Ξεκινώ αυτήν την κριτική κατευθείαν από τον ροζ ελέφαντα στο δωμάτιο: αν ανήκετε σε όσους σας απωθεί η ενοχλητική δημόσια εικόνα του Morrissey –ο οποίος τελευταία ταυτίζεται περήφανα με ακροδεξιά κόμματα– και ψάχνετε εδώ κλαδί να κρατηθείτε, μπας και διατηρηθεί η αγάπη σας για τον καλλιτέχνη και του συγχωρήσετε τα ασυγχώρητα, προσπεράστε χωρίς δεύτερη σκέψη. Το California Son δεν είναι η κυκλοφορία που θα σώσει τη σχέση σας. 

Αν πάλι ανήκετε σε εκείνους που δεν τους αφορά καθόλου η πολιτική ατζέντα του καλλιτέχνη και είστε ανυπόμονοι να λατρέψετε βουλιμικά το νέο Moz αριστούργημα, επίσης προσπεράστε χωρίς δεύτερη σκέψη. Το California Son δεν είναι η κυκλοφορία που θα σας κάνει να πέσετε ανάσκελα. Τα τραγούδια του δεν θα τα επισκεφτείτε για επαναληπτικές ακροάσεις· θα εξατμιστούν.

Αν όμως ανήκετε σε αυτούς που αγαπούν σταθερά τον Morrissey –έστω και με το ένα φρύδι μονίμως ανασηκωμένο, από καχυποψία– οπότε σας ενδιαφέρει κάθε του νέα κυκλοφορία, ως ένα ακόμη βήμα προς την κατανόησή του, σαν μια σκάλα προς τον εξανθρωπισμό του (πώς να προσεγγίσεις μια τόσο μοναδική στα χρονικά προσωπικότητα;), τότε μην προσπεράσετε το California Son. Και το λέω με βεβαιότητα, γιατί στη συγκεκριμένη κατηγορία ανήκω κι εγώ. Αν δεν απορρίψετε λοιπόν τον δίσκο, θα έχετε την ευκαιρία να θυμηθείτε πόσο διαολεμένα ικανός crooner είναι ο άνθρωπος. Δεν μπορεί να πατήσει φωνητικά σε λάθος νότα, ακόμη κι αν προσπαθήσει. 

Ο δίσκος αποτελείται από μια ντουζίνα διασκευές, όλες σε τραγούδια των δεκαετιών του 1960 και 1970, με τα κριτήρια των επιλογών να παραμένουν θολά και ασαφή. Αν μάλιστα είσαι καλοπροαίρετος, μπορείς να θεωρήσεις ότι η διασκευή στο "Only Α Pawn Ιn Their Game” του Bob Dylan –το οποίο μιλάει για τη δολοφονία του μαύρου ακτιβιστή Medgar Evers (1963)– καταρρίπτει το επιχείρημα περί εθνικισμού του Moz. Αν ωστόσο είσαι λίγο καχύποπτος και έχεις καεί και στο γιαούρτι, τρέμει το φυλλοκάρδι σου στην ιδέα ότι ο Morrissey βλέπει στους στίχους του Dylan ίσες αποστάσεις από τον ρατσιστή δολοφόνο Byron De La Beckwith, με την αιτιολογία πως ήταν κι εκείνος ένα πιόνι στο παιχνίδι συμφερόντων της πολιτικής ελίτ. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκω εγώ, οπότε ας μην το πολυαναλύσουμε (μη ζορίζουμε την τύχη μας...). Ας αρκεστούμε στο ότι η διασκευή ακούγεται σχεδόν απολαυστική.

Μια χαρά μου ακούγεται και το "Don't Interrupt Τhe Sorrow" της Joni Mitchell, αν και η αιθέρια μελωδικότητα της folk ιέρειας έχει χαθεί στα generic σαξόφωνα της συγκεκριμένης εκδοχής. Αλλά ίσως η πιο ωραία στιγμή του δίσκου να είναι το "It's Over", όπου τιμούνται δεόντως όλος ο λυρισμός και η μεγαλοπρέπεια της ερμηνείας του ανεπανάληπτου Roy Orbison (κάτι καθόλου εύκολο). Όμορφη και γενναιόδωρη είναι επίσης και η sunshine pop του “Loneliness Remembers What Happiness Forgets” των Burt Bacharach & Hal David, τραγούδι που είχε κάνει γνωστό η Dionne Warwick. Ηλιοφάνεια των προαστίων και κομψά, ανοιχτόκαρδα χαμόγελα, από τον πατριάρχη της αστικής μελαγχολίας; Ναι, αμέ! 

Κάπου εκεί, όμως, σταματάνε τα καλά νέα για το California Son. Καλλίγραμμη η διασκευή στο "Lady Willpower" του Gary Puckett, μα δεν το ακούς στο repeat για κανέναν λόγο. Γουστόζικη η προσέγγιση του Morrissey στο "Days Of Decision" του Phil Ochs, αλλά χωρίς καθόλου τσαγανό. Το δε "Wedding Bell Blues" της Laura Nyro αποδεικνύεται η χειρότερη στιγμή του δίσκου, καθώς το σκίρτημα που νιώθεις όταν ακούς την αυθεντική ερμηνεία, έχει πνιγεί σε μια ανόητα χαζοχαρούμενη ενορχήστρωση, που θυμίζει τον τρόπο με τον οποίον προσεγγίζουν τις απελπισμένες διασκευές τους τα δύσμοιρα ταλέντα στα κάθε talent show. Άνευρο ακούγεται τέλος και το “When You Close Your Eyes” της Carly Simon. 

Οι υπόλοιπες εκτελέσεις, ξεχνιούνται σε δευτερόλεπτα μετά το τέλος τους. Δεν κρατάς τίποτα. Ίσως μόνο την τρυφερότητα του “Lenny’s Tune”, το οποίο ο Tim Hardin είχε τραγουδήσει για τον θάνατο του κωμικού Lenny Bruce. Όσο πικρόχολος και χολερικός και να είναι ο Morrissey, όσο και να θυμίζει τον ξινό θείο που λέει άβολες πολιτικές θεωρίες στα οικογενειακά τραπέζια, όταν τραγουδάει για τον θάνατο, σε καθηλώνει· και σε υποχρεώνει να τον ακούσεις με προσοχή.  

Η σνομπ επιτήδευση, η αέναη πόζα, η γοητευτική σκατοψυχιά και η ερωτεύσιμα ανέραστη φύση αυτής της πολυσχιδούς προσωπικότητας, δεν λείπουν από το California Son. O 60χρονος performer υστερεί όμως σε εκτόπισμα, δεν διαθέτει την πειθώ που είχε κάποτε, έχει βγάλει και τα ματάκια του με τις κατά καιρούς κοτσάνες του. Τουλάχιστον ας συμφωνήσουμε όλοι στο άφθαρτο της φωνής του και στην ικανότητά του να ψυχορραγεί δραματικά, κρατώντας το μικρόφωνο. Ακόμα και σε δίσκους ήσσονος σημασίας όπως αυτός, είναι αδύνατον να ξεμπερδέψουμε εύκολα από το κουβάρι της προσωπικότητάς του. Είναι αδύνατον να μην ασχοληθούμε μαζί του.

Πολύ μέτριος ο δίσκος σου, Moz. Αλλά κέρδισες πάλι. Πώς το καταφέρνεις κάθε φορά ρε άτιμε;

{youtube}q3yNAg67u_c{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured