του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του Ξυδάκη, του Παπαδημητρίου, του Μάλαμα, της Μάρθας Φριντζήλα. Νομίζω ότι το νέο αίμα θα φανεί προσεχώς από τη νέα ανεξάρτητη σκηνή, από νέα groups, που καταθέτουν ακόμη και με ίδιον κόστος τη δημιουργία τους και χρειάζεται να τους ακούσουμε προσεκτικότερα. Κάτι αξιόλογο θα διαφανεί μέσα από τους νέους».

 

Είστε μια ερμηνεύτρια που ένα μεγάλο κομμάτι της καριέρας σας έχει συνδεθεί με τον Μίκη Θεοδωράκη και το έργο του. Συμμερίζεστε την άποψη ότι ο Θεοδωράκης έχει υποτιμηθεί ως δημιουργός, ταυτιζόμενος με το πιο πολιτικό τμήμα του ρεπερτορίου του;

 

«Ο Μίκης είναι μια αστείρευτη δημιουργική φλέβα, ένα μεγάλο κεφάλαιο για τον πολιτισμό μας και τη χώρα μας. Πιστεύω ότι έχει ήδη εκτιμηθεί παγκοσμίως και αυτό φαίνεται από τη διεθνή αποδοχή του έργου του, αλλά πιστεύω ότι θα εκτιμάται συνεχώς και από τις επόμενες γενιές και το έργο του θα αποτελεί μόνιμα αναφορά για τους νεώτερους. Μπορεί ένα μέρος της μουσικής του να συνδέθηκε με τους πολιτικούς αγώνες σε δύσκολες στιγμές για τη Δημοκρατία, αλλά το σύνολο του έργου του συνδέεται με την υψηλή ποίηση, ελληνική και ξένη, και διακρίνεται όχι μόνο για τον επικό, αλλά και για τον λυρικό του χαρακτήρα. Μόνο οι αγνοούντες - φοβάμαι ηθελημένα αγνοούντες - δεν συλλαμβάνουν όλες τις διαστάσεις της μουσικής του δημιουργίας, υποτιμώντας και περιορίζοντας τη σπουδαιότητά της».

 

Ποια θα εντοπίζατε εσείς ως σημαντικότερη αλλαγή από πλευράς κοινού, συγκριτικά με την εποχή του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι;

 

«Το κοινό έχει πλέον πολύ λιγότερο ελεύθερο χρόνο, διότι εργάζεται περισσότερες ώρες, και η σχέση του με τη μουσική, συνήθως, περιορίζεται στην ακρόαση ραδιοφώνου - ακόμη και cd - μέσα στο αυτοκίνητο ή στον υπολογιστή, καθώς αναζητεί πληροφορίες για άλλα θέματα. Μόνο η νεολαία είναι διαθέσιμη να ψάξει για να ακούσει πράγματα μέχρι να μεγαλώσει και να μπει στα προβλήματα της καθημερινότητας. Στην εποχή του Μίκη υπήρχαν όνειρα, φαντασία, προσδοκίες, και, κυρίως, συλλογικό όραμα, πράγματα τα οποία, βέβαια είχαν σχέση και με τη σκληρή πραγματικότητα εκείνων των χρόνων. Τώρα η ζωή είναι κατακερματισμένη, ο χρόνος για όνειρα είναι λιγοστός. Πού και πώς να σκεφτείς τώρα, ας πούμε, για μια καλύτερη κοινωνία; Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει πλέον ερέθισμα. Αλλά εκφράζεται με άλλον τρόπο - πιο... ηλεκτρονικό!  Και ό,τι είναι να αναδειχθεί, φαίνεται πως θα γίνει πια μέσα από το Διαδίκτυο. Έχω την εντύπωση, πως το τραγούδι δεν μπορεί στις μέρες μας να έχει τον μαζικό χαρακτήρα που είχε κάποτε. Θα ανθήσει μόνο στις παρέες και μέσα σε μικρούς κύκλους ανθρώπων, σε μικρο-περιβάλλοντα. Δείτε και την εξής σημαντική διαφορά στις κυκλοφορίες δίσκων: τότε δίσκος γίνονταν τα τραγούδια που είχαν δοκιμαστεί στις συναυλίες και στη σχέση τους με το κοινό. Τώρα, ηχογραφείται μια παραγωγή, προωθείται μέσω της διαφήμισης και μετά φθάνει να τραγουδηθεί ζωντανά στον κόσμο».

 

Σε τέτοιες όμως μικρές παρέες, γίνονται ολοένα και λιγότεροι όσοι εμπνέονται από την ελληνική μουσική και ολοένα και περισσότεροι όσοι αναζητούν την έμπνευση σε πιο Δυτικούς ήχους...

 

«Έχει κι αυτό να κάνει με το πώς ζούμε σήμερα. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ας πούμε, ή ο Σωκράτης Μάλαμας έχουν τις πηγές της έμπνευσής τους και στην Ανατολή, όχι μόνο στη Δύση. Όμως άλλοι, θέλοντας ίσως να κινηθούν και σε πιο διεθνή πλαίσια, σκέφτονται με βάση το τι επικρατεί τώρα στη διεθνή αγορά ως ήχος και εντάσσονται σε αυτό. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, είναι αλήθεια πως αυτά τα ακούσματα έχουν έρθει και περισσότερο κοντά στη νεολαία, χάρη στην πρόσβαση στην τεχνολογία και στο Διαδίκτυο. Ούτε τα σύνορα είναι κλειστά πλέον. Οπότε ποια ελληνικότητα, αυτά τα πράγματα είναι στο τελείωμά τους, όλα θα αλλάξουν, μπαίνουμε σε μια νέα τροχιά. Άλλωστε η μαγική λέξη «παγκοσμιοποίηση», δεν ακυρώνει τελικά τις ιδιαίτερες φωνές των χωρών; Ό,τι γίνεται στην οικονομία δεν γίνεται και στη μουσική, αλλά και στην τέχνη γενικότερα; Πού είναι σήμερα, ας πούμε, ο γαλλικός και ο ιταλικός κινηματογράφος; Και η νέα γενιά δεν έχει, επιπλέον, να στηριχτεί στη μεγάλη ποίηση, όπως η γενιά του Μίκη, που «ακούμπησε» στους ποιητές της Γενιάς του ’30. Θα πρέπει επομένως να στηριχτεί σε διαφορετικά πράγματα - άλλωστε και ο Μίκης και ο Μάνος δεν θα έγραφαν για τα ίδια πράγματα, εάν δραστηριοποιούνταν σήμερα. Δεν θα αξιολογήσω, λοιπόν, τι είναι καλύτερο. Είχε καλά και κακά και η δική μου εποχή, έχει καλά και κακά και αυτή η εποχή - και θα έχει και το δικό της στίγμα. Κάποια πράγματα θα μείνουν - δεν πιστεύω, δηλαδή, ότι εμείς οι Έλληνες, και λόγω γεωγραφίας, γίνεται να χάσουμε το πιο ανατολίτικό μας στοιχείο. Ε, άμα πια χάσουμε και τον Τσιτσάνη και την ταβερνίτσα μας... δεν ξέρω τι να πω».

 

Δεν οφείλεται όμως αυτό, τουλάχιστον σε ένα σημαντικό μέρος, και στο ότι από ένα σημείο και έπειτα η ελληνική μουσική δεν παρήγαγε καμία νέα μεγάλη μορφή;

 

«Δεν μου αρέσει, ξέρετε, να το λέω αυτό, διότι συχνά έχουν δίκιο όσοι διαμαρτύρονται ότι μόνο τη γενιά τη δική μας παραδεχόμαστε και τη δικιά μας εποχή. Όχι, υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι και σήμερα προσπαθούν. Αλλά και οι φωνές που υπάρχουν πνίγονται, δεν τις φωτίζει τίποτα. Υπάρχει τεράστιος ανταγωνισμός, τόσες δισκογραφικές, κανάλια και συμφέροντα, το ένα καταπίνει το άλλο και ο καθένας πια πρέπει να αυτενεργήσει. Σίγουρα πάντως όλοι θα συμφωνούσαμε πως στα τελευταία χρόνια τίποτα δεν δημιούργησε ένα μεγάλο boom, ένα πολιτιστικό ή καλλιτεχνικό σοκ, ανάλογο με εκείνο το οποίο δημιουργήθηκε π.χ. με την εμφάνιση του Μάνου και του Μίκη στα πράγματα. Αυτοί είχαν και έναν τσαμπουκά, μια ορμή, πήγαιναν, για παράδειγμα, στα χαμαιτυπεία της Πέτρου Ράλλη και του Αιγάλεω, όπου δούλευαν οι ρεμπέτες, για να ακούσουν κι εκείνη την πλευρά της ελληνικής μουσικής. Σε μέρη, όπου δεν διανοούνταν τότε ούτε να περάσουν απέξω οι αστοί της εποχής. Εκείνοι πήγαιναν και «σπούδαζαν» τη λαϊκότητα, την αυθεντική λαϊκότητα. Και ύστερα την ενσωμάτωσαν στα δικά τους έργα. Όμως, δεν θέλω να χάσω την ελπίδα μου. Πιστεύω ότι θα ξαναγεννηθεί, σύντομα ίσως, κάτι το νέο και το δυναμικό. Όμως θα είναι σε θέση τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις να το φέρουν αυτό στον κόσμο και να το υποστηρίξουν, όπως έγινε τότε;».

 

Θίξατε προηγουμένως και το θέμα της παγκοσμιοποίησης και του τι σημαίνει κάτι τέτοιο γενικά για τις ζωές μας. Θεωρείτε πως τελικά νίκησε αυτό που λέμε «σύστημα»;

 

«Ο Μπρεχτ έλεγε πως κάποτε είχες μπροστά σου τα βουνά - έβλεπες δηλαδή τον εχθρό (που τότε ήταν ο φασισμός), τον είχες μπροστά σου, ήξερες με τι είχες να παλέψεις. Τώρα έχεις τις πεδιάδες - ισοπέδωση δηλαδή, όπου ο εχθρός διαχέεται, γίνεται πιο έμμεσος. Ως Αριστερή, δεν θα ήθελα να πω ότι το «σύστημα» νίκησε. Πάντως αυτό το απρόσωπο σύστημα έχει αποδειχθεί πολύ ισχυρό. Ξέρουμε όλοι τι θα έπρεπε να γίνει για να αλλάξει, όμως πια είναι πολύ δύσκολο. Αλλά όχι και αδύνατον. Η ελπίδα υπάρχει πάντα και οι νεότεροι θα βρουν τον δρόμο τους. Μήπως δεν υπήρξε και ο Βαγγέλης, που έγινε παγκοσμίως γνωστός στον δικό του μουσικό χώρο;».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured