Στον ρου της μουσικής, καθώς οι εξελίξεις διαδέχονται η μία την άλλη, συνήθως κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις· γι' αυτό και ουδέποτε είχε αληθινή αξία το ιδεολόγημα περί «old» και «new», το οποίο ευαγγελίζονται διάφοροι δημοσιογραφούντες. Ο τζαζ κόσμος, για παράδειγμα, θυσίασε από τη free jazz και μετά τον μαζικότερο αντίκτυπο που είχαν βρει οι ανησυχίες του, προτιμώντας να συνεχίσει την εξερεύνηση. Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε περιδίνηση σε δύστροπους αυτοσχεδιασμούς και σε υπέρ το δέον ακαδημαϊκές προσεγγίσεις, αλλά και οριστική ρήξη με την αμερικάνικη πτέρυγα της βιομηχανίας, η οποία αντέδρασε στηρίζοντας τα λεγόμενα standards. 

Το άλμπουμ The Transitory Poems, όμως, στέκεται στην «κάτι κερδίζεις» μεριά της υπόθεσης. Η μουσικώς προωθημένη πνοή του δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τις παραπάνω ζυμώσεις, πράγμα άλλωστε που αναγνωρίζουν πρώτοι οι συντελεστές του, ο Vijay Iyer και ο Craig Taborn. Οι οποίοι αποτίουν εδώ φόρο τιμής σε πρόσφατα θανόντες καλλιτέχνες που σμίλευσαν τη δική τους προσέγγιση στην τζαζ και στον αυτοσχεδιασμό –όχι μόνο μουσικούς, μάλιστα, αφού δίπλα στον Cecil Taylor, τον Muhal Richard Abrams και τον Geri Allen, βάζουν και τον γλύπτη Jack Whitten. 

Το προωθημένο, βέβαια, δεν αρκεί από μόνο του. Θαυμάζεις ασφαλώς την όλη συνθήκη, καθώς έχουμε εδώ δύο πιάνα αντίκρυ το ένα στο άλλο, σε συναυλιακή περίσταση στη Βουδαπέστη (στη Liszt Academy), δίχως καθορισμένο πρόγραμμα ή κάποια προετοιμασία, πέραν μιας διασκευής σε Geri Allen ("When Kabuya Dances"). Η φάση είναι δηλαδή αυτοσχεδιασμός· οι όποιες «ενορχηστρώσεις» προκύπτουν σε ζωντανό χρόνο, αυθόρμητα, στη βάση του συνυπάρχειν, αλλά και ως απότοκο μιας βαθύτερης, αφηρημένης επικοινωνίας μεταξύ του Vijay Iyer και του Craig Taborn, που καλλιεργείται επιμελώς από το 2002 και έπειτα, άσχετα αν φτάνει τώρα στην πρώτη της δισκογραφική καταγραφή.  

Είναι πολύτιμα συστατικά αυτά και απαραίτητα για να υπάρξει με αξιώσεις ο συγκεκριμένος δίσκος. Όμως εκείνο που τον κάνει συναρπαστικό, είναι το πόσο ρευστά παλλόμενο, ρωμαλέο και εν τέλει αέναο ηχεί το τζαζ πιάνο υπό τα δάχτυλα του Iyer και του Taborn. Ο λιτός, δημιουργικός αυτοσχεδιασμός βρίσκεται στα καλύτερά του στο The Transitory Poems, προκρίνοντας την αμεσότητα της έκφρασης κόντρα σε ό,τι εγκεφαλικό μπορεί να έχουμε πολλοί κατά νου ακούγοντας για «αυτοσχεδιασμό» και «ECM». Όχι ότι δεν υπάρχουν και τέτοια πράγματα. Aντιμετωπίζονται όμως ως συνισταμένη ενός συνόλου με πιο «κλασικές» ποιότητες, το οποίο τηρεί ζωογόνες αποστάσεις από την καταραμένη εκείνη διακριτικότητα, που αρκετές φορές καταλήγει να μαστίζει, αντί να χαρακτηρίζει, τους δίσκους της ECM.

Πέρα και πάνω από όλα τα άλλα, είναι νομίζω η παρακαταθήκη του Cecil Taylor που αντανακλάται εδώ, με το ταλέντο και την ευφυΐα των Iyer & Taborn να πηγάζει θαρρείς απευθείας από όσα κόμισαν (και άφησαν) δίσκοι σαν το Air Above Mountains (1977). Το δε «αντανακλάται» είναι νομίζω αποφασιστικής σημασίας, γιατί έτσι ο δίσκος μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί σε μια εποχή όπου πολλά απ' όσα ακούμε ετεροκαθορίζονται (όχι μόνο στην τζαζ). Οι αφηρημένες ενορχηστρωτικές λογικές των Iyer & Taborn, σε κάθε περίπτωση, τηρούν επαρκείς αποστάσεις από τον γενικά πιο «σφιχτό» κόσμο του Cecil Taylor, ώστε να μπορεί κανείς να απολαμβάνει στιγμές σαν τα "Life Line (Seven Tensions)", "Kairòs", "Clear Monolith" και "Luminius Brew" δίχως το ενοχλητικό συναίσθημα ότι κάπου τα έχει ξανακούσει και μάλιστα σε καλύτερη εκδοχή. 

ακούστε όλο το άλμπουμ μέσω Spotify, εδώ

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured