Ο Γιάννης Μασούρας, κατάκοπος από την ένταση της περιοδείας και τα σχετικά ξενύχτια των Matisse στη βόρεια Ελλάδα, βγήκε μαζί μας για κουβεντούλα και καφέ στο χαλαρό...



Επιστρέψατε μόλις από μια περιοδεία σε μικρές, κατα κύριο λόγο, πόλεις της βόρειας Ελλάδας. Πώς είδατε την κατάσταση εκτός Αθήνας - Θεσσαλονίκης;
«Σε πόλεις όπως η Πτολεμαΐδα πάθαμε ένα σοκ, γιατί τα live γίνονται σε μικρά καφέ-μπαρ, δεν υπάρχουν άλλοι χώροι. Και εκεί που αναρωτιέσαι «εγώ τώρα πού θα παίξω;» βλέπεις τελικά ότι το πράγμα λειτουργεί: στήνονται τα μηχανήματα και το βράδυ όλη η πόλη είναι στο μαγαζί, γιατί δεν έχουν και κάτι άλλο να κάνουν οι άνθρωποι. Ήρθαν πολλοί, και μεγάλοι και μικροί, μου έκανε μεγάλη αίσθηση, δεν το περίμενα. Και σου πιάνουν την κουβέντα και σου λένε και τα παράπονά τους, όχι μονάχα για τις μπάντες που δεν έρχονται εκεί, αλλά και για τα πράγματα γενικότερα. Βέβαια οι μεγάλοι άνθρωποι, οι σαραντάρηδες, δεν είχαν ιδέα από τα τραγούδια μας, άντε να τα ξέρουν κάτι πιτσιρίκια τα οποία τα κατεβάζουν από το ίντερνετ. Αλλά διασκεδάσανε, περάσανε όλοι καλά. Σε άλλες πόλεις, όπως η Καβάλα, παίξαμε σε ακόμα μικρότερο μαγαζί και πέσαμε και στη μέρα που ήταν ο ημιτελικός στο μπάσκετ. Είχαμε έτσι 50 άτομα μέσα στο μαγαζί. Τέτοια βέβαια live κάνουν και καλύτερη τη μπάντα. Καταλαβαίνεις γιατί οι ξένες μπάντες, πριν γίνουνε μεγάλες, βγαίνανε με το βανάκι και αλωνίζανε στην Αγγλία και στην Αμερική. Ψήνονται παίζοντας σε τρύπες και σε χωριουδάκια».

Για την ως τώρα πορεία σας η περιοδεία αυτή ήταν αρκετά φιλόδοξη. Υπήρχε κάποιο σκεπτικό με την οποία την κάνατε;
«Η αλήθεια είναι ότι έχουμε τον ίδιο μάνατζερ με τους Film και υπήρχαν ήδη έτσι κάποιες επαφές με συγκεκριμένα μαγαζιά και ανθρώπους. Δεν ήταν μια ιδέα η οποία πήγασε από εμάς. Υπάρχουν πέντε-δέκα άτομα που θέλουν να είναι η εξαίρεση στη μικρή τους πόλη, να μην είναι μέσα στη Βίσση και τη Βανδή συνέχεια, όλοι αυτοί προσπαθούν να χτίσουν τη σκηνή στην επαρχία. Και γι’αυτό, παρόλο που μπορεί να μπούνε μέσα ή να μπούμε κι εμείς μέσα, αξίζει τον κόπο».

Πώς βλέπετε τη νέα σας δουλειά, το Toys Up, σε σύγκριση με το ντεμπούτο σας;
«Πρώτα-πρώτα αλλάξαμε δύο μέλη. Διώξαμε τον ντράμερ μας, γιατί έπαιζε πολύ πολύπλοκα και αυτό εμένα δεν με ενδιαφέρει -δεν παίζουμε metal- και το παιδί που έπαιζε πλήκτρα. Με το οποίο είμαστε φίλοι, αλλά έχει άλλο όραμα για τη μουσική, θέλει να παίζει blues και τέτοια πράγματα. Αυτό βοήθησε να αλλάξει λίγο ο ήχος μας. Στο Cheap As Art, για να καταλάβεις, είμασταν πέντε συνθέτες, υπήρχε η άποψη του καθένα και στη μέση ήταν η εταιρεία που ζήταγε τα hits. Το “She Smiles” να φανταστείς εμείς το είχαμε αφήσει εκτός του album, ήταν η εταιρεία που επέμεινε να το συμπεριλάβουμε. Τώρα δεν μας πιέσανε, μας αφήσανε, τους πήγαμε το υλικό, τους άρεσε. Μόνο μια μικρή παρέμβαση κάνανε στο single, το “Call Me Call Me”, όπου μας ζήτησαν να κάνουμε ένα πιο εύπεπτο ρεφρέν, ίσως γιατί το ήθελε και μια εταιρεία κινητής τηλεφωνίας για κάποια περίοδο. Έχουν το σκεπτικό ότι στην Ελλάδα ο κόσμος δεν μιλάει καλά αγγλικά, οπότε έπρεπε να έχουμε κάτι που να το καταλαβαίνει και ο πιο άσχετος. Επίσης θελήσαμε να κάνουμε ένα πιο σκοτεινό album, θεματικά εννοώ κυρίως. Γι’ αυτό και το εξώφυλλο, που είναι νομίζω αρκούντως...αποκρουστικό!».

Πώς θα περιγράφατε τη σχέση σας με τη Sony-BMG;
«Οι Matisse είχαν την τύχη ή την ατυχία, όπως θες πέστο, να μην ξεκινήσουν σε μια μικρή ανεξάρτητη εταιρεία, αλλά κατευθείαν σε μια πολυεθνική. Κι εγώ θα ήθελα να ξεκινούσαμε π.χ. στη Hitch Hyke, να δούλευα όπως ήθελα και να πηγαίναμε ύστερα σε πολυεθνική, ως μια πιο έτοιμη μπάντα, όπως π.χ. έγινε με τους Raining Pleasure. Αλλά όταν στείλαμε τα πρώτα demo μας δεν πήραμε απάντηση από καμία ανεξάρτητη, μας απάντησε μόνο η Sony. Οι παρεμβάσεις είναι βέβαια ενοχλητικές. Άμα κάνεις άλλη δουλειά για να ζήσεις, όπως κάνουμε όλα τα παιδιά, και από πάνω σε πιέζουνε και πολύ, σπάζεσαι, λες γιατί να το κάνω; Εδώ θέλω να ξαναγυρίσω στο θέμα της περιοδείας, γιατί εκεί βρίσκεται η απάντηση: σε εκείνη την ώρα που παίζεις προσφέροντας κάτι σε κάποιον άλλον. Από την άλλη όμως είναι αλήθεια ότι στο θέμα ας πούμε του “She Smiles” η Sony είχε δίκιο που παρενέβη. Καταλαβαίνω επίσης ότι σε μια αγορά όπως η ελληνική, όπου το rock δεν είναι ούτε δευτερεύον, δεν γίνεται να ρίξουν πολλά λεφτά. Από την άλλη όμως, εφόσον έχουν αποφασίσει ότι τους ενδιαφέρουν ορισμένα συγκροτήματα, θα έπρεπε νομίζω να πάρουν το ρίσκο. Ε, και αν δεν τους βγει ας μας διώξουν. Στη Sony-BMG πάντως υπάρχουν τρεις άνθρωποι που σκίζονται για τους Matisse. Κι εγώ αυτό το εκτιμώ πολύ».

Ενδιαφέρεστε να προωθήσετε το Toys Up στο εξωτερικό;
«Ναι, μας ενδιαφέρει. Έχουμε και προτάσεις από ανεξάρτητες εταιρείες του εξωτερικού, από Σκανδιναβία μεριά κυρίως, αλλά το θέμα είναι λίγο περίπλοκο. Τα δικαιώματα του δίσκου μας τα έχει η Sony παγκοσμίως. Αυτό σημαίνει ότι η Sony κάποιας χώρας πρέπει να τον ακούσει τον δίσκο, να τον απορρίψει και ύστερα να δώσει την έγκρισή της ώστε να βγει σε κάποια ανεξάρτητη. Το Cheap As Art ξέρεις κυκλοφορεί στην Πολωνία, από ανεξάρτητη».

Σε κάποια παλιότερη συνέντευξή σας, δεν θυμάμαι ποιος το είχε πει από εσάς, είχατε δηλώσει κάθετοι στην άποψη ότι η ελληνική γλώσσα δεν είναι έτοιμη για pop/rock ήχους, υπερασπιζόμενοι το ότι τραγουδάτε στα αγγλικά. Σας εκφράζει ακόμα αυτή η θέση;
«Α, ο Άρης το είχε πει αυτό! Καλά, να σου πω πρώτα-πρώτα ότι δεν έχουμε ίδιες απόψεις ως μπάντα. Θεωρώ κι εγώ γενικά ότι είναι δύσκολο να κάνεις pop/rock με ελληνικό στίχο, είναι περίεργη γλώσσα, ως ρυθμός. Αλλά π.χ. εμένα οι Ονειροπαγίδα μου αρέσανε και, ενώ ποτέ δεν τρελαινόμουν για Τρύπες ή Ξύλινα Σπαθιά, έχω μεγάλο σεβασμό για αυτούς, ειδικά για τις Τρύπες. Με τα αγγλικά βέβαια μπορείς να κρύβεσαι και πιο εύκολα, στο αυτί χτυπάει πρώτα η μελωδία, παρά ο στίχος. Ενώ με τα ελληνικά πρέπει να προσέχεις πολύ τι λες. Για παράδειγμα, τώρα στη Θεσσαλονίκη που παίξαμε με τους Κόρε Ύδρο, αν είσαι στο τριπάκι του χώρισα και έχω πιει, οι στίχοι τους σε αγγίζουνε πολύ βαθιά - θυμάμαι μια κοπέλα στο κοινό να δακρύζει από συγκίνηση. Αλλά αναρωτιέσαι κιόλας αν αυτό που ακούς είναι αληθινό, ή αν έχει φτιαχτεί και λιγάκι επίτηδες. Ας πούμε, λατρεύω τα Διάφανα Κρίνα μουσικά, αλλά ακούγοντας τους στίχους τούς σκέφτομαι τόσο χάλια τα περνάνε αυτά τα παιδιά; Δεν λέω πως είναι απαραίτητα προσποιητό, απλά εμένα προσωπικά, που η ζωή μου είναι ψιλονορμάλ, μου είναι λίγο δύσκολο να το πιστέψω».

Στη σελίδα σας στο myspace, εκεί που μιλάτε για τη μπάντα, χρησιμοποιείτε τις λέξεις indie και alternative για να περιγράψετε τη μουσική σας, ενώ αναφέρεστε στον David Bowie και στους Soft Cell ως επιρροές. Είναι τα ονόματα αυτά indie;
«Ο Bowie από την άποψη ότι έχει επηρεάσει πολλά indie συγκροτήματα. Καλά, όχι τους Joy Division, αλλά οι Placebo π.χ. είχαν τον Bowie μπαμπά. Αυτή είναι μεγάλη κουβέντα για το indie και δεν ξέρω αν έχω σαφή άποψη, ειδικά στις μέρες μας, που και οι ανεξάρτητες εταιρείες είναι ενταγμένες σε πολυεθνικά πλαίσια».

Ναι, είναι μεγάλη κουβέντα και σκοπεύω να επιμείνω λίγο σε αυτό. Για εμένα το indie/alternative είναι όσο κενό περιεχομένου είναι και το «έντεχνο». Συμφωνώ ότι περιγράφει μια κατάσταση, όχι όμως και έναν ήχο.
«Μιλάω για indie κυρίως όσον αφορά τις επιρροές της μπάντας. Αλλά και πάλι, για μένα περιγράφει έναν ήχο, όχι κατάσταση».

Οι Soft Cell είναι indie;
«Γιατί όχι;»

Οι Soft Cell είναι pop.
«Μα ήταν σε ανεξάρτητη εταιρεία!»

Γι’ αυτό σου λέω ότι πρόκειται για κατάσταση, όχι για ήχο. Εσύ ας πούμε πώς θα περιέγραφες τη μουσική των Matisse σε κάποιον που δεν σας γνωρίζει;
«Ως μπλακ χιούμορ pop! Ο Άρης πιστεύει ότι οι Matisse είναι guitar pop. Δεν έχω πρόβλημα να δεχτώ ότι είμαστε pop, αλλά με κιθάρες. Οι Matisse για μένα είναι και rock, οι μελωδίες μπορεί να είναι pop, αλλά οι κιθάρες φέρνουν ένα rock στοιχείο».

Πώς προέκυψε η συνεργασία με τη Δήμητρα Γαλάνη;
«Θα είμαι ειλικρινής και σε αυτό. Η εταιρεία μας ζητάει συχνά, κάθε τρίμηνο-εξάμηνο, να κάνουμε και κομμάτια στα ελληνικά, πράγμα το οποίο εμάς δεν μας ενδιαφέρει, για τους λόγους που είπαμε και πριν. Δεν ήμασταν όμως αρνητικοί να διασκευάσουμε κάποιο ελληνικό κομμάτι στα αγγλικά. Ανάμεσα στα παλιά ελληνικά κομμάτια τα οποία μας έβαλαν ήταν και το «Μη Μου Μιλάς Για Αγάπη» του Γιάννη Σπανού, που είχε ερμηνεύσει η Γαλάνη. Μας άρεσε με τη μία και αποφασίσαμε να το προσαρμόσουμε σε μια pop/rock αισθητική, με τον όρο ότι θα το κάναμε όπως θέλουμε εμείς, χωρίς καμία παρέμβαση. Το ακούσανε και τους άρεσε, αλλά ήθελαν να το ακούσει και η Γαλάνη. Η οποία μας είπε, έτσι ωμά, ότι το αυθεντικό δεν της άρεσε ποτέ, ότι έχουμε πολύ θράσος και ότι θα την ενδιέφερε να τραγουδήσει κάποιους στίχους. Και είπαμε, γιατί όχι; Έτσι θα απαλλαχθούμε και από τον βραχνά του ελληνικού στίχου. Τη Γαλάνη δεν την ήξερα προσωπικά, έχει πολύ πλάκα σαν άτομο, είναι ανοιχτή, χαβαλές. Ως καλλιτέχνης δε, αν κι εγώ δεν ακούω ελληνικά, νομίζω πως έχει κάνει πολλά πράγματα και παρόλα αυτά θέλει να κάνει κι άλλα, το ψάχνει».

Θα ξανασυνεργαζόσασταν με έλληνα καλλιτέχνη, με τους δικούς σας πάντα όρους;
«Φοβάμαι ότι θα φαινόταν ως επανάληψη, ότι ο κόσμος θα έλεγε «α, επειδή έπιασε με τη Γαλάνη το κάνανε συνταγή». Γι’ αυτό και θα σου απαντήσω πως όχι, εκτός πια και προέκυπτε κάτι πολύ εξαιρετικό. Προτάσεις βέβαια έχουν γίνει, μας ζητήθηκε π.χ. πρόσφατα να κάναμε κάτι με ένα εγχώριο μοντέλο, στο στιλ αυτού που έκαναν οι Babyshambles με την Kate Moss. Αλλά αυτό είναι τελείως δήθεν και το εν λόγω μοντέλο δεν είναι και Kate Moss...».

Από ξένους; Με ποιους θα συνεργαζόσασταν αν είχατε την ευκαιρία;
«Με τον Klaus Nomi! Νομίζω ότι ήταν ακραίος άνθρωπος. ΄Η με τη Siouxsie από τους Banshees. Μας ενδιαφέρουν οι stars εκείνοι οι οποίοι τσαλακώσανε την εικόνα τους. Βασικά με τη Siouxsie το προσπαθήσαμε, καταφέραμε και βρήκαμε τον μάνατζέρ της. Αλλά δεν ήταν σε φάση, δεν άκουσε καν το υλικό...».

Πώς βλέπετε το ευρύτερο μουσικό σκηνικό, πέραν της δισκογραφίας, με τα ραδιόφωνα π.χ. ή με τα μουσικά ΜΜΕ;
«Η εταιρεία μάς ενδιαφέρεται κυρίως να πουλήσουμε μέσω airplay, συνεντεύξεων και πρόμο - και είναι μια αποδεκτή λογική, από τη δική τους μεριά. Εμάς μας ενδιαφέρει να πουλήσουμε δίσκους μέσω των live. Στην Αθήνα η κατάσταση με το ραδιόφωνο είναι τραγική, είναι όλα playlist. Πάνε οι εποχές που ήμουν μικρός και περίμενα πώς και πώς να ακούσω τον Δασκαλόπουλο, ο οποίος ήταν σχολείο για μένα, τώρα ούτε καν τι παίζουν δεν λένε. Έχει επικρατήσει μια λογική του στιλ ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει. Στη βόρεια Ελλάδα είναι λίγο καλύτερα τα πράγματα, υπάρχει ο Republic στη Θεσσαλονίκη ή ο Ρόδον FM στις Σέρρες, που είναι φοβερός. Με τα έντυπα είναι αλλιώς. Νομίζω ότι τόσο τα free press, όσο και περιοδικά όπως το Sonik και το Pop + Rock έχουν βοηθήσει να φανεί η σκηνή. Μπορεί το hype σε μερικά συγκροτήματα να είναι υπερβολικό και όταν πας να τα δεις να μη βλέπεις τόσο καλές μπάντες όσο περιμένεις. Αλλά να σου πω κάτι; Καλύτερα τα νέα παιδιά να πηγαίνουν σε καινούργια ελληνικά groups, παρά να ασχολούνται με τη Βανδή».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured