Αγγλόφωνη pop γράφει και παίζει ο Μάρκος Δεληβοριάς (για να μην πούμε americana και τσιτώσουμε ορισμένους...) που μόλις κυκλοφόρησε το πέμπτο του άλμπουμ που παρουσιάσαμε πριν λίγες ημέρες. Ο Χάρης Συμβουλίδης έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα μαζί του...



Τι πιστεύεις εσύ προσωπικά για το Your Mother’s Jacuzzi, το νέο σου album;
Πιστεύω ότι είναι το καλύτερό μου, αλλά αυτό το λέω πάντα σε κάθε νέα δουλειά! (γέλια). Πιστεύω ότι έχω βελτιωθεί στιχουργικά, έδωσα μεγάλη βάση στους στίχους σε αυτόν τον δίσκο. Αλλά και συνθετικά είναι δυνατό, συγκριτικά με τους υπόλοιπους δίσκους μου - παρόλο που μου άρεσε πολύ και το Pictures Of Her. Επίσης έχει μια πολύ καλή παραγωγή, χάρη στην ομάδα των συντελεστών - τον Πάνο τον Τόλιο στα τύμπανα, τον Δημήτρη τον Μπασλάμ στο μπάσο, τον Κώστα τον Παρίσση, που είναι μόνιμος συνεργάτης, τον Νίκο Βελιώτη στο τσέλο, τον Κυριάκο τον Γκουβέντα στο βιολί. Και μετράει πολύ για μένα ότι έτυχε και αναγνώρισης από συναδέλφους, άρεσε π.χ. στον Μανώλη Φάμελλο, στον Παύλο Παυλίδη, στον Πάνο τον Κατσιμίχα.

Εμένα από όλους τους δίσκους σου περισσότερο μου αρέσει το Green City. Αλλά εσύ δεν φαίνεσαι να το συγκαταλέγεις στις δυνατότερές σου στιγμές…
Με το Green City πήγα να κάνω έναν δίσκο ατμόσφαιρα, όπου για πρώτη φορά δοκίμασα να παίξω πολλά όργανα ο ίδιος - διπλές κιθάρες, πιάνο, διάφορα πράγματα. Ήταν ένας υπερβολικά πειραματικός δίσκος, δεν ξέρω αν ήμουν πραγματικά έτοιμος για όλα αυτά τα πράγματα. Βιάστηκα κάπως να τον κάνω και να σου πω θεωρώ ότι είναι ο χειρότερός μου δίσκος!

Πόσο άνετα αισθάνεται ένας δημιουργός σαν κι εσένα, κάνοντας τη μουσική που κάνεις σε μια χώρα σαν την Ελλάδα;
Αισθάνομαι κάπως σαν Δον Κιχώτης, πιστεύω ότι δεν υπάρχει ενδιαφέρον για αυτή τη μουσική. Ακόμα και το όνομα αυτής, americana, νομίζω ότι δεν γίνεται κατανοητό από τον κόσμο, είναι ένας όρος που υποθέτω ότι δεν είναι καν γνωστός. Και δεν κατηγορώ τον κόσμο γι’αυτό, εντάξει, εγώ έχω τις μουσικές μου ιδιοτροπίες, δεν λέω ότι φταίνε κατ’ ανάγκη όλοι οι άλλοι. Απλά κάνω αυτό που μου αρέσει.

Θεωρείς δηλαδή ότι αν ερχόταν π.χ. ο Tom Petty στην Ελλάδα δεν θα πήγαινε καλά;
Ναι, θεωρώ ότι δεν θα είχε μεγάλη προσέλευση. Και γι’ αυτό δεν έρχεται.

Το πρώτο σου album, το Shine, είχε μια κάποια ραδιοφωνική προβολή. Η οποία όμως δεν συνεχίστηκε με τις επόμενες δουλειές σου. Τι συνέβη;
Δεν συνεχίστηκε, πράγματι. Κι αυτό πιστεύω γιατί άλλαξε η κατάσταση στην Ελλάδα ως προς τα ΜΜΕ. Νομίζω ότι το 2000 που βγήκε το Shine πρόλαβα και έζησα τις τελευταίες μέρες της ελεύθερης ραδιοφωνίας. Και ο Tom Petty αναφέρεται σε αυτό το φαινόμενο, στον δίσκο του The Last DJ. Σήμερα είναι όλα playlist και όλα καθορίζονται από τη σχέση την οποία έχουν τα ΜΜΕ με τις δισκογραφικές εταιρείες. Έχουν σφίξει πολύ τα πράγματα και είναι έτσι πολύ δύσκολο να σταθεί μια ανεξάρτητη δουλειά. Έχω δώσει τεράστιο αγώνα με τα ραδιόφωνα, αλλά γενικά υπάρχει μια άρνηση, ένας αποκλεισμός, παρόλο που στα live υπάρχει κόσμος που δείχνει ότι σαφώς του αρέσει η μουσική μου. Ζούμε μια κακή κατάσταση, την οποία ο κόσμος αγνοεί. Ας πάρουμε για παράδειγμα το τηλεοπτικό κανάλι ΑΝΤ-1, το ραδιόφωνο Ρυθμός και τη δισκογραφική εταιρεία Heaven. Όταν κάποιος τα έχει και τα τρία, βγάζει και δίσκους και έχει και τα μέσα προώθησης, είναι αυτό που λέμε ότι έχει και το πεπόνι, έχει και το μαχαίρι. Και έτσι τελικά δεν έχει καμία σημασία το προϊόν. Είναι κι αυτό ένα παράδειγμα ελλείμματος δημοκρατίας.

Πιστεύεις ότι το ίντερνετ δίνει μια εναλλακτική λύση ή χάνεται τελικά κανείς στους ωκεανούς πληροφορίας;
Το ίντερνετ είναι το μέλλον, σαφέστατα. Έχω κι εγώ σελίδα στο my space και έχω δώσει εκεί και τέσσερα κομμάτια για free downloading με μεγάλη μου χαρά. Κατά τα άλλα όμως είμαι ένας άνθρωπος που αγοράζει cd και πιστεύει στη συμβατική δισκογραφία. Πιστεύω στην αξία αυτού του format, με τα εξώφυλλά του κτλ., το οποίο στέκει ως σύνολο και δεν έχει μόνο ένα-δύο καλά κομμάτια. Για μένα ένα ψυχρό MP3 σε έναν σκληρό δίσκο δεν είναι το ίδιο πράγμα. Τα MP3 είναι φτωχά - και ως μέσο και ως ποιότητα. Η νεότερη γενιά πιστεύω ότι δεν ξέρει τι χάνει, δεν αντιλαμβάνεται πια τη χαρά του φετίχ.

Πώς βλέπεις αλήθεια το ζήτημα της πειρατείας;
Άλλο να δίνω εγώ τραγούδια μου για free downloading και άλλο να γίνεται download δίχως τη συγκατάθεση των δημιουργών. Για μένα είναι λάθος και θέλω να το ξεκαθαρίσω αυτό, αν και ξέρω ότι πολλοί από τους αναγνώστες σας ενδεχομένως να εκνευριστούν με τα όσα λέω. Για να μπορέσει να υπάρξει αξιόλογη μουσική παραγωγή θα πρέπει και οι άνθρωποι οι οποίοι φτιάχνουν αυτά τα μουσικά έργα να αμείβονται για ό,τι κάνουνε. Η καλύτερη λύση είναι αυτή που εφαρμόζεται στην Αμερική, όπου μέσω των itunes παρέχεται η δυνατότητα για downloading με 99 σεντς για κάθε κομμάτι, δίχως να θίγονται τα πνευματικά δικαιώματα. Δεν το βρίσκω και τόσο άδικο. Ένα τραγούδι μπορεί να σε συντροφεύει για μια ζωή. Είναι τόσο μεγάλο ζήτημα πια να πληρώσεις ένα Ευρώ για ένα κομμάτι;

Με τα δεδομένα που μου εξέθεσες, πώς και ένας άνθρωπος όπως εσύ, που έχεις ζήσει και στο Λονδίνο και στο Νέο Μεξικό, δεν δοκίμασε να κάνει καριέρα στο εξωτερικό;
Αν υποθέσουμε ότι έχω μια ευκαιρία να κάνω κάτι στο εξωτερικό, την έχω τώρα, που ζω κάποιο διάστημα στην Αμερική. Δεν το είχα κυνηγήσει στο παρελθόν, στην Αγγλία λ.χ. σπούδαζα κινηματογράφο. Η Αμερική μου έκανε καλό και από πλευράς έμπνευσης, γνώρισα και είδα πράγματα τα οποία γεννήσανε ιδέες. Το Your Mother’s Jacuzzi π.χ. είναι ένας έντονα αμερικάνικος δίσκος, με την έννοια περισσότερο που πλησιάζει την Αμερική ο Wim Wenders, μέσα δηλαδή από τα μάτια ενός Ευρωπαίου.

Τι διαφορά έχεις εντοπίσει δηλαδή μεταξύ της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής οπτικής των Ηνωμένων Πολιτειών;
Νομίζω ότι ο Ευρωπαίος έχει μια καλύτερη αντίληψη του οράματος της Άγριας Δύσης και της ερήμου. Οι σύγχρονοι καουμπόηδες στις ΗΠΑ είναι ένα υπερβολικά συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας που ψηφίζει Μπους χωρίς να καταλαβαίνει τι γίνεται. Είναι υπερβολικά θρησκόληπτοι και γενικά παράγουν μια αρνητική πολιτική στάση. Ενώ αντίθετα ο Wim Wenders ας πούμε ή ο Sergio Leone προσεγγίζουν την Άγρια Δύση με τον ρομαντισμό αυτού που θα θέλαμε να είναι η έρημος: ένα πεδίο ελευθερίας, ένας ανοιχτός χώρος. Την έχουν δει αρκετοί σκηνοθέτες έτσι, μα και πολλοί μουσικοί.

Πώς αντέδρασε αλήθεια η κοινωνία του Νέου Μεξικού σε μια ταινία σαν το Brokeback Mountain;
Μιλάμε για ανθρώπους εντελώς Ρεπουμπλικάνους, ομοφοβικούς και εντελώς ρατσιστές σε τέτοιου είδους θέματα. Το Brokeback Mountain, παρόλο που μιλάει για καουμπόηδες, απευθύνεται σε Αμερικανούς της Καλιφόρνια, της Νέας Υόρκης, όχι στον μέσο κάτοικο του Τέξας ή του Νέου Μεξικού.

Υπάρχουν αναλογίες μεταξύ της Μάνης, όπου πας συχνά, και του Νέου Μεξικού;
Σαφέστατα υπάρχουν. Πρώτα-πρώτα Μάνη και Νέο Μεξικό μοιάζουν πολύ ως φυσικό τοπίο. Στο Νέο Μεξικό ή στην Αριζόνα π.χ. έχεις έναν απέραντο ορίζοντα και εκείνους τους φανταστικούς κάκτους, τους σαγουάρο, και δεν υπάρχει τίποτα, σε καμία κατεύθυνση, μπορεί και σε 100 χιλιόμετρα. Υπάρχουν επίσης φυλές Ινδιάνων, φύση - τεράστιες εκτάσεις με κροταλίες, αρκούδες, πούμα κτλ. - και κάτι γενικά από μια άλλη εποχή. Η μέσα Μάνη πάλι έχει εκείνο το άγριο, ερημικό και βραχώδες. Και όπως υπάρχουν κάκτοι στο Νέο Μεξικό, έτσι και η Μάνη έχει τους δικούς της κάκτους, τις φραγκοσυκιές. Υπάρχουν κάτι εγκαταλειμμένα χωριά στη Μάνη, τα οποία θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι σκηνικά από ταινίες του Leone. Βέβαια στη Μάνη υπάρχει θάλασσα, αλλά υπάρχει και ένα γουέστερν με τον Marlon Brando που δείχνει θάλασσα.

Τι γνώμη έχεις για τον ελληνικό αντιαμερικανισμό;
Είναι ένας αντιαμερικανισμός κάπως στείρος. Οι Έλληνες έχουν αναπτύξει έναν αντιαμερικανισμό εξαιτίας της επίδρασης της εξωτερικής πολιτικής των Αμερικανών στα πράγματα της Ελλάδας, της Κύπρου κτλ. Το οποίο είναι κατανοητό, από την άλλη όμως είναι πάντα λάθος το να βάζεις έναν ολόκληρο λαό σε ένα κουτάκι και να λες ότι είναι έτσι και είναι αλλιώς. Εάν οι Έλληνες είχαν τη δυνατότητα να γνωρίσουν Αμερικάνους, όπως είχα εγώ την ευκαιρία να κάνω, θα έβλεπαν ότι μπορείς να βρεις ωραίους Αμερικάνους, σαν π.χ. τον Michael Moore, και μαλάκες Αμερικάνους. Όπως και στην Ελλάδα μπορείς να βρεις και ωραίους και μαλάκες.

Μου έχει τύχει να αναφέρω το όνομά σου και να μου πούνε, όχι Μάρκο, Φοίβο τον λένε. Σε μπερδεύει ο κόσμος με τον Φοίβο Δεληβοριά; Και πώς αισθάνεσαι με αυτό;
Κακό θέμα άνοιξες! (γέλια). Είναι κάτι που με έχει ταλαιπωρήσει, συχνά με μπερδεύουν με τον Φοίβο. Δεν είναι ακριβώς συνωνυμία, υπάρχει συγγένεια είμαστε τρίτα ξαδέρφια ή κάτι τέτοιο. Και κάναμε και παρέα παλιότερα, αν και έχουμε χαθεί τον τελευταίο καιρό. Εκτιμάω τη δουλειά του Φοίβου και τον τρόπο που μπορεί και εμπνέεται από τη ζωή της πόλης. Αλλά η συνωνυμία έχει οδηγήσει και σε μια προκατάληψη, ότι δηλαδή αφού υπάρχει ο Φοίβος, τι τον θέλουμε κι άλλον Δεληβοριά;

Την ελληνική μουσική την παρακολουθείς;
Παρακολουθώ τον Μανώλη Φάμελλο, τον Παύλο Παυλίδη - τόσο με τα Σπαθιά όσο και τώρα - εκτιμώ πολύ τον Κωνσταντίνο Β και τα πρώτα ειδικά albums των Στέρεο Νόβα, τα Υπόγεια Ρεύματα. Και παλιότερα πράγματα μου έχουν αρέσει κατά καιρούς, το Reflections του Χατζιδάκι, το Βρώμικο Ψωμί ή ο Μπάλλος του Σαββόπουλου, η Διαίρεση του Βασίλη Παπακωνσταντίνου είναι ωραίος δίσκος, κάποιες δουλειές του Δήμου Μούτση. Είμαι ανοιχτός στο να παραδεχτώ ότι έχει γίνει καλή ελληνική μουσική. Αλλά μια από τις βασικές διαφορές που έχω με την ελληνική μουσική είναι ότι οι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν μια τάση προς το δράμα, προς την κραυγαλέα ερμηνεία, προς το πολύ έντονο. Ενώ άνθρωποι σαν π.χ. τον Χρήστο Θηβαίο ή τον Αλκίνοο Ιωαννίδη έχουν κάτι το υπερβολικά δραματικό, η δικιά μου μουσική προσέγγιση - και η σχολή από την οποία έχω επηρεαστεί - βασίζεται στο να τραγουδάς σαν να μιλάς, χωρίς να φωνάζεις, πιο διακριτικά. Δεν το λέω απαξιωτικά για την τέχνη αυτών των ανθρώπων, θέλω να είμαι σαφής σε αυτό. Επισημαίνω απλά ότι προσωπικά αισθάνομαι κάπως ξένος ως προς αυτό.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured