Θυμάμαι όταν έβλεπα προ αμνημονεύτων ετών στην ελληνική τηλεόραση τις περιπέτειες του Μπάτμαν (Adam West) και του συντρόφου του Ρόμπιν, όπως αυτές αποθανατίστηκαν λίγο προτού τα παιδιά των λουλουδιών ξαπλώσουν στα χωράφια του Woodstock. Κόμικ στήσιμο δεκαετίας 1960, ατάκες για γέλια μέχρι δακρύων, στολές που περισσότερο παρέπεμπαν σε Απόκριες παρά σε σούπερ ήρωες και ροκίζουσα μουσική επένδυση, μελετημένη για να δίνει έναν επαναστατικό τόνο αλλά στα πλαίσια που όριζαν οι συντηρητικές κεφαλές της εποχής:θέλουμε μεν τον Μπάτμαν, αλλά τον θέλουμε ενταγμένο στο αμερικάνικο μοντέλο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια. Το έναυσμα για τον παραπάνω συνειρμό μου έδωσε το ντεμπούτο άλμπουμ των Obits, I Blame You, το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί το εναλλακτικό soundtrack σειρών της αμερικανικής τηλεόρασης στα πρώιμα 1960s.

Εδώ λοιπόν οι Νεοϋορκέζοι Obits ξαναδιαβάζουν τις garage rock μελωδίες των 1960s, κάνουν μια επανάληψη στο κεφάλαιο rockabilly, αγκαλιάζουν την παραμόρφωση, την παραφωνία και τις νοσταλγικές ατμόσφαιρες του Roky Erickson, την ώρα που μοιάζουν συχνά σαν καμουφλαρισμένοι πάνκηδες των πρώιμων 1980s, οι οποίοι προσπαθούν να συνθέσουν μουσική με τρία ακόρντα για κάποιο δευτεροκλασάτο road movie. Κάπως έτσι φτιάχνουν ένα μίγμα indie/punk και surf rock ήχου, που θυμίζει μπάντες της Καλιφόρνια με τις κιθάρες να δουλεύουν με ακρίβεια ελβετικού ωρολογίου σε α-λα-Ventures μοτίβα – χωρίς ωστόσο την ανάλογη ανεμελιά και αρμονία – όπως και τα περίφημα Nuggets. Ο Rick Froberg στα φωνητικά διατηρεί κάτι από την οργή των Violent Femmes, ενώ τα κοφτερά drums δένουν ρυθμικά με το μπάσo μέσα σε μια επιτηδευμένα ερασιτεχνική παραγωγή. Στο νούμερο 11 του δίσκου ακούμε μάλιστα και τη φορτσάτη διασκευή των Obits στο “Milk Cow Blues” του Αμερικανού μπλουζίστα Kokomo Arnold.

Αν και οι Obits δουλεύουν τα τραγούδια από το 2006, όπως λένε και οι ίδιοι, ο χρόνος προεργασίας μοιάζει δυσανάλογα πολύς σε σχέση με ό,τι παρουσιάζουν στο I Blame You – με εξαίρεση τη δουλειά που έχει γίνει στο κομικίστικης αισθητικής εξώφυλλο. Ο δίσκος ακούγεται μεν ευχάριστα σε πρώτη φάση – ειδικά από εκείνους τους ακροατές οι οποίοι έχουν αδυναμία σε αναβιώσεις μουσικών ρευμάτων – ωστόσο η επανάληψη των μοτίβων, σε συνδυασμό με την έλλειψη συναισθηματικής φόρτισης και κορύφωσης, κάνει τον ακροατή να πλήττει στην πορεία. Έτσι το όλο εγχείρημα λειτουργεί μια χαρά για μια-δυο ακροάσεις, αλλά στη συνέχεια μάλλον θα θέλεις να ακούσεις ήχους με περισσότερα γκάζια…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured